Για τον πληθωρισμό, την ανάπτυξη, τον κατώτατο μισθό, αλλά και για τις πολιτικές λιτότητας που υιοθετήθηκαν εδώ στην Ελλάδα τα χρόνια των Μνημονίων μίλησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξή του στο MEGA.
Για το Ταμείο Ανάκαμψης, ο Κεντρικός Τραπεζίτης ανέφερε ότι «είναι ό,τι πιο σημαντικό συνέβη τα τελευταία χρόνια και είμαι ευτυχής διότι συνέπεσε με τα 20 χρόνια από τη δημιουργία του ευρώ. Είναι ένα σημαντικό βήμα προς τη δημοσιονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης, βέβαια μεγάλη κουβέντα αυτή που λέω, είναι όμως ένα μικρό, αλλά σημαντικό βήμα.
Οι προσδοκίες είναι σημαντικές και μου θυμίζει αυτό το 'ουδέν κακόν αμιγές καλού'. Η πανδημία ήταν αυτή η οποία ώθησε την Ευρώπη και τους θεσμούς της να δημιουργήσουν πολιτικές αμοιβαιότητας και συλλογικής δράσης.
Έχουμε πλέον μια νομισματική πολιτική, η οποία αντέδρασε πολύ σωστά στην πανδημία, και έχουμε και μια δημοσιονομική πολιτική, η οποία αντέδρασε πολύ σωστά στην πανδημία. Φυσικά υπάρχει και η συνεργασία στον επιστημονικό τομέα, στον χώρο της δημόσιας υγείας, αλλά το κομμάτι αυτό του μηχανισμού ανάκαμψης υπάγεται στον χώρο της κοινής δημοσιονομικής πολιτικής και δημιουργεί πολύ θετικές προσδοκίες για το μέλλον, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη συνολικά».
Οι επιπτώσεις του Ταμείου στην Ελλάδα
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι η Κυβέρνηση ανέθεσε στην Τράπεζα της Ελλάδος, με τα οικονομομετρικά υποδείγματα που έχει, να κάνει τον πρώτο υπολογισμό των επιπτώσεων του Ταμείου.
«Η Ελλάδα, ως γνωστόν, με τα περίπου 31 δισεκατομμύρια σε σταθερές τιμές του 2018 που θα εισπράξει από το Ταμείο, είναι ίσως η πρώτη ή η δεύτερη χώρα σε όλη την Ευρώπη - όχι μόνο στην Ευρωζώνη, στην Ευρωζώνη είναι πρώτη - που ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος θα λάβει τα περισσότερα κονδύλια.
Είναι κονδύλια για επενδύσεις, για να μπορέσει η χώρα να κάνει τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία, στην πράσινη οικονομία και να ενισχύσει αυτό που λέμε το τρίγωνο της γνώσης, δηλαδή την έρευνα, την καινοτομία και την παιδεία.
Μέχρι το 2026, το αναπτυξιακό αποτύπωμα του Ταμείου, σύμφωνα με τα δικά μας υποδείγματα, με τα υποδείγματα της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι περίπου 7%. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, αλλά δεν ενισχύει μόνο αυτό. Ενισχύει τις επενδύσεις πάνω από 22%. Ενισχύει επίσης την απασχόληση, διότι υπολογίζουμε ότι θα δημιουργηθούν γύρω στις 200.000 θέσεις εργασίας από τα χρήματα αυτά. Μόνο από αυτό, έτσι; Και τα φορολογικά έσοδα επίσης θα αυξηθούν γύρω στις 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Άρα έχει ένα πολύ σημαντικό αποτύπωμα στην ανάπτυξη, στην απασχόληση και στα δημόσια έσοδα», είπε, προσθέτοντας ότι όλα αυτά έχουν ορίζοντα το 2026.
Σωστή η αντίδραση της Ευρώπης στην πανδημία
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «σε όλη την Ευρώπη, οι χώρες αντέδρασαν στην ξαφνική πανδημία με τρόπο πολύ καλύτερο από ό,τι αντέδρασαν, για παράδειγμα, στην κρίση του 2010 ή και σε άλλες κρίσεις πριν.
Νομίζω ότι ήταν πολύ σωστή η αντίδραση. Είχαμε, όπως είπα πριν, μια κοινή δημοσιονομική πολιτική, μια κοινή νομισματική πολιτική, μια συνεργασία στον επιστημονικό τομέα. Το δημοσιονομικό κομμάτι ήταν απαραίτητο. Η επέκταση για να επιβιώσει ο παραγωγικός ιστός των οικονομιών που υπέστη τη μεγάλη πίεση της πανδημίας.
Όλες οι χώρες τώρα, το ’22 και το ’23 αρχίζουν και πατάνε φρένο, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η Ελλάδα ήταν η χώρα που έδωσε ίσως τα περισσότερα χρήματα - πάντα τηρουμένων των αναλογιών του μεγέθους της, δηλαδή ως ποσοστό του ΑΕΠ - για την πανδημία από ό,τι όλες οι άλλες χώρες στην Ευρωζώνη.
Και, αναλόγως, το φρένο που πατάει το 2022 είναι μεγαλύτερο. Γι' αυτό και το έλλειμμα θα πέσει από περίπου 6,5 ή 7% του ΑΕΠ (το πρωτογενές έλλειμμα εννοώ) σε περίπου 1 με 1,5% του ΑΕΠ φέτος. Άρα η δημοσιονομική συστολή φέτος είναι εξίσου σημαντική με τη δημοσιονομική αύξηση που είχαμε το 2021 ή και το 2020».
Στο ερώτημα εάν η δημοσιονομική συστολή, σε ένα περιβάλλον αυξημένου πληθωρισμού, θα πιέσει τον μέσο πολίτη, ο κ. Στουρνάρας απάντησε:
«Όχι, διότι αντικαθίσταται από τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη που θα έχουμε και το ’22. Το ’21 η ανάπτυξη τελικά θα εκπλήξει, ίσως να πλησιάσει και το 9%. Εδώ, στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι τελευταίες εκτιμήσεις δείχνουν ότι θα είναι γύρω στο 8,5 με 9%. Άρα θα έχουμε μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη το ’21, αλλά και το ’22 τα υποδείγματά μας δείχνουν ότι ένα 4,5 με 5% είναι εφικτό.
Άρα αυτή η ανάπτυξη θα λειτουργήσει ως γέφυρα στη δημοσιονομική συρρίκνωση που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει, για να μην έχουμε προβλήματα βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους».
Πότε θα αποκτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα
Ξεχωριστά ο Γ. Στουρνάρας ανέφερε ότι «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρόκειται να προχωρήσει σε αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, διότι είμαστε σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου στην Ευρώπη από ό,τι είναι η Αμερική ή η Βρετανία, για παράδειγμα. Ακόμη και χτες η κυρία Λαγκάρντ έκανε δηλώσεις και είπε: «μην περιμένετε αύξηση επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας φέτος». Συμφωνώ απολύτως.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Για παράδειγμα, πριν από την πανδημία όλοι φοβόμαστε ότι έχουμε πέσει σε αυτό που λέμε διαρθρωτική ύφεση στην Ευρώπη, με πάρα πολύ χαμηλό πληθωρισμό. Δεν άλλαξαν πάρα πολλά πράγματα. Η πανδημία αύξησε τον πληθωρισμό, διότι δημιούργησε φραγμούς στην παραγωγή. Όταν η πανδημία φύγει - που φεύγει όπως φαίνεται - αυτοί οι φραγμοί θα αρθούν, άρα ο πληθωρισμός θα αρχίσει να μειώνεται από τα μέσα του έτους φέτος.
Επομένως, στην Ευρώπη δεν βλέπουμε για ποιο λόγο να γίνει αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, πέρα βεβαίως από τη σταδιακή άρση των μέτρων, των εκτάκτων μέτρων για την πανδημία. Και, όπως είπατε πολύ σωστά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πήρε μια πολύ θετική απόφαση για την Ελλάδα τον Δεκέμβριο, που σημαίνει ότι θα συνεχίσει να αγοράζει τα ομόλογά της μέσω της επανεπένδυσης μέχρι και το 2024.
Άρα μας δίνεται ένα παράθυρο ευκαιρίας για να αποκτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα. Πρέπει όμως να σπεύσουμε να την αποκτήσουμε, διότι τα οφέλη της ξεπερνούν τα οφέλη που θα έχουμε λόγω ελληνικών ομολόγων και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς θα προσελκυστούν κεφάλαια.
Να σας δώσω ένα παράδειγμα: αυτή τη στιγμή γύρω στα 100 περίπου funds - κεφαλαιακοί οργανισμοί - ασχολούνται με την Ελλάδα. Όταν πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα, θα γίνουν 1.000. Άρα, καταλαβαίνετε ότι θα ανοίξουν νέοι δρόμοι για την προσέλκυση επενδύσεων, τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Εμείς, εδώ στην Τράπεζα της Ελλάδος, δεν αποκλείουμε να γίνει και προς το τέλος του ’22 και σίγουρα το ’23. Αρκεί βέβαια να μην υπάρχουν αρνητικές εκπλήξεις εξωγενείς».
Για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού
Κατά την άποψη του κ. Στουρνάρα ο κατώτατος μισθός «σαφώς πρέπει να αυξηθεί, αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη πάρα πολλοί παράγοντες και είμαι βέβαιος ότι η Κυβέρνηση τους λαμβάνει υπόψη. Όπως ξέρετε, θα υπάρχει μια διαβούλευση. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι ένας από τους οργανισμούς που θα προσφέρει την τεχνογνωσία της. Δεν μπορώ να μιλήσω ακόμη με αριθμούς, διότι είναι πάρα πολύ νωρίς, αλλά μπορώ να σας πω ποιοι είναι οι παράγοντες εκείνοι οι οποίοι πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Σαφώς, η μείωση της αγοραστικής δύναμης είναι ένας παράγων. Μιλάμε για τον κατώτατο μισθό. Με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα αμείβεται περίπου το 27% του εργατικού δυναμικού. Από τη μία μεριά υπάρχει η αποκατάσταση της χαμένης αγοραστικής δύναμης λόγω του πληθωρισμού, από την άλλη μεριά υπάρχει αύξηση της παραγωγικότητας, που ήταν σημαντική το ’21 και θα είναι και το ’22. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου ίσως η πλειοψηφία αυτών των χαμηλόμισθων δουλεύει εκεί.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη η αύξηση των τιμών της ενέργειας, που και αυτές επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και δη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Άρα πρέπει να τα βάλουμε κάτω όλα αυτά και να δούμε τελικά ποια θα είναι η άριστη αύξηση, που θα λαμβάνει υπόψη και τους κοινωνικούς παράγοντες και τους αναπτυξιακούς παράγοντες, αλλά και την ανταγωνιστικότητα».
Ο κ. Στουρνάρας, πάντως, συμφώνησε ότι το αίτημα αύξησης του κατώτατου είναι δίκαιο και βάσιμο.
Μονιμοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης
Σε ερώτηση για το πόσο ρεαλιστική είναι μια μονιμοποίηση ενός μηχανισμού σαν το Ταμείο Ανάκαμψης ο κ. Στουρνάρας σχολίασε:
«Στην Ευρώπη αρχίζει να φυσά ένας διαφορετικός αέρας. Είδα τη νέα γερμανική κυβέρνηση. Τελείως διαφορετικές δηλώσεις και κλίμα από την κυβέρνηση που είχαμε εμείς απέναντί μας κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, της δύσκολης εκείνης περιόδου, κατά την οποία εγώ ήμουν υπουργός Οικονομικών.
Τα πράγματα φαίνονται αρκετά πιο ρεαλιστικά σήμερα, αρκετά πιο φιλικά προς τον ευρωπαϊκό Νότο. Δεν είναι μόνο οι εκλογές που έφεραν νέες κυβερνήσεις, αλλά και η πανδημία. Νομίζω ότι αυτό που είπα πριν, «ουδέν κακόν αμιγές καλού», έχει διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο.
Ως προς την ερώτησή σας. Ναι, θεωρώ ότι ένα τέτοιο Ταμείο πρέπει να γίνει μόνιμο στην Ευρώπη, να είναι ένας κεντρικός μηχανισμός επενδυτικός, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη τη συνοχή, εξωτερικούς κλυδωνισμούς στις χώρες, όπως αυτό το μεγάλο κλυδωνισμό που είχαμε στην πανδημία. Επίσης, το Ταμείο είναι η μία πλευρά, η άλλη πλευρά είναι η χρηματοδότησή του.
Τον Ιούνιο του ’21, η Ευρώπη δανείστηκε τα πρώτα ποσά. Το σύνολο θα είναι περίπου 750 δισεκατομμύρια σε σταθερές τιμές 2018. Άρα μπορούμε να μιλάμε και για ένα κοινό ευρωπαϊκό ομόλογο, το οποίο θα χρηματοδοτήσει αυτό το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ευχής έργο είναι να είναι μόνιμο. Είμαι από τους πρώτους νομίζω που επιχειρηματολόγησα ότι αυτό θα πρέπει να γίνει ένας μόνιμος μηχανισμός».
«Τα παθήματα πρέπει να γίνονται μαθήματα»
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ένα μάθημα που έχουμε όλοι μας πάρει είναι ότι δεν πρέπει να ακολουθούνται αυτό που λέμε φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές. Τι σημαίνει αυτό; Όταν έχεις ύφεση, δεν μπορείς να ζητάς από αυτόν που έχει ύφεση να παίρνει μέτρα λιτότητας.
Στην Ελλάδα αυτό συνέβαινε, διότι «είχαμε το παράδειγμα, παίρναμε μέτρα όπου βελτιώναμε το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά η λιτότητα η οποία επιβλήθηκε, δημιούργησε μεγαλύτερη ύφεση. Χάναμε έσοδα και ό,τι κερδίζαμε δημοσιονομικά από το πρωτογενές αποτέλεσμα, το χάναμε από την απώλεια εσόδων. Άρα αυτό δεν πρέπει να ξαναγίνει.
Δηλαδή, θα μου επιτρέψετε να μιλήσω λίγο τεχνικά, δεν πρέπει ό,τι κερδίζουμε από το πρωτογενές αποτέλεσμα να το χάνουμε από το λεγόμενο φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Και ποιο είναι το φαινόμενο της χιονοστιβάδας; Είναι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που δανείζεται το δημόσιο και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.
Πρέπει πάση θυσία να προσπαθούμε ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης να είναι υψηλότερος από το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται το ελληνικό δημόσιο. Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό μάθημα που πήραμε τότε και προσπαθούμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι αυτή η αρχή πρέπει να ενσωματωθεί στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, δηλαδή να έχει την ευελιξία να μην ακολουθούνται φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Να πούμε όμως και την άλλη πλευρά για να είμαι δίκαιος…
Στη γνωμοδότηση που ζητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα νομίζω ότι αυτό πέρασε.
Για να είμαι όμως δίκαιος και για να μιλάμε συμμετρικά, όπως φιλοκυκλικές πολιτικές δεν πρέπει να ακολουθούνται στη διάρκεια της ύφεσης, δεν πρέπει όμως να ακολουθούνται και στη διάρκεια της άνθησης. Δηλαδή, μια χώρα που έχει υψηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να παίρνει δημοσιονομικά μέτρα μείωσης του ελλείμματός της και όχι αύξησης».