Οι χώρες της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν σαφή απειλή ύφεσης σε συνθήκες υψηλών πληθωριστικών πιέσεων, σε ένα περιβάλλον όπου μαίνονται τόσο οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία όσο και οι συνέπειες από τις οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία.
Το εκρηκτικό αυτό μείγμα, γνωστό στην Ευρώπη και από την σχετικά... πρόσφατη εμπειρία της δεκαετίας του 70', βρίσκεται στο κέντρο της συζήτησης των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης και της ΕΚΤ.
Τα στοιχεία πλέον είναι σαφή και έχουν επιβεβαιωθεί από τις αρμόδιες Γενικές Διευθύνσεις τόσο της ΕΚΤ όσο και της Κομισιόν.
Εκείνο που δεν είναι σαφές και αναμένεται να προκαλέσει κάποιες «χαμηλών τόνων» προς το παρόν τριβές σήμερα στο Eurogroup, είναι οι «εξηγήσεις» από πλευράς ΕΚΤ όσο αφορά τις πρόσφατες αποφάσεις της για επίσπευση της απόσυρσης της νομισματικής χαλάρωσης εν μέσω αυτής της διπλής κρίσης στο επίπεδο της οικονομίας.
H «κίνηση» της ΕΚΤ είναι σε απολύτως αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που ακολούθησε τόσο στην κρίση του χρέους το 2012, όσο και το 2020, με το ξέσπασμα της πανδημίας.
Σε όλα τα επίπεδα οι κίνδυνοι αναθεωρούνται σε αρνητική κατεύθυνση, αλλά η ΕΚΤ φαίνεται να επιμένει στην στην θέση της, παρά το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό επιτείνει τις πιέσεις στην δύσκολη οικονομική πραγματικότητα της Ευρωζώνης.
Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση της Deutsche Bank, η οποία μέσω του αναλυτή της Stefan Schneider, στην Handelsblatt, υποστηρίζει ότι οι τρέχουσες και μελλοντικές τιμές της ενέργειας διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για να οδηγηθεί η Ευρώπη σε ύφεση: οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη αναθεωρούνται προς τα κάτω. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Και επισιτιστική κρίση στον ορίζοντα
Το πρόβλημα όμως για την Ευρώπη φαίνεται ότι αποκτά σοβαρές επισιτιστικές διαστάσεις, για τις οποίες σήμερα θα ενημερωθούν και οι ΥΠΟΙΚ στο Eurogroup.
Ενδεικτική της σοβαρότητας του προβλήματος είναι τοποθέτηση του Πάολο Ντε Κάστρο Αντιπροέδρου της Επιτροπής Γεωργίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Με δημόσιες δηλώσεις του υποστηρίζει ότι «Σήμερα η Ευρώπη εξαρτάται κατά 90% από τις ξένες χώρες για ορισμένα προϊόντα, όπως πχ για τη σόγια, όπου είμαστε απόλυτα συνδεδεμένοι με τις εισαγωγές. Για λόγους ασφαλείας, η ΕΕ πρέπει να έχει ποσοστώσεις εφοδιασμού μικρότερες από 60-80% τοις εκατό».
Όσον αφορά το θέμα του εφοδιασμού λιπασμάτων από την Ρωσία σημείωσε ότι «βρισκόμαστε σε ένα ρωσικό οιονεί μονοπώλιο νιτρικών αλάτων και καλίου: τώρα όλα έχουν μπλοκαριστεί τόσο από τη βούληση της Μόσχας όσο και λόγω της δραματικής υλικοτεχνικής κατάστασης του λιμανιού της Οδησσού όπου γίνεται η διαλογή κεντρικού κόμβου. Δυστυχώς, η εύρεση εναλλακτικών πηγών είναι περίπλοκη. Και η ανταγωνιστική γεωργία χωρίς λιπάσματα είναι αδύνατη».
Η Ευρώπη έχει σημαντική εξάρτηση από το καλαμπόκι για την κτηνοτροφία, το σιτάρι, αλλά κυρίως από το ηλιέλαιο, ένα θεμελιώδες προϊόν για τη βιομηχανία τροφίμων, το οποίο με τα χρόνια έχει αντικαταστήσει το φοινικέλαιο. Η Ευρώπη όπως εξήγησε εξαρτάται κατά 75% από την Ουκρανία...»
Τι να κάνουμε
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής Γεωργίας για να αυξηθεί η ευρωπαϊκή παραγωγή χρειάζεται αφ' ενός να λυθεί το πρόβλημα της επάρκειας λιπασμάτων και αφετέρου να καταργηθεί έστω προσωρινά τα όρια που ισχύουν σήμερα με την υποχρεωτική επιφάνεια ανάπαυσης της λεγόμενης Efa (περιοχές οικολογικής εστίασης), όπως επίσης και «να ανασταλούν οι περιορισμοί στη μη αύξηση των αρδευόμενων επιφανειών... Έτσι, θα μπορούσαμε να σπείρουμε καλοκαιρινό καλαμπόκι τον Απρίλιο και να έχουμε τις πρώτες σοδειές τον Σεπτέμβριο...».
Και μόνο από τις «λύσεις» που αναφέρονται από τον Αντιπροέδρου της Επιτροπής Γεωργίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, γίνεται σαφής η σφοδρότητα της επισιτιστικής κρίσης με την οποία είναι αντιμέτωπη η Ευρώπη, γεγονός που δεν μπορεί να παρακαμφθεί από το Eurogroup και τις πολιτικές που θα πρέπει να υιοθετηθούν από τις χώρες μέλη για να αντιμετωπιστεί, μέσα σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού και ύφεσης.
Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι η εκτίμηση της Κομισιόν ποσοτικοποιεί τα μέτρα αυτά και τα τιμολογεί σε ενα πακέτο της τάξης του 1,5 – 2 τρισ. Ευρώ, το οποίο δεν μπορεί να προέλθει από τις χώρες μέλη, όπως υποστήριξε από τις Βερσαλλίες ο Μάριο Ντράγκι, καλώντας τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ε.Ε. να αποφασίσουν την ευρωπαϊκή χρηματοδότησή του.