Παρά το γεγονός ότι στις αγορές καθημερινά πυκνώνουν οι αναλύσεις που προδικάζουν την αύξηση του κόστους χρήματος με σημείο εκκίνησης τον Μάρτιο από τις ΗΠΑ, εν τούτοις οι εκτιμήσεις αυτές δεν αγνοούν την αβεβαιότητα που εξακολουθεί να διαπερνά τις ανακοινώσεις των Κεντρικών Τραπεζών μαζί και της Fed. Ένα από τα σημεία που η πλειονότητα των οικονομικών αναλυτών των διεθνών επενδυτικών τραπεζών επισημαίνει είναι η επιμονή τόσο του Πάουελ όσο και των άλλων κεντρικών τραπεζιτών να διατηρούν επιφυλάξεις για τις εξελίξεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όσο αφορά τόσο την πορεία της οικονομίας όσο και του πληθωρισμού, παρά την διαρκή ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων.
Παρ' όλα αυτά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε πρόσφατη ανάλυσή του, ο αναλυτής της Deutsche Bank, Φράνσις Γιάρεντ «οι κύριοι παράγοντες που έχουν δημιουργήσει ιστορικά μια αλλαγή "καθεστώτος" στον πληθωρισμό βρίσκονται σε ισχύ και σήμερα...». Όπως σημειώνει, ιστορικά μία μεγάλης κλίμακας αλλαγή στο καθεστώς πληθωρισμού, όπως συμβαίνει τώρα σε σχέση με τα προηγούμενα 40 χρόνια, έχει τροφοδοτηθεί από: την δημοσιονομική πολιτική (επί Τζόνσον στα μέσα της δεκαετίας του '60), την νομισματική πολιτική (όπως με τον Πώλ Βόλκερ στα τέλη της δεκαετίας του 70'), τους μεγάλους κλυδωνισμούς από την πετρελαϊκή κρίση (κυρίως στην δεκαετία του '70), την παγκοσμιοποίηση τόσο στις αγορές προϊόντων όσο και της εργασίας (τέλη δεκαετίας 90), αλλά και τις μεγάλες προόδους στην τεχνολογία (τέλη δεκαετίας '90).
Όλοι αυτοί οι λόγοι συνδέονται με μία δυναμική ισχυρής αύξησης πληθωριστικών αλλά και αποπληθωριστικών πιέσεων. Για παράδειγμα οι τρεις πρώτοι παράγοντες προκάλεσαν και τροφοδότησαν τεράστιες πληθωριστικές αναταράξεις, ενώ η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία λειτούργησαν αποπληθωριστικά, συμπιέζοντας με πολύ ισχυρή δυναμική για 40 περίπου χρόνια τις τιμές.
Σήμερα όπως επισημαίνει ο αναλυτής της Deutsche Bank έχουμε και πάλι την παρουσία αυτών των παραγόντων, με κάποιους από αυτούς να λειτουργούν ανάποδα. Για πάνω από μία δεκαετία, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers είχαμε μια χωρίς προηγούμενο επεκτατική νομισματική πολιτική η οποία διοχέτευσε πάνω από 20 τρισ. δολάρια στις οικονομίες, ενώ εξαιτίας της πανδημίας είχαμε μια άνευ προηγουμένου χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής. Ο συνδυασμός των δύο αυτών που σε κάποια στιγμή έμοιαζε με μοίρασμα χρημάτων... από το ελικόπτερο προκάλεσε και συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να δημιουργεί πληθωρισμό.
Ταυτόχρονα η κλιματική αλλαγή και οι αποφάσεις για την πράσινη ενεργειακή μετάβαση έχει προκαλέσει ένα μεγάλο σοκ αύξησης του κόστους τόσο στην παραγωγή όσο και στην καθημερινή ζωή. Και αναμφίβολα θα απαιτήσει σημαντική δημοσιονομική στήριξη μεγάλο μέρος της οποίας θα πρέπει να στηρίξει τα νοικοκυριά. Η επιδείνωση της κατάστασης αυτής από τις γεωπολιτικές συγκρούσεις ιδιαίτερα στην Ουκρανία, όπως επισημαίνει ο Φράνσις Γιάρεντ, «είναι ένας ούριος άνεμος για τον πληθωρισμό...».
Επιπλέον η παγκοσμιοποίηση που για χρόνια λειτουργούσε αποπληθωριστικά και της οποίας σύμφωνα με τον αναλυτή της Deutsche Bank “η κορύφωση είναι πιθανώς πίσω μας” έχει περάσει σε μία φάση που οι δασμολογικοί πόλεμοι, οι περιορισμοί στη μετανάστευση και ειδικά ο Covid έχουν αντιστρέψει τις επιπτώσεις και λειτουργεί πλέον προς την κατεύθυνση της επιδείνωσης των πληθωριστικών πιέσεων με μεγάλες αναταραχές και ανισορροπία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης.
Το τεχνολογικό σοκ, όμως είναι η μόνη εναπομείνασα αντιπληθωριστική δύναμη και τέτοια θα παραμείνει, όπως υποστηρίζει στην ανάλυσή του.
Συνολικά μπορεί να δει κανείς ότι από όλους τους ιστορικούς παράγοντες μιας «αλλαγής καθεστώτος» στον πληθωρισμό, ήτοι την δημοσιονομική πολιτική, τη νομισματική πολιτική, το σοκ της προσφοράς στις τιμές του πετρελαίου, την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογία, όλοι τους εκτός από τον τελευταίο υποστηρίζουν τον διαρθρωτικά υψηλότερο πληθωρισμό. «Κάναμε αυτή την αξιολόγηση στις αρχές του περασμένου έτους” σημειώνει ο αναλυτής της DB, «και έκτοτε επιβεβαιώθηκε από τα στοιχεία...».