Τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε η Τράπεζα της Ελλάδας στην ένταξη στην Ευρωζώνη, στην ομαλή μετάβαση στο νέο νόμισμα, αλλά και κατά της διάρκεια της κρίσης χρέους που ταλάνισε την ελληνική οικονομία, εξασφαλίζοντας πως η χώρα θα παρέμενε στο ευρώ, επεσήμανε ο επικεφαλής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο Συνέδριο του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου (Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου), σε ομιλία με τίτλο: «Η Τράπεζα της Ελλάδος ως θεσμός και ως πυλώνας νομισματικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας: Μια ιστορική αναδρομή».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, υπογράμμισε πως ασκείται «άδικη κριτική» στην Fed για καθυστερημένη αύξηση των επιτοκίων, καθώς παραβλέπει τα μειωμένα περιθώρια αντίδρασης των κεντρικών τραπεζών στην αποσόβηση κλυδωνισμών από την πλευρά της προσφοράς, όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, και υποτιμά τον κίνδυνο από μια απότομη μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής.
Επιπλέον, αναφορικά με τις τεχνολογίες που αναδύονται στις αγορές και στον χρηματοοικονομικό τομέα, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε πως η δημιουργία ψηφιακού νομίσματος από τις Κεντρικές Τράπεζες (CBDC) είναι η νέα πρόκληση και η απάντηση στα ασταθή και επικίνδυνα για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα κρυπτονομίσματα του ιδιωτικού τομέα, μαζί βεβαίως με την αποτελεσματική εποπτεία του οικοσυστήματος των κρυπτονομισμάτων.
Ολόκληρη η ομιλία του διοικητή της ΤτΕ:
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για εμένα να βρίσκομαι σήμερα προσκεκλημένος στο επετειακό συνέδριο ενός ιδρύματος με πολυετή ιστορία στην επιστημονική μελέτη των θεσμών, την προαγωγή της ευρωπαϊκής ενοποίησης και την ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας. Πολύ περισσότερο, ως εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος, ενός θεσμού με διαχρονικά ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο προσανατολισμός αυτός εκφράζεται μέσω της συμμετοχής της Τράπεζας της Ελλάδος στο Ευρωσύστημα.
Η πρόσφατη ιστορία ανέδειξε τη σημασία αυτού του ευρωπαϊκού προσανατολισμού, με τον ρόλο που διαδραμάτισε η Τράπεζα στην ένταξη της χώρας στην ζώνη του ευρώ, στην ομαλή μετάβαση στο νέο νόμισμα αλλά και στη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης χρέους όπου λειτούργησε ως άγκυρα πρόσδεσης στο ευρώ. Ωστόσο, αξίζει να θυμηθούμε ότι η εξωστρέφεια της Τράπεζας είναι διαχρονική, δεν προέκυψε δηλαδή μόνο μέσα από τη συμμετοχή στο ευρώ. Προϋπήρχε ήδη από την ίδρυσή της, το 1927, που κυρώθηκε με διεθνή συνθήκη. Επίσης διαφαίνεται στη συμμετοχή και τη συνεργασία της με διεθνείς οργανισμούς από την εποχή του μεσοπολέμου, τη Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών, την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, αλλά και μεταπολεμικά με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τον ΟΕΟΣ (πριν ακόμα γίνει o σημερινός ΟΟΣΑ) αλλά και δεκάδες άλλους φορείς. Ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την Τράπεζα της Ελλάδος σε σχέση με άλλους θεσμούς στη χώρα είναι ότι – από το ιδρυτικό καταστατικό της και από τη φύση της – λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος της οικονομίας με το εξωτερικό, ως αγωγός μέσα από τον οποίο ανταλλάσσονται όχι μόνο πόροι, αλλά και πληροφορίες, τεχνογνωσία και ανθρώπινο δυναμικό.
Σύνδεση με το εξωτερικό υπήρξε από την πρώτη στιγμή της ζωής του ιδρύματος. Λίγοι ίσως θυμούνται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε το 1928 ως αποτέλεσμα συμφωνίας με την Κοινωνία των Εθνών, και είχε ως απώτερο στόχο την αποκατάσταση των προσφύγων και τη στήριξη στην υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομών. Η Τράπεζα ιδρύθηκε ύστερα από σχετική υπόδειξη ξένων εμπειρογνωμόνων, που επισκέφτηκαν την Αθήνα το καλοκαίρι του 1927 και έκριναν ότι ένα ανεξάρτητο τραπεζικό ίδρυμα θα μπορούσε να αντισταθεί στις πιέσεις του δημοσίου για δανεισμό, και ταυτόχρονα να στηρίξει τις εμπορικές τράπεζες χωρίς να τις ανταγωνίζεται. Όταν η Εθνική Τράπεζα, που ασκούσε το εκδοτικό προνόμιο έως τότε, αρνήθηκε να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, γεννήθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος. Κατά τα πρότυπα της εποχής, μάλιστα, συγκροτήθηκε ως ανώνυμη εταιρεία, της οποίας οι μετοχές ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο, ώστε να τονίζεται με ακόμα έναν τρόπο η ανεξαρτησία της από το κράτος. Λίγο αργότερα, η χώρα εξασφάλισε ένα νέο εξωτερικό δάνειο, ή – όπως θα λέγαμε πλέον σήμερα – «επέστρεψε στις αγορές». Χάρη σε αυτή την «αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας» (αν μου επιτραπεί άλλος ένας αναχρονισμός), ο νικητής των εκλογών του 1928, Ελευθέριος Βενιζέλος, μπόρεσε να υλοποιήσει σε μεγάλο βαθμό την υπόσχεσή του να «αλλάξει το πρόσωπο της χώρας», εκτελώντας ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και τεχνικών έργων.
Επέλεξα να ξεκινήσω με την ίδρυση της Τράπεζας, γιατί θεωρώ ότι φωτίζει εξαρχής τον ρόλο των θεσμών, που αποτελεί ένα από τα κεντρικά θέματα του συνεδρίου. Εδώ και αρκετά χρόνια, διάφοροι μελετητές έχουν στρέψει την προσοχή τους στην οικονομική σημασία των θεσμών. Ονόματα όπως αυτά των Acemoglou, North, Williamson, είναι ιδιαίτερα γνωστά, τουλάχιστον στους οικονομολόγους, που συχνά αναζητούν εκείνη τη θεσμική παρέμβαση-κλειδί που ανοίγει τον δρόμο μιας χώρας για την ανάπτυξη. Οι ιστορικοί, από την πλευρά τους, είναι πιο καχύποπτοι απέναντι στην υπόσχεση μιας θεσμικής πανάκειας. Με αφορμή την ίδρυση της Τράπεζας λοιπόν, θα μου επιτρέψετε τρεις συναφείς παρατηρήσεις, που ελπίζω να φανούν χρήσιμες στη συζήτηση:
Πρώτον, οι θεσμοί αποτελούν προϊόντα συγκεκριμένων συγκυριών, αντιλήψεων, πολιτικών και οικονομικών συμμαχιών και συγκρούσεων. Σας περιέγραψα μόλις τη συγκυρία και τις αντιλήψεις που οδήγησαν στη δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδος. Ωστόσο, ο νέος θεσμός δεν έγινε πανηγυρικά δεκτός. Κάθε άλλο. Οι εμπορικές τράπεζες τον υποδέχτηκαν με εχθρότητα, η αντιπολίτευση τον αντιμετώπισε με καχυποψία. Μία κυβέρνηση έπεσε, και δύο ακόμη ανασχηματίστηκαν μέχρι η «τραπεζική μεταρρύθμιση», όπως λεγόταν, να εγκριθεί από το κοινοβούλιο. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να γίνει αποδεκτή η ίδρυση, πόσο μάλλον η χρησιμότητα, του νεοσύστατου θεσμού.
Κατά τη διάρκεια της μακράς της ιστορίας, η Τράπεζα της Ελλάδος έγινε στόχος, σε αρκετές περιπτώσεις, συμφερόντων που επιθυμούσαν την αποδυνάμωση του θεσμικού της ρόλου, προς όφελος πολιτικών που αντίκεινται στις βασικές αρχές του Καταστατικού της. Αφενός, διότι λειτουργώντας ως το θεσμικό βαρόμετρο της οικονομίας συχνά βρισκόταν στο μέσο της διελκυστίνδας των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Αφετέρου, διότι συμβάλλοντας εκ του ρόλου της στη διερεύνηση σημαντικών υποθέσεων κακοδιαχείρισης και διαφθοράς, έμπαινε στο στόχαστρο ισχυρών οικονομικών συμφερόντων. Σε καμία περίπτωση όμως η κεντρική Τράπεζα και οι επικεφαλής της δεν παραιτήθηκαν των θεσμικών τους υποχρεώσεων και ιδιαίτερα της διαχρονικής ευθύνης που έχουν να προειδοποιούν εγκαίρως και δημοσίως και να αντιμετωπίζουν ενδεχόμενους κινδύνους που μπορεί να διαταράξουν τη νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Δεύτερον, οι θεσμοί αποκρυσταλλώνουν μεν ορισμένους σταθερούς κανόνες και αξίες, αλλά δεν είναι μονολιθικοί ή αμετάβλητοι. Καθώς οι συνθήκες, οι συγκυρίες και οι ιδέες που τους διαμόρφωσαν μεταβάλλονται, οι θεσμοί προσαρμόζονται.
Η Τράπεζα που άνοιξε τις πόρτες της το 1928, βρέθηκε σύντομα στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929, η οποία άλλαξε ριζικά τις αντιλήψεις για την οικονομία και τον ρόλο των τραπεζών – όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Μέσα σε λίγα χρόνια, ιδρύματα που είχαν φτιαχτεί για να μην παρεμβαίνουν στις αγορές και να μην χρηματοδοτούν το δημόσιο, βρέθηκαν να κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η μεταπολεμική ανασυγκρότηση ενίσχυσαν αυτή την τάση. Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν οι πληθωριστικές εξάρσεις των δεκαετιών του ’70 και του ’80 για να μεταβληθούν πάλι οι ισορροπίες και να διαμορφωθεί μία νέα συναίνεση γύρω από τη σημασία των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών, και άλλες δύο δεκαετίες για να δημιουργηθεί το κατά τεκμήριο πλέον ανεξάρτητο κεντρικό τραπεζικό ίδρυμα στον κόσμο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αντίστοιχα, η Τράπεζα της Ελλάδος δε σταμάτησε ποτέ να μετασχηματίζεται. Το ίδρυμα που ιδρύθηκε για να μην παρεμβαίνει στις διεθνείς συναλλαγές και να μην χορηγεί δάνεια στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, βρέθηκε για πολλές δεκαετίες να ελέγχει τις συναλλαγματικές ροές της χώρας και να χρηματοδοτεί (άμεσα ή έμμεσα) μεγάλο μέρος των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Μόλις τη δεκαετία του 1990, απελευθερώθηκε το τραπεζικό σύστημα και αναγνωρίστηκε εκ νέου η ανεξαρτησία της Τράπεζας, ο ρόλος της οποίας επαναπροσδιορίστηκε ενόψει της ένταξης στο κοινό νόμισμα. Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην ένταξη αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο. Πιο πρόσφατα, η κρίση χρέους, και ακόμα πιο πρόσφατα, η πανδημία, αποτέλεσαν αφορμή για νέες αλλαγές, σε επίπεδο ευρωζώνης, καταδεικνύοντας την ανάγκη για την εμβάθυνση της τραπεζικής ένωσης, ως ένα σημαντικό βήμα προς μια ουσιαστική Οικονομική και Νομισματική Ένωση: ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός και ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα πολύ ριζικών τομών που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια και συνεχίζουν να συντελούνται. Όταν αλλάζουν οι προκλήσεις, οι θεσμοί οφείλουν να προσαρμόζονται. Εδώ πρέπει να αναφερθεί και η πρόσφατα αναθεωρημένη στρατηγική νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, που καθιστά το Ευρωσύστημα ανθεκτικό στις υπάρχουσες και μελλοντικές προκλήσεις.
Τρίτον, οι θεσμοί ανήκουν σε οικοσυστήματα, τα οποία επηρεάζουν και συν-διαμορφώνουν τα αποτελέσματα της λειτουργίας τους. Η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα θεσμών που «δούλεψαν» στη μία περίπτωση και «δεν δούλεψαν» σε άλλες. Το πρώτο καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος θεωρήθηκε από τα πλέον σύγχρονα της εποχής του και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για άλλες χώρες. Κι όμως, τη δεκαετία του 1930, η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν πολύ αδύναμη, γιατί κανένας από τους υπόλοιπους θεσμούς που την πλαισίωναν – τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό – δεν ήταν συμβατός με τους στόχους της. Αντίθετα, από την υποτίμηση της δραχμής του 1953 και ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, κατάφερε να διατηρήσει τη δραχμή ακλόνητη, παρά την εναλλαγή κυβερνήσεων και καθεστώτων. Γιατί; Διότι λειτουργούσε μέσα σε ένα θεσμικό οικοσύστημα – ένα «καθεστώς πολιτικής», όπως το βαφτίζει ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου στο πρόσφατο βιβλίο του με την ιστορία της μεταπολεμικής οικονομίας – που ήταν υποστηρικτικό: το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods, το πολυμερές εμπόριο, την προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία, την προτεραιότητα στις επενδύσεις. Με δυο λόγια: οι θεσμοί έχουν σημασία, αλλά έχουν σημασία μέσα στο πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν. Το μεγάλο ευτύχημα για την Ελλάδα σήμερα είναι ότι η συμμετοχή στην ζώνη του ευρώ, της προσφέρει ένα ιδιαίτερα ισχυρό διεθνές θεσμικό οικοσύστημα.
Μπορεί οι αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική και την εποπτεία των σημαντικών τραπεζών στη ζώνη του ευρώ να διαμορφώνονται από κοινού από το Διοικητικό Συμβούλιο (και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά αυτό δεν έχει αποδυναμώσει τον ρόλο των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Ίσα-ίσα, που σε αυτό το οικοσύστημα, η κεντρική Τράπεζα μιας χώρας, με σχετικά μικρό πληθυσμό, όπως είναι η Ελλάδα, συμμετέχει ισότιμα σε όλη την προεργασία και – με ισότιμη ψήφο – στις αποφάσεις που αφορούν ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Η δε συνεργασία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ σε όλα τα επίπεδα, παράγει σημαντικές συνέργειες και απαρτίζει, κατά την άποψή μου, το πλέον προχωρημένο ομοσπονδιακό σύστημα επεξεργασίας και λήψης αποφάσεων στη ζώνη του ευρώ.
Επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω ως αφορμή για μια υπόθεση εργασίας ένα παράδειγμα ευρύτερης θεσμικής μεταρρύθμισης με δυνητική θετική επίδραση στην οικονομική σταθερότητα. Αναφέρομαι στην αποσύνδεση της διάλυσης της Βουλής από τη διαδικασία μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία περιλαμβάνεται στην πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση του 2019. Η θεσμική αυτή αλλαγή υπό συνθήκες διασφαλίζει ένα σταθερότερο και μεγαλύτερο πολιτικό κύκλο, ο οποίος με τη σειρά του διευκολύνει την υλοποίηση απαραίτητων μεταρρυθμίσεων ή δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Αν και η ιστορία δεν ξαναγράφεται, αξίζει να αναλογιστούμε πόσο διαφορετικές θα ήταν ενδεχομένως οι οικονομικές εξελίξεις το 2014 εάν δεν οδηγούμασταν σε αναγκαστικές εκλογές στις αρχές του επόμενου έτους, λόγω της αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Εάν δηλαδή το 2014 το πολιτικό σύστημα είχε στη διάθεσή του περισσότερο «πολιτικό χώρο» για την ολοκλήρωση των λίγων μεταρρυθμίσεων που απέμεναν, «ώστε να ‘δέσουν’, με τρόπο που δεν επέτρεπε οπισθοδρόμηση, τόσο τη δημοσιονομική πρόοδο όσο και την οικονομική ανάκαμψη που είχαν επιτευχθεί». Η σχετική δημόσια παρέμβασή μου προς τους Έλληνες βουλευτές τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς «σήκωσε πολλή σκόνη» και θεωρήθηκε πολιτική. Ήταν όμως βαθύτατα θεσμική.
Με αυτές τις τρεις παρατηρήσεις κατά νου, θέλω στη συνέχεια να αναφερθώ στον ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος, ή μάλλον σε ορισμένους μόνο από τους πιο βασικούς ρόλους που έχει επιτελέσει και συνεχίζει να επιτελεί.
Βασική καταστατική υποχρέωση της Τράπεζας της Ελλάδος ως μέλους του Ευρωσυστήματος είναι η άσκηση της νομισματικής πολιτικής, με πρωταρχικό στόχο τη διαφύλαξη της σταθερότητας των τιμών, δηλαδή τη διατήρηση ενός χαμηλού (αλλά θετικού) ρυθμού πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα. Οι αριθμητικοί στόχοι και τα εργαλεία μπορεί να μεταβάλλονται, η κεντρική αποστολή παραμένει όμως ίδια: η διατήρηση της αγοραστικής αξίας του χρήματος, προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας, την ενθάρρυνση των επενδύσεων και την ανάπτυξη, αλλά και για την ευημερία των πολιτών. Παρά την πρόσφατη αναζωπύρωση του πληθωρισμού, η οποία αποδίδεται σε σοβαρούς αλλά σε μεγάλο βαθμό εξωγενείς παράγοντες, λίγοι θα αμφισβητούσαν τις επιδόσεις και την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διαχρονικά στη διαφύλαξη της νομισματικής σταθερότητας του ευρώ.
Η νομισματική πολιτική δεν περιορίζεται όμως μόνο στη συγκράτηση του πληθωρισμού. Όπως φάνηκε τόσο μετά την εκδήλωση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, όσο και στη διάρκεια της πανδημίας, οι ευρωπαϊκές νομισματικές αρχές είναι έτοιμες να συμβάλλουν στην υποστήριξη της ζώνης του ευρώ, παρεμποδίζοντας τη δημιουργία φυγόκεντρων δυνάμεων, και στη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης, με την προϋπόθεση ότι δεν τίθεται σε αμφισβήτηση η επίτευξη του πρωταρχικού στόχου τους. Αλλά και πριν το ευρώ, υπήρξαν πολλές φορές που η Τράπεζα της Ελλάδος κλήθηκε να στηρίξει την οικονομική πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων. Η Τράπεζα κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις συναλλαγματικές κρίσεις της δεκαετίας του ’70 και ’80, εξασφαλίζοντας έκτακτη χρηματοδότηση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή την ΕΟΚ. Η Τράπεζα χρειάστηκε να αποτρέψει ή – όταν αυτό δεν ήταν εφικτό – να συγκρατήσει τις υποτιμήσεις της δραχμής, εφόσον άλλωστε διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. Και μην ξεχνάμε, το ανέφερα και νωρίτερα, πως για πολλές δεκαετίες, το κεντρικό τραπεζικό ίδρυμα – μέσω της περίφημης Νομισματικής Επιτροπής – είχε επιφορτιστεί με τον έλεγχο των πιστώσεων και τον καθορισμό των επιτοκίων. Έτσι, εξασφάλιζε λ.χ. ευνοϊκή χρηματοδότηση σε σημαντικά δημόσια έργα ή βιομηχανικές επενδύσεις.
Σήμερα, βέβαια, οι οικονομολόγοι είμαστε πολύ επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιους μηχανισμούς παρέμβασης και ανησυχούμε για τις στρεβλώσεις που γεννούν. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι, υπό το πρίσμα των αντιλήψεων της εποχής, η Τράπεζα την εποχή λ.χ. του Ξ. Ζολώτα, υπηρετούσε τον στόχο της οικονομικής ανάπτυξης. Ούτε σημαίνει ότι το τραπεζικό σύστημα, υπό αυτή την καθοδήγηση, δεν συνέβαλε στη θεαματική πρόοδο της οικονομίας μετά το 1950.
Ο βασικός κίνδυνος όταν η νομισματική πολιτική χρησιμοποιείται για να πετύχει παραπάνω από έναν στόχους, είναι η σταθερότητα των τιμών να περάσει σε δεύτερη μοίρα, καθώς οι εκάστοτε κυβερνήσεις πιέζουν κυρίως για πιο βραχυχρόνιες παρεμβάσεις. Ορισμένοι από εσάς ενδεχομένως να διαβάσατε πρόσφατα ένα κεντρικό άρθρο του περιοδικού Economist, που εγκαλεί την αμερικανική κεντρική Τράπεζα ότι δεν αύξησε εγκαίρως τα επιτόκια, διότι ανησυχούσε για την ανάκαμψη της οικονομίας. Η κριτική είναι μάλλον άδικη, εφόσον παραβλέπει τα μειωμένα περιθώρια αντίδρασης των κεντρικών τραπεζών στην αποσόβηση κλυδωνισμών (‘σοκ’), οι οποίοι προέρχονται από την πλευρά της προσφοράς (όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία) και υποτιμά τον κίνδυνο από μια απότομη μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής, αλλά συμπυκνώνει βεβαίως το δίλημμα μεταξύ των εναλλακτικών στόχων πολιτικής.
Στην Ευρώπη, αυτό το δίλημμα προσπαθεί να θεραπεύσει η ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών, και γι’ αυτό η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρινίζει ότι οι όποιοι άλλοι στόχοι επιδιώκονται με την επιφύλαξη της εξασφάλισης του στόχου της σταθερότητας των τιμών. Η δε σταθερότητα των τιμών επιδιώκεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όχι στιγμιαία.
Παρεμπιπτόντως, μιας και αναφέρθηκα στην ανεξαρτησία, όπως αυτή κατοχυρώνεται στις συνθήκες, να διευκρινίσω βεβαίως ότι αυτή δεν ισοδυναμεί με αυθαιρεσία: η Τράπεζα της Ελλάδος και οι άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ υπόκεινται σε έλεγχο από τα θεσμοθετημένα προς αυτό όργανα των κρατών-μελών της ΕΕ και λογοδοτούν στα εθνικά κοινοβούλια, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπόκειται σε έλεγχο από τους αρμόδιους προς τούτο ευρωπαϊκούς θεσμούς και λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ο δεύτερος σημαντικός ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι η εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο ρόλος αυτός έχει οπωσδήποτε δύο όψεις. Από τη μία, η Τράπεζα εγγυάται τη ρευστότητα του συστήματος και άρα είναι έτοιμη, όποτε κάποιο ίδρυμα αντιμετωπίσει πρόβλημα, να λειτουργήσει ως «δανειστής ύστατης προσφυγής» για να αποτρέψει τη μετάδοση μίας κρίσης. Από την άλλη, επειδή η προοπτική διάσωσης ενδέχεται να ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικού ρίσκου από την πλευρά των τραπεζών – αυτό που έχουμε συνηθίσει πλέον να ονομάζουμε «ηθικό κίνδυνο» – η εγγύηση αυτή συνοδεύεται από την υποχρέωση της εποπτείας, δηλαδή από τη διαμόρφωση ενός κανονιστικού πλαισίου, τον έλεγχο συμμόρφωσης και την επιβολή τυχόν κυρώσεων. Η εποπτεία ασκείται παράλληλα και για να διασφαλίσει τις καταθέσεις πολιτών και επιχειρήσεων στις εμπορικές τράπεζες.
Σήμερα, τα παραπάνω ακούγονται αυτονόητα και ισχύουν για όλες τις κεντρικές τράπεζες στον κόσμο. Κι όμως, αν ανατρέξετε στην περίοδο της ίδρυσης της Τράπεζας και διαβάσετε την αλληλογραφία των εμπειρογνωμόνων που διαμόρφωσαν το πρώτο καταστατικό της (όπως αυτή σώζεται στο Ιστορικό Αρχείο μας), θα διαπιστώσετε ότι ουδόλως συμφωνούσαν με την ανάληψη ενός τέτοιου ρόλου. Το σκεπτικό τους ήταν απλό: η στήριξη της ρευστότητας ενδεχομένως να έθιγε τον πρωταρχικό στόχο της πρόσδεσης στο χρυσό, φέροντας την Τράπεζα μπροστά σε ένα δίλημμα: να στηρίξει το νόμισμα ή να στηρίξει τις τράπεζες; Σήμερα, βέβαια, δίνουμε διαφορετική απάντηση· αυτή όμως ήταν η ορθοδοξία της εποχής, που έκανε τον κανόνα του χρυσού τόσο επιβλαβή για την παγκόσμια οικονομία το 1929. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ανταποκρινόμενη στις ανάγκες της οικονομίας, δεν άργησε να αναλάβει από μόνη της αυτόν τον ρόλο. Τον Φλεβάρη του 1932, όταν ξαφνικά πτώχευσε η Τράπεζα Κοσμαδόπουλου, η Τράπεζα της Ελλάδος έδρασε για πρώτη φορά ως δανειστής ύστατης προσφυγής, χρηματοδοτώντας τις εμπορικές τράπεζες.
Η άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή η εποπτεία, χρειάστηκε περισσότερο χρόνο. Χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο υπερπληθωρισμός της Κατοχής, που εξανέμισε τις καταθέσεις των πολιτών και μεγάλο μέρος από το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών, για να καταστεί η Τράπεζα της Ελλάδος ο αδιαφιλονίκητος υπέρμαχος της σταθερότητας του τραπεζικού τομέα. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το εκδοτικό ίδρυμα ανέλαβε την άμεση χρηματοδότηση όλων των τραπεζών, που αρχικά δεν μπορούσαν να καλύψουν ούτε τους μισθούς των υπαλλήλων τους. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Τράπεζα κλήθηκε να διασώσει το σύνολο του τραπεζικού συστήματος της χώρας – όχι όμως και η τελευταία, όπως σίγουρα θυμάστε από την πρόσφατη περίοδο κρίσης, όταν οι αποφάσεις για την παροχή έκτακτης ενίσχυσης ρευστότητας (ELA), από την Τράπεζα της Ελλάδος, που λαμβάνονταν από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος, κράτησαν ζωντανό το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, για να γυρίσουμε και πάλι στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι συνθήκες ήταν τέτοιες που η Νομισματική Επιτροπή δεν δυσκολεύτηκε να επιβάλει ελέγχους, ενώ το 1952 ξεκίνησε η λειτουργία της Γενικής Επιθεώρησης Τραπεζών, που ήταν το πρώτο εξειδικευμένο όργανο εποπτείας. Έκτοτε, η Τράπεζα κατέστη σταδιακά υπεύθυνη τόσο για τον έλεγχο, όσο και για την ενδεχόμενη εξυγίανση όσων ιδρυμάτων αντιμετώπιζαν ζητήματα βιωσιμότητας.
Σήμερα πλέον, για να γίνει πάλι αντιληπτή η θεσμική διαδρομή που έχουμε διανύσει, η Τράπεζα έχει πλέον στη διάθεσή της μια πληθώρα εργαλείων για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, μέσω της άσκησης τόσο της λεγόμενης μακρο-προληπτικής εποπτείας, που εστιάζει στην αποτροπή συστημικών κινδύνων, όσο και της μικρο-προληπτικής εποπτείας, που αφορά την επαρκή θωράκιση κάθε επιμέρους ιδρύματος, ενώ εκτός από τις τράπεζες εποπτεύει σήμερα και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και άλλα ιδρύματα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Από το 2014, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχει συγκροτηθεί ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αποφυγή κάθε είδους εθνικής μεροληψίας στην εποπτεία των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν αποδυναμωθεί. Η αποτελεσματική συνεργασία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της ΕΚΤ με τους τοπικούς επόπτες (που στη συντριπτική πλειοψηφία τους ανήκουν στις εθνικές κεντρικές τράπεζες), οι οποίοι έχουν και τη θεσμική μακρά μνήμη των εθνικών τραπεζικών συστημάτων, είναι καταλυτικής σημασίας για την αποτελεσματική εποπτεία όλων των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ.
Ένας τρίτος ρόλος, τον οποίον συχνά παραβλέπουμε, είναι ότι η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί ταμία και εντολοδόχο του δημοσίου, τηρεί δηλαδή τους λογαριασμούς και εκτελεί τις συναλλαγές του κράτους. Πρόκειται για ρόλο που απέκτησε από την ίδρυσή της, αν και δυσκολεύτηκε ομολογουμένως να πείσει την Εθνική Τράπεζα να αποδεσμεύει αυτές τις καταθέσεις! Νομίζω δεν χρειάζεται να επιμείνω στη σημασία αυτής της υπηρεσίας, η οποία είναι τόσο νευραλγική όσο και αφανής. Θα μου επιτρέψετε μόνο μια ιστορική αναφορά, που είναι διαφωτιστική: στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε εξόριστη στο Λονδίνο, χρειάστηκε να πληρώσει τους μισθούς του ελληνικού στρατού που είχε διαφύγει στη Μέση Ανατολή, αλλά και τα πλοία του Ερυθρού Σταυρού, που μετέφεραν τρόφιμα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ για την προέλευση των χρημάτων και τον τρόπο εκτέλεσης των πληρωμών; Πρόκειται κυρίως για τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τράπεζας, τα οποία διαχειρίζονταν τρεις- μόνο- υπάλληλοί της, που είχαν διαφύγει από την Ελλάδα και είχαν συνοδεύσει την κυβέρνηση, μεταφέροντας τα απαραίτητα έγγραφα στις βαλίτσες τους!
Εξίσου αφανής και νευραλγικός, αν και ενδεχομένως λιγότερο ηρωικός, είναι και ο τέταρτος ρόλος στον οποίο θέλω να αναφερθώ, που αφορά την υποστήριξη των συστημάτων πληρωμών. Δεν αναφέρομαι στα ίδια τα τραπεζογραμμάτια, για την έκδοση των οποίων επίσης είναι αρμόδια η Τράπεζα. Γιατί όπως γνωρίζετε, ολοένα και περισσότερες συναλλαγές – μακράν οι περισσότερες σε όρους αξίας – εκτελούνται πλέον χωρίς μετρητά. Και δεν αναφέρομαι ούτε στις επιταγές, αν και το πρώτο γραφείο συμψηφισμών της χώρας, ιδρύθηκε το 1928 και λειτουργεί ως σήμερα υπό την Τράπεζα της Ελλάδος. Αναφέρομαι κυρίως στα ηλεκτρονικά συστήματα πληρωμών, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας, όπως το TARGET2 ή το ΔΙΑΣ, πάνω στα οποία «πατάνε» και όλα τα επιμέρους μέσα και συστήματα με τα οποία πραγματοποιούν καθημερινά τις συναλλαγές τους εκατομμύρια πολίτες και επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος, αρκετά από αυτά τελούν υπό τη διαχείριση ή την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, που έτσι διασφαλίζει την ασφάλεια των συναλλαγών. Πρόκειται δίχως άλλο για έναν τομέα στον οποίο οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, κυρίως εξαιτίας της εμφάνισης νέων μέσων πληρωμών αλλά και ενός ολόκληρου οικοσυστήματος τεχνολογικών επιχειρήσεων που προσφέρουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (Fintech). Σε απάντηση των εξελίξεων αυτών σε θέματα χρηματοοικονομικής καινοτομίας, η Τράπεζα της Ελλάδος δημιούργησε μεταξύ άλλων το λεγόμενο Προστατευμένο Κανονιστικό Περιβάλλον για τις εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας.
Τέλος, η δημιουργία ψηφιακού νομίσματος από τις Κεντρικές Τράπεζες (CBDC) είναι η νέα πρόκληση και η απάντηση στα ασταθή και επικίνδυνα για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα κρυπτονομίσματα του ιδιωτικού τομέα, μαζί βεβαίως με την αποτελεσματική εποπτεία του οικοσυστήματος των κρυπτονομισμάτων.
Η Τράπεζα, ως πολυδιάστατο ίδρυμα, δεν σταματά να αναλαμβάνει συνεχώς νέους ρόλους. Ενισχύει τον ρόλο της σε θέματα περιβάλλοντος και κλιματικής αλλαγής, ιδρύοντας το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας. Λειτουργεί επίσης ως θεματοφύλακας και φορέας διάχυσης του ελληνικού πολιτισμού. Μέσω των δραστηριοτήτων του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης, το οποίο είναι υπεύθυνο για τις Συλλογές, το Ιστορικό Αρχείο, τη Βιβλιοθήκη και το Μουσείο της, αποτελεί φορέα εκπαίδευσης των πολιτών σε χρηματοοικονομικά θέματα ενώ συμβάλλει και στην καταπολέμηση του οικονομικού αναλφαβητισμού.
Ταυτόχρονα και προκειμένου να συνεχίσει να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις προκλήσεις της νέας εποχής και των τεχνολογικών εξελίξεων αλλάζει και η ίδια προχωρώντας στη συνολική Διοικητική της Αναδιοργάνωση, ώστε να παραμείνει μια αποτελεσματική, αξιόπιστη αλλά και καινοτόμα κεντρική τράπεζα που χαίρει της εμπιστοσύνης της κοινωνίας.
Θα μπορούσα να σας μιλώ αρκετή ώρα ακόμα, απαριθμώντας επιπλέον ρόλους, πρωτοβουλίες και αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Μην ανησυχείτε – δεν σκοπεύω να το κάνω. Θέλω να κλείσω με έναν ρόλο, τον οποίο θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό, αυτόν του συμβούλου της Πολιτείας αλλά και των πολιτών για τα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, δημοσιεύοντας εκθέσεις, μελέτες και στατιστικά στοιχεία, ενημερώνει τους πολίτες και παρέχει έγκυρη πληροφόρηση προς την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα, τις αρμόδιες αρχές και τους ξένους επενδυτές για θέματα οικονομικής πολιτικής. Ίσως αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η Τράπεζα προειδοποίησε ήδη από τον Ιούνιο του 2021 στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής για τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας έξαρσης του πληθωρισμού επισημαίνοντας μάλιστα ότι υπάρχουν και διαρθρωτικοί παράγοντες, όπως η αποδιεθνοποίηση της παραγωγής και η κλιματική αλλαγή, οι οποίοι ενδέχεται να οδηγήσουν σε υψηλότερο πληθωρισμό μακροχρόνια.
Λέγεται ότι οι θεσμοί διακρίνονται από σταθερά, αξιακά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς. Διαχρονικά, η Τράπεζα της Ελλάδος, οι Διοικήσεις και τα στελέχη της λειτούργησαν ως ο «κώδωνας του κινδύνου» για τους εκάστοτε κυβερνώντες, αλλά και η πυξίδα στην οποία έστρεφαν όλοι τα βλέμματά τους, όταν τα πράγματα άρχιζαν να παίρνουν λάθος δρόμο.
Οι προσεκτικοί αναγνώστες των ετήσιων Εκθέσεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος πιστεύω θα αναγνωρίζουν ότι, ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, εκτός από τις αναφορές της Τράπεζας στους εκάστοτε κινδύνους που απειλούν την οικονομία της χώρας και οι οποίοι συνήθως βρίσκουν πιο εύκολα το δρόμο για τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, προτείνονται τα αναγκαία μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις καθώς και οι ευκαιρίες που έχει η χώρα να ξεπεράσει τις εγγενείς αδυναμίες της, να μετασχηματιστεί σε μία σύγχρονη οικονομία και να ενισχύσει την προσαρμοστικότητα και την αντοχή της σε ένα ιδιαίτερα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων στη διάρκεια της μακράς πορείας της Τράπεζας της Ελλάδος οφείλεται, σίγουρα, στην ισχυρή θεσμική της συγκρότηση και στο πλαίσιο λειτουργίας της, το οποίο συνδυάζει αρμονικά τη θεμελιώδη επιταγή της ανεξαρτησίας με το εύλογο αίτημα λογοδοσίας και ελέγχου. Οφείλεται επίσης και στην προσήλωσή της στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας και στο καθήκον που της επιβάλλουν η συμμετοχή της στο Ευρωσύστημα και το Καταστατικό της. Τα παραπάνω αποτελούν το τυπικό θεσμικό της πλαίσιο, το σύνολο δηλαδή των γραμμένων κανόνων, νόμων στους οποίους βασίζει τη λειτουργία της.
Σε μεγάλο βαθμό όμως η αποτελεσματικότητα της Τράπεζας της Ελλάδος οφείλεται στο υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό της και στο εθιμικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της, στους κωδικοποιημένους αλλά και στους άγραφους κανόνες συμπεριφοράς που διαχρονικά ακολουθεί το προσωπικό που υπηρέτησε σε αυτή. Χαρακτηριστικό δείγμα των παραπάνω κανόνων αποτελεί η ακροτελεύτια πρόταση του μηνύματος του Διοικητικού Συμβουλίου των υπαλλήλων κατά την επέτειο των 25 χρόνων λειτουργίας της Τράπεζας το 1953, την οποία ξεχώρισα στο βιβλίο του Η. Βενέζη «Το Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος» και με την οποία θα ήθελα να κλείσω τη σημερινή ομιλία μου:
«Οι αρχαιότεροι των υπαλλήλων μεταβιβάζομεν εις τους νεωτέρους μας την παράδοσιν της αρετής και του χρέους. Και δίδομεν την υπόσχεσιν όλοι ότι η παράδοσις θα συνεχισθή».
Και για να συνεχίσω με τον Η. Βενέζη: «Έτσι έκλειε η ιστορία των εικοσιπέντε χρόνων ενός Ιδρύματος που είχε αρχίσει την ζωήν του εις ένα μικρόν οίκημα της οδού Πανεπιστημίου δια να εξελιχθεί εις παράδοσιν και θεσμόν.»