Ο νέος ελληνικός πολυετής Προϋπολογισμός πρέπει έως το τέλος του μήνα να κατατεθεί στις Βρυξέλλες ως «πρόγραμμα σταθερότητας» με βάση τη σχετική υποχρέωση που έχουν όλα τα κράτη της ΕΕ. Θα πρέπει να παρουσιάζει αναλυτικά τα μέτρα που θα ληφθούν σε βάθος τριετίας αλλά και στόχους έως και για το 2026.
Συντάσσεται σε συνθήκες μεγάλης ασάφειας για το μέλλον της ενεργειακής κρίσης, τη στάση που θα τηρήσει η ΕΕ αναφορικά με τη λήψη πρωτοβουλιών για την κάλυψη του ενεργειακού κόστους αλλά και για τη δημοσιονομική ευελιξία σε μέτρα στήριξης. Ουσιαστικά στο νέο αυτό κείμενο καταγράφονται οι προθέσεις στων κρατών ενόψει της συζήτησης που θα ανοίξει το επόμενο διάστημα και για τη δημοσιονομική πορεία της ΕΕ αλλά και για το πώς θα αντιμετωπισθεί η ενεργειακή κρίση.
Υπό αυτά τα δεδομένα, το ελληνικό σχέδιο στις βασικές του αρχές έχει εδώ και καιρό συμφωνηθεί από το ΥΠΟΙΚ και τις κοινοτικές υπηρεσίες, αν και μένει να φανεί αν θα υπάρξουν πρόσθετες παρεμβάσεις που θα μπορέσουν να ενταχθούν με βάση τα στοιχεία για χαμηλότερο έλλειμμα και χρέος που επικυρώθηκαν από την Eurostat στην προηγούμενη εβδομάδα. Θα ενσωματώσει τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό που ενέκρινε προ ημερών η Βουλή και δίδει επιπλέον περιθώριο παρεμβάσεων για μέτρα στήριξης της τάξης των 1,2 δισ. ευρώ. Επίσης το σχέδιο θα περιλαμβάνει (ως είθισται) σενάρια ευαισθησίας με εναλλακτικές προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας και των δημοσιονομικών προοπτικών.
Η γερμανική θέση
Μία πρώτη «εικόνα» της θέσης της Ευρώπης, φάνηκε στο γερμανικό κείμενο του Προγράμματος Σταθερότητας που έχει ήδη κατατεθεί στις Βρυξέλλες και περιλαμβάνει μεν περαιτέρω μέτρα στήριξης αλλά με… μέτρο. Γίνεται κατ επανάληψη αναφορά στις προθέσεις επιστροφής από 2023 σε δημοσιονομική ισορροπία με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημοσίων Οικονομικών. Αναφέρεται στην ανάγκη για στοχευμένα μέτρα στήριξης αλλά και για τόνωση των δημοσίων επενδύσεων και των αμυντικών δαπανών. Αλλά και σε προσπάθεια αντιστάθμισης μέσω εξοικονόμησης πόρων από άλλες πηγές όπως μέσω επισκόπησης δαπανών. Προτείνει την απλούστευση των δημοσιονομικών κανόνων, ενώ υπάρχει έλλειψη αναφοράς στη παράταση της ρήτρας διαφυγής για το 2023 για την οποία θα πρέπει η Επιτροπή να τοποθετηθεί τον Μάιο.
Τα μέτρα στήριξης της Αθήνας
Στο ελληνικό «μέτωπο» το ΥΠΟΙΚ θέτει για το 2023 ως στόχο την επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 1% του ΑΕΠ. Και για φέτος προχωρά σε μικρή μόνο διεύρυνση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 2% του ΑΕΠ. Το τελικό περιθώριο για παροχές θα κριθεί και από την εισπραξιμότητα των φόρων, αλλά και για την «ώθηση» που θα δώσουν και η ανάπτυξη (με βασικό μοχλό το Ταμείο Ανάκαμψης), αλλά και ο πληθωρισμός που προκαλεί προφανείς παρενέργειες αλλά συνδράμει και στην πρόσκαιρη βελτίωση της δημοσιονομικής εικόνας (σ.σ. οι πρώτες μετρήσεις για τον πληθωρισμό του Απριλίου θα δοθούν την Παρασκευή στη δημοσιότητα). Για παράδειγμα, το ΥΠΟΙΚ εκτιμά πως (λόγω πληθωρισμού και ανάπτυξης) το χρέος θα μειωθεί κατά 10 μονάδες ως αναλογία του ονομαστικού ΑΕΠ φέτος και σε εύρος 5ετίας θα πέσει κάτω από το 150% του ΑΕΠ, διασφαλίζοντας την «εικόνα» βιωσιμότητας στον προϋπολογισμό.
Στο επίκεντρο των νέων μέτρων στήριξης είναι προφανώς οι αποφάσεις για το ενεργειακό πακέτο που θα κρίνουν και τα περιθώρια που υπάρχουν για άλλες κινήσεις. Επιπλέον, μετά την ανακοίνωση της ανόδου του κατώτατου μισθού συνολικά κατά 9,7%, αλλά και την επιβεβαίωση ότι θα μειωθούν εκ νέου κατά 0,5% οι ασφαλιστικές εισφορές από τα μέσα του έτους, η κυβέρνηση εξετάζει τις προτάσεις που κατατέθηκαν τις προηγούμενες ημέρες και έχουν κοστολογηθεί προκειμένου να αποφασισθεί τι «χωράει» τελικά στο νέο πακέτο. Στις προτάσεις περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η διεύρυνση του πακέτου στήριξης στα καύσιμα, η αύξηση της περιμέτρου των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων, μία νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η μείωση πολύ λίγων συντελεστών ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα και η παράταση του ισχύοντος καθεστώτος του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στο πακέτο τουρισμού και μεταφορών (250 εκατ ευρώ κόστος).
Για το 2023 στόχος είναι η διατήρηση των χαμηλών ασφαλιστικών εισφορών και η κατάργηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης και στο δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους που έχει κόστος 2,1 δισ. ευρώ. Επιπλέον, Προωθείται η φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών ενέργειας.