H Ευρωπαϊκή Ένωση θα βγει πιο δυνατή από την πρόσφατη γεωπολιτική κρίση και φαίνεται ότι τα επόμενα χρόνια είναι πιο πιθανό να δούμε σημαντικά βήματα προς την περαιτέρω ολοκλήρωση σε κρίσιμους τομείς, όπως η άμυνα, η ενέργεια και η δημοσιονομική πολιτική, εκτίμησε ο Διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο Money Review Banking Summit.
Όπως είπε ο Διοικητής της ΤτΕ, το επίπεδο συντονισμού που επιτεύχθηκε στη δημόσια υγεία και τη δημοσιονομική πολιτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και η συμπληρωματικότητα μεταξύ δημοσιονομικής, νομισματικής και εποπτικής πολιτικής, ήταν άνευ προηγουμένου και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί σχετικά με την κοινή στάση που επιτεύχθηκε σχετικά με την Ουκρανία. «Αναμένω επίσης περαιτέρω πρόοδο στην ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, ιδιαίτερα στο κομμάτι που αφορά στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων. Το τελευταίο θα έχει θετικό αντίκτυπο στο τραπεζικό σύστημα στη ζώνη του ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών τραπεζών. Μεταξύ άλλων, θα διευκολύνει τη διασυνοριακή ενοποίηση των τραπεζών. Επίσης, οι πρωτοβουλίες για την ενοποίηση του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων στη ζώνη του ευρώ και τον περιορισμό του «ring-fencing» αναμένεται να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα και να ενισχύσουν την κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών», πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας.
Αφήνοντας κατά μέρος τον αντίκτυπο από την τρέχουσα αναταραχή, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι υπάρχουν ισχυροί ούριοι άνεμοι για την ελληνική οικονομία. Το 2021, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3%, λόγω των ισχυρών ρυθμών αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου και της ανάκαμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας είναι ευνοϊκές με την αύξηση της απασχόλησης να επιταχύνεται και την ανεργία να μειώνεται.
Προσβλέποντας στο μέλλον, η χρηματοδότηση μέσω του NGEU, η αυξανόμενη ζήτηση και η ανάκαμψη στον τουρισμό αναμένεται να είναι οι τρεις κύριοι μοχλοί της ανάκαμψης. Για το NGEU συγκεκριμένα, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι:
• Η Ελλάδα δικαιούται να λάβει περισσότερα από 70 δισ. ευρώ κοινοτικών κονδυλίων τα επόμενα επτά χρόνια. Περίπου τα μισά από αυτά τα κεφάλαια (30,9 δισ. ευρώ) σχετίζονται με το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ (NGEU). Τα υπόλοιπα είναι διαρθρωτικά κεφάλαια από τον προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027.
• Τα κεφάλαια του NGEU στοχεύουν σε έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας που ενισχύουν την ανάπτυξη στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και των ιδιωτικών επενδύσεων.
• Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΤτΕ, η πλήρης εκτέλεση του Σχεδίου Ανάκαμψης της ΕΕ θα συμβάλει σε σημαντική αύξηση κατά 7% του πραγματικού ΑΕΠ έως το 2026, κυρίως λόγω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Παράλληλα, θα συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης, των ιδιωτικών επενδύσεων, των εξαγωγών και των φορολογικών εσόδων.
• Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το NGEU θα επιφέρει μόνιμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και της παραγωγικότητας (σε διάστημα δέκα ετών).
• Θα δημιουργήσει επίσης σημαντικές ευκαιρίες για την πιστωτική επέκταση των ελληνικών τραπεζών.
Τέλος, εάν οι προσπάθειες για την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου αποδειχθούν επιτυχείς μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες, αυτό θα είναι εξαιρετικά επωφελές και για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα.
Ο Διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε ότι ο δρόμος μπροστά μας δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, καθώς τα σημάδια από την πανδημία είναι ακόμα ορατά, ενώ νέες και απρόβλεπτες προκλήσεις είναι κάτι παραπάνω από διαφαινόμενες. Οι συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία αποτελούν ένα σημαντικό αρνητικό σοκ από την πλευρά της προσφοράς, το οποίο αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή και να αυξήσει περαιτέρω τις τιμές της ενέργειας. Επιπλέον, μια πιθανή περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης εγκυμονεί σημαντικούς δυσμενείς κινδύνους για τις προοπτικές της οικονομίας.
Ο τραπεζικός τομέας
Ο Διοικητής της ΤτΕ είπε ότι τα επόμενα χρόνια, ο τραπεζικός τομέας μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην επιδίωξη της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και της μετάβασης προς μια πράσινη οικονομία, δημιουργώντας αξία για το περιβάλλον και την κοινωνία.
Ο κ. Στουρνάρας είπε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ενισχύσει τα τρωτά σημεία των τραπεζών, οι προοπτικές για την οικονομία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα επηρεάζονται από αβεβαιότητες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι παράγοντες της αγοράς μπορεί να χρειαστεί να περιηγηθούν σε θυελλώδη και αχαρτογράφητα ύδατα τους επόμενους μήνες.
Οι συνθήκες που επικρατούν μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία, όπως είπε, θα μπορούσαν να εκθέσουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε κινδύνους αγοράς. Εάν αυτές οι συνθήκες επιμείνουν, θα μπορούσαν επίσης να εμποδίσουν τις ενέργειες που σχεδιάζουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την περαιτέρω ενίσχυση των κεφαλαιακών τους δεικτών και την επίτευξη των στόχων τους για το MREL (Ελάχιστες Απαιτούμενες Επιλέξιμες Υποχρεώσεις). Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, καθώς κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τις ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές τα τελευταία χρόνια και να εκδώσουν κοινές μετοχές και άλλα κεφαλαιακά μέσα. Ως εκδότες μη επενδυτικής βαθμίδας, έχουν λάβει και λαμβάνουν μια σειρά από μέτρα αύξησης κεφαλαίου που τους επέτρεψαν να εφαρμόσουν τις έως σήμερα στρατηγικές μείωσης των ΜΕΔ καθώς και να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές προκλήσεις, όπως ο αντίκτυπος από την πλήρη επίπτωση από την υιοθέτηση του Διεθνούς Προτύπου Χρημ/κης Πληροφόρησης 9. Οι προγραμματισμένες κεφαλαιακές δράσεις θα βελτιώσουν επίσης τη δομή του κεφαλαίου των τραπεζών και θα μειώσουν το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET 1).
Ένας άλλος τομέας ανησυχίας είναι η βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου πολλών ευρωπαϊκών τραπεζών, εν μέσω του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων. Η ανάκαμψη στην κερδοφορία των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ, οφείλεται κατά ένα μέρος στη διευκολυντική νομισματική πολιτική, στην επιδότηση στα έσοδα από τα TLTROs και σε έκτακτα, αλλά μη μόνιμα, κέρδη. Ταυτόχρονα, οι ανελαστικές δομές κόστους, η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, η ικανότητα ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών και της καινοτομίας, η περιορισμένη ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων και ο ανταγωνισμός εκτός του τραπεζικού συστήματος, αποτελούν μακροχρόνιες διαρθρωτικές ευπάθειες και προκλήσεις αναφορικά με τη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών.
Τέλος, πρόσφατα εμφανίστηκαν νέοι κίνδυνοι και προκλήσεις οι οποίες απέκτησαν αυξανόμενη σημασία για τις τράπεζες, όπως ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής, οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και οι αυξημένοι κίνδυνοι που προέρχονται από το μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα.
Τα κόκκινα δάνεια
Αναφερόμενος στον αντίκτυπο της πανδημίας στους δείκτες ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι μέχρι στιγμής, η ροή των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) έχει περιοριστεί, καθώς τα μέτρα στήριξης που έλαβαν οι δημοσιονομικές, νομισματικές και εποπτικές αρχές απέτρεψαν τις αθετήσεις πληρωμών από επιχειρήσεις και νοικοκυριά και στήριξαν τον ισολογισμό και την κερδοφορία του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, η συμπεριφορά των οφειλετών μετά την πλήρη κατάργηση των μέτρων κρατικής στήριξης, θα είναι κρίσιμη για την ποιότητα του ενεργητικού των ευρωπαϊκών τραπεζών.
«Η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού -και ιδιαίτερα των τιμών της ενέργειας-, η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος και τα ακόμη αδύναμα εταιρικά χρηματοοικονομικά μεγέθη, θα ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στους ευάλωτους οφειλέτες και κατά συνέπεια στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Οι ακόμη πολύ αβέβαιες συνέπειες για τον τραπεζικό τομέα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, την αύξηση του κόστους ενέργειας και την αναταραχή σε διάφορες αλυσίδες εφοδιασμού, δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί», είπε.
Όπως σημείωσε ο Διοικητής της ΤτΕ, στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, έχει σημειωθεί πολύ σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση των ΜΕΔ. Με τα στοιχεία του τέλους Δεκεμβρίου 2021, ο δείκτης ΜΕΔ έχει πέσει στο 13%, το χαμηλότερο ποσοστό που έχει παρατηρηθεί εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Στην κορύφωση της κρίσης, ο δείκτης ΜΕΔ έφτασε το 45% και έκτοτε η μείωση του αποθέματος των προβληματικών δανείων ήταν πάνω από 80%. Φυσικά, όπως είπε, απαιτείται περαιτέρω προσπάθεια προκειμένου οι ελληνικές τράπεζες να φτάσουν τον μέσο όρο της ΕΕ. (2,1%) εν μέσω του προαναφερθέντος δύσκολου οικονομικού περιβάλλοντος.
«Ταυτόχρονα, είναι υψίστης σημασίας να δούμε ουσιαστική πρόοδο όσον αφορά την επίλυση του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα. Τα ΜΕΔ έχουν μεταφερθεί εκτός του ισολογισμού των τραπεζών, αλλά η δανειακή υποχρέωση εξακολουθεί να υπάρχει. Σήμερα, το ύψος του ιδιωτικού χρέους που διαχειρίζονται οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων είναι άνω των 120 δισ. ευρώ. Στόχος τους θα πρέπει να είναι:
α) Για τους «μη βιώσιμους πελάτες», να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά το αδρανές ενέχυρο, το οποίο θα πρέπει να επανέλθει στην οικονομία και να γίνει ξανά παραγωγικό, και
β) Για τους «βιώσιμους πελάτες», να προσφέρουν μια αποτελεσματική λύση αναδιάρθρωσης που θα διασφαλίζει υγιή χρηματοοικονομικά μεγέθη και θα διευκολύνει την επανένταξή τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους ισολογισμούς των τραπεζών», επεσήμανε ο Διοικητής της ΤτΕ.