Σε βελτίωση των εκτιμήσεων για το κλείσιμο της φετινής χρονιάς της ελληνικής οικονομίας προχώρησε η HSBC, ανεβάζοντας πλέον τον «πήχη» στο 8,8% από 7,5% προηγουμένως αλλά περιορίζοντας τη βάση για το 2022 στο 4,5% από 5% προηγουμένως και διατηρώντας την εκτίμησή της για το 2023 στο 4%.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον βρετανικό οίκο, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 0,5% φέτος προτού φτάσει στο υψηλό 2,4% για το 2022, ενώ αναμένεται μια υποχώρηση και αποκλιμάκωση το 2023 στο 1,3%. Από την άλλη, αναμένεται υποχώρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 9,8% φέτος στο 4,7% το 2022 και στο 2,5% το 2023, ενώ χαμηλότερα του ορίου του 200% αναμένει να υποχωρήσει το δημόσιο χρέος εντός του 2022 και συγκεκριμένα στο 195,4% και στο 190% το 2023. Ως προς το σκέλος της ανεργίας η HSBC εκτιμά πως θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται από το 14,9% φέτος στο 13,2% το 2022 και στο 12,4% το 2023. Για τις καταναλωτικές δαπάνες, εκτιμάται ότι θα υπάρξει μια σημαντική θετική μεταβολή στο +5,3% για φέτος και στο +4,2% το 2022, ενώ το 2023 αναμένεται στο +3,8%.
Ευρύτερα, ο Fabio Balboni ανώτερος οικονομολόγος της HSBC για την Ευρώπη, επισημαίνει πως μέχρι το τρίτο τρίμηνο, το ΑΕΠ ήταν κατά 1,2% υψηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα, που αποτελεί ένα εντυπωσιακό επίτευγμα αν ληφθεί υπόψη η εξάρτηση από την πορεία του τουρισμού (το 2019 ο κλάδος αντιπροσώπευε το 10% του ΑΕΠ στις ξένες εισπράξεις και το 20% λαμβάνοντας υπόψη τις δευτερογενείς επιπτώσεις στην εγχώρια κατανάλωση και τις επενδύσεις, που μειώθηκαν σε μόλις 8,7% το 2020 σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδίων και Τουρισμού). Ο ξένος τουρισμός, ωστόσο, άρχισε να ανακάμπτει στο τέλος του καλοκαιριού, γεγονός που πιθανότατα συνέβαλε στην ισχυρή εξαγωγική απόδοση (+12,6% σε τριμηνιαία βάση). Η κατανάλωση των νοικοκυριών (+1,1% σε τριμηνιαία βάση) και οι επενδύσεις (+3,9% σε τριμηνιαία βάση) σημείωσαν επίσης καλές επιδόσεις, ενώ οι επενδύσεις είναι ήδη κατά 20% υψηλότερες από τα προ κρίσης επίπεδα παρόλο που παραμένουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα συνολικά (-40% σε σύγκριση με το 2010). Η HSBC αναφέρει επίσης πως η ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική είναι πιθανό να συνεχίστηκε και κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2021.
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος (ESI) έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο (στο ίδιο επίπεδο με τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους) από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, και τα τελευταία στοιχεία για τον δείκτη PMI δείχνουν σταθερή ανάπτυξη στον κλάδο της μεταποίησης το Νοέμβριο, με τον δείκτη να βρίσκεται στο 58,8, μόλις 0,1 μονάδες χαμηλότερα από τον Οκτώβριο. Αυτό το επίπεδο είναι ελαφρώς χαμηλότερο από τα πολυετή υψηλά των 59,3 μονάδων που επιτεύχθηκαν τον Αύγουστο, παρά τις μεγάλες καθυστερήσεις στις παραδόσεις στους προμηθευτές και το αυξανόμενο κόστος παραγωγής.
Ωστόσο, η κατανάλωση παρουσιάζει κάποια σημάδια επιβράδυνσης. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών υποχώρησε μετά το καλοκαίρι και οι λιανικές πωλήσεις μειώθηκαν καθώς αυξήθηκαν τα κρούσματα κορονοϊού, οδηγώντας την κυβέρνηση να επιβάλλει εκ νέου ορισμένα περιοριστικά μέτρα. Πέραν αυτού, η πρόσφατη απότομη αύξηση του πληθωρισμού (4% σε ετήσια βάση τον Νοέμβριο, το υψηλότερο επίπεδο για πάνω από 10 χρόνια) οδήγησε σε αύξηση των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας κατά σχεδόν 40% κάτι που θα μπορούσε να «σιγοτρώει» το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, σύμφωνα με την HSBC.
Επιπλέον, η μετάλλαξη «Όμικρον» και οι νέοι πιθανοί περιορισμοί θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν την κατανάλωση στο τέλος του έτους. Με το ποσοστό των εμβολιασμένων να διαμορφώνεται περίπου στο 65% – ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ – η Ελλάδα θα μπορούσε να εκτεθεί σε μια ταχεία αύξηση των λοιμώξεων. Η κατανάλωση, ωστόσο, θα συνεχίσει να υποστηρίζεται από τη μείωση της ανεργίας (στο 12,9% τον Οκτώβριο, τη χαμηλότερη των τελευταίων 11 ετών) και την αύξηση της απασχόλησης κατά σχεδόν 200.000 (5% του συνόλου), συγκριτικά με τα επίπεδα πριν από την πανδημία. Οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά 15 δισ. ευρώ (σχεδόν 15% και πάνω από 8% του ΑΕΠ) σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα, επομένως οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών θα πρέπει να παρέχουν ένα απόθεμα ασφαλείας.
Ο Fabio Balboni αναφέρεται και στον Προϋπολογισμό του 2022 που εντάσσει επιπλέον μέτρα τόνωσης ύψους 2,2 δισ. ευρώ (ή 1,2% του ΑΕΠ). Ο κύριος όγκος είναι η (αρχικά προσωρινή) κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3%. Πρόσθετα μέτρα αφορούν επιδοτήσεις για νέους που εισέρχονται στην αγορά εργασίας και η παράταση του χαμηλού ΦΠΑ για τον τουριστικό κλάδο, που έχει πληγεί σοβαρά από την κρίση της πανδημίας. Παράλληλα, με την απορρόφηση των μέτρων στήριξης για την πανδημία, από τα 15,8 δισ. ευρώ το 2021 σε 3,3 δισ. ευρώ το 2022, η HSBC εκτιμά ότι θα υπάρξει συρρίκνωση των ελλειμμάτων στα μεγέθη που αναφέρθηκαν αρχικώς. Ωστόσο, υπάρχουν upside risks σε ότι αφορά τις εκτιμήσεις για το έλλειμμα εξαιτίας της πιθανής ενεργοποίησης των κρατικών εγγυήσεων που σχετίζονται με την πανδημία και την εκκρεμή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την επιστροφή των αναδρομικών από περικοπές στις επικουρικές συντάξεις.
Περνώντας στο σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης, η HSBC αναφέρει πως η κυβέρνηση σκοπεύει να κάνει χρήση του 1,7% του ΑΕΠ από τις επιχορηγήσεις και του 0,9% του ΑΕΠ των δανείων το 2022. Συνολικά, η Ελλάδα θα λάβει 31 δισ. ευρώ από το NGEU έως το 2026, με την κυβέρνηση να εκτιμά ότι θα μπορούσε να καταγραφεί μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 7% έως τότε. Εν τω μεταξύ, το σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων επανέρχεται και πάλι μετά την τροχιά επιβράδυνσης που κατέγραψε εξαιτίας της πανδημίας, τη στιγμή που ο Προϋπολογισμός του 2022 προϋποθέτει έσοδα 2,2 δισ. ευρώ από τις ιδιωτικοποιήσεις (εκ των οποίων 1,5 δισ. ευρώ από την Εγνατία).
Τέλος, η HSBC εστιάζει και στο νέα εξαίρεση που δόθηκε από την ΕΚΤ για την Ελλάδα μέσω των πιο ευέλικτων επανεπενδύσων στις λήξεις του PEPP έως το τέλος του 2024, μετά και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα και το waiver για την τοποθέτηση των ελληνικών τίτλων ως collateral από τις τράπεζες στις πράξεις της ΕΚΤ. Όπως επισημαίνει ο βρετανικός οίκος, παρόλο που εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες αβεβαιότητες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστεί στην πράξη αυτή η ευελιξία, αποτυπώνεται μια ισχυρή δέσμευση των ευρωπαϊκών αρχών να μην εγκαταλείψουν την Ελλάδα κατά τη φάση ανάκαμψης από την κρίση της πανδημίας, κάτι που μπορεί κάλλιστα να είναι αρκετό μέχρι να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.