Σε μία περίοδο που το διεθνές ενδιαφέρον περιστρέφεται κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν είναι χωρίς σημασία που το πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο που εξήγγειλαν οι G7 κατά την σύνοδο τους αφορά στις, λεγόμενες, αναδυόμενες αγορές, οι οποίες γίνονται ολοένα το επίκεντρο της προσοχής των μεγάλων δυνάμεων από κάθε «στρατόπεδο».
Με μια πρόταση 600 δισ. δολαρίων για δημιουργία υποδομών σε Ασία και Αφρική οι 7 ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, δεν κρύβουν πως επιχειρούν να ανταγωνιστούν την ραγδαία διείσδυση της Κίνας στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν να δαπανήσουν συνολικά 200 δισ. δολάρια για το πρόγραμμα τα επόμενα πέντε χρόνια μέσω ενός συνδυασμού ομοσπονδιακής χρηματοδότησης και επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, ενώ 300 δισ. ευρώ έχει ήδη εξαγγείλει η ΕΕ, με τις υπόλοιπες συνεισφορές να προέρχονται από άλλα κράτη-μέλη.
Αν και στο περιθώριο της συνάντησης, ο Τζο Μπάιντεν δεν ανέφερε ποτέ την λέξη «Κίνα», ο στόχος των δηλώσεων του ήταν σαφής, κάνοντας λόγο για θρίαμβο των δημοκρατιών έναντι των απολυταρχιών, μια επισήμανση που αφορά στην Κίνα, αλλά, φυσικά, και στην Ρωσία.
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, από την πλευρά της είπε ότι στόχος είναι να παρουσιαστεί μια «θετική ισχυρή επενδυτική ώθηση στον κόσμο για να δείξουμε στους εταίρους μας στον αναπτυσσόμενο κόσμο ότι έχουν μια επιλογή».
Οι δυτικές δυνάμεις δεν κρατούν μυστικό πως το σχέδιο σε μεγάλο βαθμό προορίζεται να ανταγωνιστεί την κινεζική «Πρωτοβουλία Belt and Road», η οποία προσπάθησε να ενισχύσει τους δεσμούς με τον αναπτυσσόμενο κόσμο, ειδικά στην Ασία και την Αφρική, προσφέροντας χρηματοδότηση για έργα μεγάλης κλίμακας όπως δρόμοι, σιδηρόδρομοι και λιμάνια.
Μάλιστα, το αμερικανικό Vox επικαλείται πηγές οι οποίες υποστηρίζουν πως για πρώτη φορά, στο κείμενο της Συνόδου του ΝΑΤΟ αμέσως μετά από εκείνη των G7, θα υπάρχει ρητή αναφορά στην Κίνα.
Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερης σημασίας είναι και η πληροφορία που μεταδίδει το πρακτορείο Reuters, επικαλούμενο αμερικανικές πηγές, πως οι G7 σχεδιάζουν να δαπανήσουν 5 δισ. δολάρια για την αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης στις αναδυόμενες οικονομίες, με τις ΗΠΑ να δεσμεύονται για τα μισά από αυτά.
Η κίνηση αυτή, όπως μεταδίδει το Reuters, γίνεται σε μια προσπάθεια των G7 να «συσπειρώσουν» τις αναδυόμενες οικονομίες, πολλές από τις οποίες έχουν στενούς δεσμούς με τη Ρωσία, ενάντια στον Βλαντιμίρ Πούτιν, προσκαλώντας μάλιστα στην σύνοδο πέντε εξ αυτών, δηλαδή τις Ινδία, Αργεντινή, Ινδονησία, Σενεγάλη και Νότια Κορέα.
Έργο που δεν είναι καθόλου εύκολο: Αρκετές αναδυόμενες οικονομίες, θεωρούν ότι η δυτική στάση σχετικά με την Ουκρανία εξυπηρετεί ιδιοτελείς σκοπούς και ανησυχούν περισσότερο για τον αντίκτυπο των αυξανόμενων τιμών των τροφίμων στους πληθυσμούς τους.
Κάποιες εξ αυτών επιρρίπτουν την ευθύνη για τις ελλείψεις στις δυτικές κυρώσεις κι όχι στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η απειλή της πείνας και της κοινωνικής αναταραχής
Ανεξάρτητα από τον υπαίτιο, το αναντίρρητο γεγονός είναι πως τους τελευταίους μήνες ολόκληρα τμήματα του πλανήτη κινδυνεύουν με πείνα, και ιδιαίτερα οι πολύ φτωχές χώρες όπως η Αιθιοπία, η Υεμένη, το Νότιο Σουδάν, η Σομαλία και το Αφγανιστάν.
Η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας όχι μόνο έχει διαταράξει την αλυσίδα εφοδιασμού, αλλά έχει επίσης διαταράξει βασικές καλλιέργειες καθώς και οι δύο χώρες είναι σημαντικοί εξαγωγείς τροφίμων.
Το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Επισιτισμού (WFP) και ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) έχουν προειδοποιήσει ότι αυτή η οξεία επισιτιστική κρίση θα μπορούσε να επιδεινωθεί από τον Ιούνιο του 2022 έως τον Σεπτέμβριο του 2022 σε 20 χώρες περίπου, ενώ ήδη 193 εκατ. άνθρωποι βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο.
Πρόσφατες έρευνες της Παγκόσμιας Τράπεζας σε 83 χώρες είναι εξίσου ανησυχητικές, καθώς υποδηλώνουν ότι ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων στον πλανήτη ήδη ξεμένει από τρόφιμα.
Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται σε όλο τον κόσμο επιδεινώνοντας την επισιτιστική ανασφάλεια, με τις περισσότερες χώρες να αντιμετωπίζουν «δυσθεώρητες» τιμές τροφίμων.
Σύμφωνα με την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, στις 16 Ιουνίου 2022, ο παγκόσμιος δείκτης τιμών γεωργικών προϊόντων είναι 14% υψηλότερος σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2022 και οι τιμές του καλαμποκιού και του σιταριού είναι 27% και 37% υψηλότερες αντίστοιχα σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2022.
Σε αυτή την ήδη ζοφερή συνθήκη προστίθεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος μεταβάλλει τα παγκόσμια δεδομένα εμπορίου, παραγωγής και κατανάλωσης, διατηρώντας τις τιμές σε ιστορικά υψηλά επίπεδα μέχρι το έτος 2024, επιδεινώνοντας τον πληθωρισμό στα τρόφιμα και την επισιτιστική κρίση.
Η αύξηση των τιμών των τροφίμων έχει σοβαρό αντίκτυπο ειδικά στους πληθυσμούς των φτωχότερων οικονομιών, καθώς είναι αναγκασμένοι να ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε τρόφιμα από ό,τι οι πλούσιες χώρες, όσο το δολάριο ισχυροποιείται έναντι των τοπικών νομισμάτων.
Ήδη, οι διεθνείς οργανισμοί έχουν αρχίσει όλο και πιο συχνά να επαναφέρουν τον όρο food riots, φοβούμενοι την κοινωνική αναταραχή που μπορεί να ξεσπάσει στα πιο χειμαζόμενα σημεία του κόσμου, υπενθυμίζοντας την εμπειρία της Αραβικής Άνοιξης και των γεγονότων που ξετυλίχθηκαν έκτοτε.
Οι BRICS
Αν και η πρόταση για το σχέδιο υποδομών για τον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει τεθεί στο τραπέζι εδώ και ένα χρόνο, η απόφαση πάρθηκε τώρα, εν μέσω άλλων «καυτών» ζητημάτων στην ατζέντα των G7 και NATO, όπως η αντίσταση της Τουρκίας στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στην Συμμαχία, και νέων κυρώσεων ενάντια στην Ρωσία.
Αν όμως στόχος είναι «οι δημοκρατίες να θριαμβεύσουν έναντι των απολυταρχιών», όπως δείχνουν και τα επίσημα οικονομικά στοιχεία, η προσπάθεια απομόνωσης και οικονομικού «στραγγαλισμού» της Ρωσίας με την επιβολή μέτρων από την πλευρά της Δύσης, δεν έχει φέρει προς στιγμήν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αν και το «οπλοστάσιο» των κυρώσεων διευρύνεται περαιτέρω.
Αντί η Ρωσία να απομονώνεται και να χάνει τους εμπορικούς εταίρους της, σε τρεις μήνες πολέμου άντλησε έσοδα 98 δισ. δολαρίων από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων, σύμφωνα με το Κέντρο Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα. Αν και η ΕΕ είναι σταθερά ο μεγαλύτερος «πελάτης» της Ρωσίας, ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό των ενεργειακών εσόδων της προέρχεται πλέον από την Ασία.
Μόλις πριν 2 μήνες η Ρωσία υπέγραψε συμφωνία με την Ινδία για εμπορική συνεργασία και συναλλαγές που παρακάμπτουν δολάριο και ευρώ, ενώ ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ από την έναρξη του πολέμου και μετά, έχει «συσφίξει» περαιτέρω την έτσι κι αλλιώς στενή συμμαχία του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν με εμπορικές και άλλες συμφωνίες.
Η δυτική αδυναμία οικονομικής απομόνωσης της Ρωσίας, γίνεται ορατή και από το γεγονός ότι το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Ρωσίας από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 2022 ήταν λίγο πάνω από 110 δισ. δολάρια, δηλαδή περισσότερο από 3,5 φορές από πέρυσι.
Και ενώ το μπλοκ της Δύσης και του ΝΑΤΟ προσπαθεί να κερδίσει έδαφος έναντι των αντιπάλων του, οι τελευταίοι διευρύνουν την δυναμική τους, καθώς όπως έγινε γνωστό, στην συμμαχία των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Ν. Αφρική), ζήτησαν να ενταχθούν το Ιράν και η Αργεντινή.
Ως εκ τούτου, μια προσεκτική ματιά στον χάρτη της υφηλίου, δείχνει πως αντί για την «μοναξιά» των δύο εταίρων, Ρωσίας και Κίνας, σχηματοποιούνται όλο και πιο καθαρά δύο πόλοι, ίσως με ακόμα θολές μεταξύ τους γραμμές, με τον ανταγωνισμό να μαίνεται για το ποιος θα πάρει με το μέρος του τους πιο ταλαντευόμενους, που σε καιρό οξείας κοινωνικής κρίσης αναζητούν την πιο βοηθητική γι’ αυτούς λύση.