Η σύνοδος των υπουργών Οικονομικών σήμερα και αύριο στις Βρυξέλλες (Eurogroup και Ecofin) δεν έχει άμεσο ελληνικό ενδιαφέρον. Aλλά έχει σημασία για Ελλάδα και για τα περιθώρια που θα έχει στις αποφάσεις που θα κληθεί να λάβει έως το Σεπτέμβριο για τα νέα μέτρα στήριξης (με αρχή από το ρεύμα και ένα 3ο Fuel Pass), αλλά και για μόνιμες παρεμβάσεις ελάφρυνσης για τις οποίες έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση με επόμενο βήμα την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης.
Στη Σύνοδο του Eurogroup θα συζητηθεί μεταξύ πολλών άλλων, το θέμα των επιπτώσεων της κρίσης αλλά και της δημοσιονομικής κατάστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δημοσιονομικών στόχων που θα τεθούν για το 2023. Ουσιαστικά θα πρέπει να προσαρμοστεί το πακέτο ανακοινώσεων/ συστάσεων του Μαρτίου με βάση τα νέα δεδομένα μιας κρίσης οξύτατης και πολύ μεγαλύτερης διάρκειας από ότι είχε αρχικά υπολογιστεί.
Οι πρώτες τοποθετήσεις
Μία πρώτη εικόνα των συζητήσεων που επιχειρείται να καταλήξουν σε κοινή δήλωση μετά το τέλος της συνεδρίασης δίδεται στην ημερήσια ατζέντα που έχει αναρτήσει το Eurogroup. Αναφέρει ότι «η τρέχουσα οικονομική κατάσταση και η αυξημένη αβεβαιότητα απαιτούν προσεκτικό σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής και απαιτούν στενό συντονισμό μεταξύ των κρατών μελών». Επίσης, όπως επισημαίνεται, το Eurogroup αναμένεται να υιοθετήσει δήλωση για το προσανατολισμό της δημοσιονομικής πολιτικής, ούτως ώστε να υποβοηθήσει τα κράτη στη χάραξη των προϋπολογισμών για το 2023 πού θα ξεκινήσουν το επόμενο διάστημα.
Σημειώνεται ότι και στην ατζέντα της Ολλανδού ΥΠΟΙΚ (σ.σ. με την οποία έχει συνάντηση σήμερα ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ Χρήστος Σταϊκούρας πριν τη σύνοδο του Eurogroup, αναφέρεται η ανάγκη να καλυφθούν με στοχευμένο πάντα τρόπο οι επιπλέον ανάγκες στήριξης. Γίνεται σαφές πως λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, των υψηλών τιμών της ενέργειας και της σχετικής αβεβαιότητας και των αυξημένων κινδύνων που προκαλούνται, «είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να προσαρμόσουν ανάλογα τις δημοσιονομικές τους πολιτικές και να είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε οποιεσδήποτε μεταβαλλόμενες συνθήκες». Αλλά, «οποιαδήποτε μέτρα για την προστασία της αγοραστικής δύναμης των πιο ευάλωτων ομάδων πρέπει να είναι προσωρινά και στοχευμένα, και να μην οδηγήσουν σε περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού» και με έμφαση στην απομείωση του ειδικά σε Κράτη που έχουν υψηλή πίεση όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία.
Η εν λόγω συζήτηση μένει να φανεί αν θα δώσει κάποιο (περιορισμένο) επιπλέον περιθώριο στην Αθήνα για τα μέτρα στήριξης τα οποία ήδη προαναγγέλλει από την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων, διατηρώντας προς το παρόν ακέραιο το στόχο για συρρίκνωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 2% του ΑΕΠ φέτος και για δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος κοντά στο 1% του ΑΕΠ το 2023. Αν και σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Ναυτεμπορική ο εκπρόσωπος της Κομισιόν επισήμανε (ερωτηθείς σχετικά) ότι εν όψει της μεγάλης αβεβαιότητας δεν πρέπει να εστιάσουμε τόσο στον ακριβή στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος (μιλώντας για τον στόχο του 2023), αλλά στην ποιότητα των δημοσιονομικών μέτρων για το μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών ενέργειας και στη διασφάλιση μιας αξιόπιστης μείωσης του χρέους μεσοπρόθεσμα.
Οι επόμενες ανακοινώσεις
Πληρέστερη εικόνα για τις προοπτικές, θα έχει η Ελλάδα μέσα στην εβδομάδα με τη δημοσιοποίηση την Πέμπτη των θερινών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε αυτές θα φανεί πόσο θα αυξηθεί ο πρόβλεψη για τον πληθωρισμό, αλλά και η πρόβλεψη που θα υπάρχει για τα δημοσιονομικά και για το ρυθμό ανάπτυξης. Και τούτο δεδομένου ότι η Ελλάδα, έχει προεξοφλήσει άνοδο του ΑΕΠ πολύ ισχυρότερο από το 3,1% που επισήμως εγγράφεται στον Προϋπολογισμό, δίδοντας επιπλέον περιθώρια στην Αθήνα.
Επιπλέον θα φανούν και οι δυνατότητες που υπάρχουν στο δημοσιονομικό πεδίο. Τη Δευτέρα, 18/7 θα παρουσιαστεί από τον αρμόδιο αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Θόδωρο Σκυλακάκη το πακέτο για τα στοιχεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού για το μήνα Ιούνιο. Έχει προαναγγελθεί ότι και πάλι τα έσοδα θα ξεπεράσουν τους στόχους, δημιουργώντας σταδιακά ένα νέο μαξιλάρι παρεμβάσεων μέτρων στήριξης τα οποία θα αποφασιστούν το επόμενο διάστημα, ανάλογα και με το πώς θα εξελιχθεί το νέο μέτωπο στη τιμή του φυσικού αερίου.