Αλλαγή πλεύσης στο «καράβι» της Ευρωζώνης σήμανε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, όπως ήταν αναμενόμενο, νιώθοντας την πίεση του πιο επίμονα υψηλού πληθωρισμού μέσα από τη «σφαίρα» της (υπέρ)αισιοδοξίας της, αλλά και των «επιθετικότερων» χειρισμών της Fed και της Bank of England.
Οι όποιες εύθραυστες ισορροπίες διατηρήθηκαν εντός του «στρατηγείου» της Φρανκφούρτης τον Δεκέμβριο, φαίνεται πως αποτελούν παρελθόν μετά τη χθεσινή συνεδρίαση της ΕΚΤ, με τα «γεράκια» να επικρατούν στη βάση του πληθωρισμού, βάζοντας «πλώρη» για μια πιο εμπροσθοβαρή αύξηση των επιτοκίων. Παράλληλα, η «ομόφωνη» ανησυχία σχετικά με την πορεία του πληθωρισμού και η αλλαγή ρητορικής της Λαγκάρντ (θα αποτυπωθεί στις αγορές) υποδηλώνει πως τα «περιστέρια» αρχίζουν να υποχωρούν και να χάνουν έδαφος χωρίς να ασκούν περαιτέρω πιέσεις, καθώς έδειξαν να υποτιμούν ζητήματα όπως η διατήρηση των πιέσεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες εξαιτίας της «Όμικρον» και των πιο επίμονων χαρακτηριστικών που λαμβάνει η ενεργειακή κρίση ειδικά στη βάση της γεωπολιτικής σκακιέρας (καθυστέρηση της έγκρισης λειτουργίας του Nord Stream 2 ή ακόμη επ' αόριστον «πάγωμα», σε ένα αρνητικό σενάριο, όπου υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση Ρωσία).
Υπό αυτό το πρίσμα, η Bank of America άλλαξε άμεσα και ριζικά τη θέση της, αναμένοντας πλέον δύο αυξήσεις στα επιτόκια διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2022, κατά 25 μ.β έκαστη, ενώ η δεύτερη θα συνοδεύεται και από μια μετατόπιση του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης κατά 25 μ.β. Μια αύξηση τον Σεπτέμβριο συνεπάγεται ένα πολύ συμπιεσμένο χρονοδιάγραμμα για το tapering, με τη BofA να αναμένει (i) την ανακοίνωση της επιτάχυνσης του tapering στη συνεδρίαση του Μαρτίου και (ii) την αύξηση του APP στα 40 δισ. ευρώ τον Απρίλιο και εν συνεχεία την υποχώρησή του κατά 10 δισ. ευρώ μηνιαίως ώστε να ολοκληρωθεί τον Ιούλιο.
Η αλλαγή της BofA οφείλεται σε τρεις λόγους:
(i) Στο μέγεθος των κινήσεων και τον ρυθμό στο κοντινό άκρο των καμπυλών αποδόσεων που ήταν απροσδόκητες. Το τρέχον pricing μπορεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση στην ΕΚΤ ότι η πρώτη αύξηση των επιτοκίων θα συνοδεύεται με ένα «μικρό κόστος».
(ii) Η έκπληξη αναφορικά με τον πληθωρισμό του Ιανουαρίου αλλάζει τη μηχανική της τροχιάς των εκτιμήσεων του 2022. Η εκτίμηση των αναλυτών για τον συνολικό πληθωρισμό κινείται στο 4,4% (από 3% προηγουμένως) με τον δομικό στο 2,2% (έναντι 1,6% προηγουμένως). Η υποχώρηση κάτω από τον στόχο πάει προς τις αρχές του 2023, με τον συνολικό πληθωρισμό στο 1,5% (αμετάβλητο) και τον δομικό στο 1,7% (+10 μ.β) στη νέα γραμμή εκτιμήσεών τους. (iii) Τα «γεράκια» δεν έχουν μόνο θετικούς «καταλύτες», αλλά έναν ολόκληρο δρόμο μπροστά τους για να κινηθούν, όπως σχολιάζει η ομάδα της BofA.
Παράλληλα, το trade της ΕΚΤ, κινείται μεταξύ α) των πιο εμπροσθοβαρών αυξήσεων προτού βρεθούν σε μια ιδιαίτερα καλή θέση τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας και «εξόδου» από την οικονομία πολύ πριν επιτευχθούν «ουδέτερα» επιτόκια, ή β) υπομονή και μια πολύ αργή κίνηση, συγκλίνοντας σταδιακά σε ουδέτερα επίπεδα καθώς η οικονομία ανακάμπτει. Η ΕΚΤ φαίνεται να κλίνει προς το πρώτο σενάριο με τις αγορές να δείχνουν να συμφωνούν προς αυτή τη γραμμή, καθώς το υψηλότερο και νωρίτερο pricing στα επιτόκια συνοδεύτηκε πρόσφατα από ένα συγκρατημένο pricing για τον πληθωρισμό της πενταετίας σε πέντε χρόνια από σήμερα (5y5y).
Ωστόσο πέρα από τη θέση και την οπτική που διατηρεί ο αμερικανικός οίκος, το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στο ενεργειακό σκέλος και στις διαστάσεις που μπορεί να λάβει ειδικά υπό το πρίσμα της κλιμακούμενης έντασης μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας, Δύσης. Ευρύτερα οι συνθήκες δείχνουν να δυσκολεύουν στο οικονομικό γίγνεσθαι προκαλώντας «αλυσιδωτές» αντιδράσεις, καθώς με τον πληθωρισμό να αναμένεται ιδιαίτερα υψηλός για το 2022 (με τις εκτιμήσεις της BofA στο 4,4%) η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος θα είναι αρνητική (πιθανή επιβάρυνση στο σκέλος της ζήτησης), ενώ οι κρατικές παρεμβάσεις με τη σειρά τους για τη θωράκιση των καταναλωτών και των εταιρειών, θα «ψηλώσουν» τα ελλείμματα, με τη χρηματοδότησής τους να καθίστανται πιο δύσκολη, καθώς η ΕΚΤ περιορίζει την παρουσία της στις αγορές.
Οι τελευταίες μάλιστα δεν έχουν δοκιμάσει ακόμη τις αντοχές της «σιδηράς κυρίας» της Φρανκφούρτης, με φόντο και τις επανεπενδύσεις στις λήξεις του PEPP....