Υπό άλλες συνθήκες το 2022 θα ήταν η χρονιά επιστροφής της χώρας στην «κανονικότητα», με σημαντικότερο οικονομικό γεγονός την ολοκλήρωση της ενισχυμένης εποπτείας που θα διευκόλυνε ακόμα περισσότερο την αποκλιμάκωση των φόρων και των εισφορών, αλλά και την άνοδο μισθών και εισοδημάτων. Ο νέος χρόνος ξεκίνησε όμως σε συνθήκες νέας έκρηξης της πανδημίας και εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης που επηρεάζουν και την ελληνική οικονομία και την κοινωνία. Έχουν ήδη αφήσει το σημάδι τους τόσο στα κρατικά ταμεία με το πακέτο μέτρων στήριξης των 43+ δισ. ευρώ που θα επεκταθεί εκ νέου τον Ιανουάριο, όσο και στην αγορά και στην κοινωνία, επιβεβαιώνοντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν.
Ο απολογισμός και οι ευκαιρίες
Το 2021 έκλεισε με αρκετά καλά νέα για την ελληνική οικονομία. Η επαναφορά του ΑΕΠ στα επίπεδα του 2019 έγινε ταχύτερα από ότι αναμενόταν (σ.σ. πλέον όλοι συμφωνούν πως ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ κατά 6,9% που επισήμως εγγράφεται στο νέο Προϋπολογισμό είναι υπερβολικά συντηρητικός και πως μία κύμανση ακόμα και της τάξης του 8% δεν μπορεί να αποκλειστεί). Επιπλέον, πριν αρχίσουν οι νέοι περιορισμοί για τη μετάλλαξη «Όμικρον», το κοντέρ των φορολογικών εσόδων έδειχνε υπέρβαση στόχου της τάξης του 1 δισ. ευρώ. Τα εν λόγω στοιχεία, μαζί την άνοδο της απασχόλησης και τα θετικά σημάδια στους δείκτες για την πορεία της αγοράς και το οικονομικό κλίμα, συνιστούν μία «παρακαταθήκη» για τη φετινή χρονιά. Δείχνουν πως το 2021 έκλεισε και με θετικό πρόσημο για την Ελληνική οικονομία.
Όσο για το 2022, κρύβει κινδύνους, αλλά και τουλάχιστον 3 μεγάλες ευκαιρίες. Αν αξιοποιηθούν οι εν λόγω ευκαιρίες, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, θα θωρακισθεί καλύτερα η Ελληνική οικονομία και κοινωνία από τη δίδυμη κρίση, αλλά και θα διευκολυνθεί η μετάβαση σε μία νέα «κανονικότητα»:
1. Δίνεται η ευκαιρία όχι μόνο μέσα από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης των 30,5 δισ. ευρώ, αλλά και από τις επιδοτήσεις των δύο ΕΣΠΑ, της ΚΑΠ, αλλά και από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και από άλλα εργαλεία για ένα ισχυρό επενδυτικό αλλά και μεταρρυθμιστικό boom. Ο στόχος των 11 δισ. ευρώ Δημοσίων Επενδύσεων που τίθεται για το 2022 είναι εξαιρετικά φιλόδοξος, αφού θα πρέπει ουσιαστικά η «παραγωγή» έργων του ελληνικού δημοσίου να υπερδιπλασιαστεί. Αλλά, αν καταστεί εφικτός, θα συνδράμει στην διατήρηση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης. Παράλληλα, το σχέδιο μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης μαζί με το ελληνικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα μπορούν να στηρίξουν όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα αλλά και την επιχειρηματολογία της Ελληνικής πλευράς στη διαδικασία εξόδου από την ενισχυμένη εποπτεία και επιστροφής στην επενδυτική βαθμίδα. Με πρόσφατο παράδειγμα τα εύσημα που έλαβε η χώρα τον νέο Γερμανό ΥΠΟΙΚ. Το 2022 λοιπόν μόνο από το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης υπάρχουν 88 ορόσημα και στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν εκ των οποίων τα πιο πολλά είναι μεταρρυθμίσεις, ενώ επιπλέον πρέπει να λήξουν ομαλά και όλες οι «ουρές» της ενισχυμένης εποπτείας...
2. Η κυβέρνηση επιχειρεί να θωρακίσει το φοροεισπρακτικό μηχανισμό με όπλο και τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, ώστε να διατηρήσει την δυναμική των εσόδων, ενώ παράλληλα βρίσκεται σε εξέλιξη ένα πλέγμα παρεμβάσεων στο πεδίο του «νοικοκυρέματος» των δημοσίων δαπανών που περιλαμβάνει από το νέο τρόπο σύνταξης του Προϋπολογισμού, έως την επισκόπηση δαπανών.
Η προσπάθεια αυτή έχει ειδική σημασία από 2 πλευρές. Στο πεδίο των εσόδων για να μπορέσουν τα κρατικά ταμεία να αντισταθμίσουν την απώλεια φορολογικών και ασφαλιστικών ροών που φέρνει η παράταση των μέτρων στήριξης από την πανδημία, αλλά και για να υπάρξει αντιστάθμισμα στο ενδεχόμενο δυστοκίας στις πληρωμές ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων. Στο πεδίο των δαπανών, ενόψει των συζητήσεων που γίνονται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες οι οποίοι βάζουν στο τραπέζι και το ζήτημα των ορίων στις δαπάνες.
3. Υπάρχει και μία ευκαιρία που συνδέεται καθαρά με την Πανδημία και τη δυναμική που δημιούργησε σε σχέση με την αυτοματοποίηση και με την ψηφιακή ανάπτυξη, τόσο στη λειτουργία του δημοσίου όσο και στον ιδιωτικό τομέα και με κορυφαίο παράδειγμα την τηλεργασία. Ειδικοί κάνουν σαφές το τελευταίο διάστημα ότι αν αυτή η παρακαταθήκη αξιοποιηθεί σωστά, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας και σε ταχύτερη μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο όχι μόνο για το κράτος αλλά και για τον ιδιωτικό τομέα.
Οι κίνδυνοι
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και κίνδυνοι με μεγαλύτερους αυτούς της ενεργειακής κρίσης και της Πανδημίας. Απαιτούν μέτρα στήριξης για πιο μεγάλο χρονικό διάστημα από αυτό που αρχικά είχε υπολογιστεί. Αυτό σημαίνει πως το κράτος έχοντας ήδη θεσπίσει πάνω από 43 δισ. ευρώ μέτρα (ένα πακέτο που ο ESM εκτιμά ως το 3ο πιο υψηλό πανευρωπαϊκά, πρέπει να συνεχίζει να βάζει το χέρι στην «τσέπη» και να στηρίξει τον ιδιωτικό τομέα. Άγνωστο για πόσο ακόμη.
Ωστόσο, η Ελλάδα έχει ίσως το πιο πεπερασμένο όριο δυνατοτήτων λόγω του υψηλού της χρέους. Επιπλέον, οι δυνατότητες κάλυψης του κόστους μέσω επιδοτήσεων (πχ κονδύλια ΕΣΠΑ) έχουν εξαντληθεί προς το παρόν, ενώ τους επόμενους μήνες δεν θα υπάρχει καν ορατότητα για το μέλλον των δημοσιονομικών κανόνων και για τις συνθήκες και τους όρους με τους οποίους θα αποτιμηθεί το χρέος αλλά και τα πρωτογενή πλεονάσματα της «επόμενης ημέρας».
Άρα, εξηγούν οικονομικές πηγές, υπάρχει μία λεπτή ισορροπία την οποία πρέπει να τηρήσει η ελληνική κυβέρνηση. Και τούτο διότι αν τα μέτρα είναι πιο πολλά από ότι «αντέχει» η κρατική μηχανή, τότε αυτό θα επιβαρύνει υπέρμετρα τη δημοσιονομική ελευθερία της επόμενης μέρας, ενώ, αντιθέτως, αν δεν στηριχθεί επαρκώς σε αξία αλλά και σε χρόνο η αγορά και η κοινωνία τότε και οι «ουλές» που θα αφήσει πίσω της η διπλή αυτή κρίση θα είναι πιο μεγάλες (σε όρους βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας), ενώ τα κράτη που θα πάρουν πιο πολλά μέτρα στήριξης θα εξέλθουν με πιο ανταγωνιστικό ιδιωτικό τομέα από την κρίση…