Τη δυνατότητα να κατακτήσει ακόμη μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας αγοράς έχει ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα, διαθέτοντας μάλιστα όλα εκείνα τα εχέγγυα που μπορούν να τον αναδείξουν σε κλάδο – πρωταθλητή της οικονομίας.
Καθώς το αρχικό σοκ της πανδημίας έχει τώρα παραδώσει τη σκυτάλη στο πληθωριστικό σοκ που απειλεί αγορές και οικονομίες, η αξία της αγροδιατροφής αναδεικνύεται πιο ανεκτίμητη από ποτέ και τα τρόφιμα βρίσκονται διαρκώς στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος. Καθώς οι ισορροπίες αλλάζουν ταχύτατα, δημιουργώντας ευκαιρίες ανάπτυξης μέσα στις κρίσεις, ο αγροδιατροφικός κλάδος στην Ελλάδα, εάν κατορθώσει να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του, καταστεί πιο εξωστρεφής και αξιοποιήσει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, τότε μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην παγκόσμια οικονομία.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΔιαΝΕΟσις, ο αγροδιατροφικός τομέας μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, αρκεί να αντιμετωπίσει τις χρόνιες αδυναμίες που τον ταλαιπωρούν και να αξιοποιήσει ένα προς ένα όλα τα δυνατά του «χαρτιά», αποφεύγοντας τις προκλήσεις και δράττοντας τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Για να απελευθερωθεί η «κλειδωμένη αξία» της ελληνικής αγροδιατροφής, απαιτείται άμεσα επανεκκίνηση του κλάδου σε νέες βάσεις και με νέο προσανατολισμό.
Όπως προκύπτει από στοιχεία που παρουσιάζονται στη μελέτη, σχεδόν το 40% της ελληνικής γης χρησιμοποιείται για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων, ενώ η έκταση των κατεξοχήν αγροτικών περιοχών αποτελεί το 63% της ελληνικής επικράτειας. Οι κάτοικοι, ωστόσο, των αγροτικών περιοχών αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης (σχεδόν 43%) αποτελείται από βοσκοτόπους, περίπου το ένα τέταρτο αφιερώνεται σε μόνιμες καλλιέργειες, ενώ το ένα τρίτο αντιστοιχεί σε αροτραίες καλλιέργειες.
Με σημαντική συνεισφορά στο ΑΕΠ ο πρωτογενής τομέας
Την ίδια στιγμή, αδιαμφισβήτητη είναι η οικονομική σημασία του πρωτογενούς τομέα για τη χώρα μας. Μόνο το 2021, μαζί με τους τομείς της δασοκομίας και της αλιείας δημιούργησε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μεγέθους 7,13 δισ. ευρώ, η οποία αντιστοιχεί στο 3,9% του ΑΕΠ, σταθερά πάνω από τον μέσο όρο -1,6%- των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αντιπροσωπεύουν το 8,2% των συνολικών εξαγωγών και πάνω από το 18% των εξαγωγών αγαθών.
Μεγάλο είναι το πλήθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (684.950) που δημιουργούν την αξία αυτή, οι οποίες μάλιστα αντιστοιχούν στο 6,66% των συνολικών εκμεταλλεύσεων των χωρών της ΕΕ. Το μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, βέβαια, είναι αρκετά μικρό κατά μέσο όρο, αφού σχεδόν οκτώ στις δέκα είναι μικρότερες από το μέγεθος (5 εκτάρια) που θεωρείται ως πολύ μικρό στην ΕΕ, ενώ δύο στις τρεις έχουν μικρό οικονομικό μέγεθος, παράγοντας λιγότερα από 8.000 ευρώ τον χρόνο.
Φρούτα, λαχανικά και ελαιόλαδο αντιπροσωπεύουν το 50% της αξίας της ελληνικής παραγωγής
Η αξία της συνολικής γεωργικής παραγωγής στη χώρα μας αντιστοιχεί σε περίπου 2,8% της συνολικής γεωργικής παραγωγής των χωρών της ΕΕ, ενώ σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της παραγωγής, σαφής είναι η υπεροχή της φυτικής έναντι της ζωικής, ιδιαίτερα στη χώρα μας. Η ελληνική παραγωγή είναι κατά βάση φυτική, αν και η χώρα καλύπτει μόνο το 40% των αναγκών της σε όσπρια, στην κατεξοχήν δηλαδή κατηγορία πρωτεϊνούχων φυτών.
Αξίζει, επίσης, να τονιστεί πως πάνω από τη μισή αξία όλης της ελληνικής γεωργικής παραγωγής προέρχεται από τρεις κατηγορίες που συνδέονται με την υγιεινή διατροφή, δηλαδή τα φρούτα, τα λαχανικά και το ελαιόλαδο.
Ταυτόχρονα όμως ο βαθμός συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών είναι ιδιαίτερα χαμηλός, παρά το πλήθος των αγροτικών συνεταιρισμών και των οργανώσεων παραγωγών. Σύμφωνα με το Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών και άλλων συλλογικών φορέων, μέχρι τα τέλη του περασμένου Μαΐου, οι ενήμεροι αγροτικοί συνεταιρισμοί σε όλη τη χώρα ήταν 1.114, ενώ σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέχρι το τέλος του 2020 οι αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών ήταν 425. Παρόλα αυτά, στους δύο τομείς που παράγουν τη μεγαλύτερη αξία της ελληνικής γεωργικής παραγωγής, δηλαδή τα φρούτα και τα λαχανικά, το ποσοστό της παραγωγής που διακινείται μέσα από οργανώσεις παραγωγών είναι μόλις 8% όταν στην Ισπανία είναι 72% και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 46%.
Η πανδημία και η ανάγκη για υγιεινή διατροφή
Το ξέσπασμα της πανδημίας άλλαξε άρδην τα δεδομένα για πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Στο προσκήνιο βρέθηκε η σημασία της υγιεινής διατροφής, γεγονός που δυνητικά θα μπορούσε να ευνοήσει τα ελληνικά γεωργικά προϊόντα, την ώρα που ολόκληρη η Ευρώπη πραγματοποιεί μια γενικότερη στροφή προς τα φυτικά προϊόντα διατροφής.
Για να πραγματοποιήσει ωστόσο η ελληνική αγροδιατροφή το άλμα προς το μέλλον, διεκδικώντας μεγαλύτερα μερίδια αγοράς διεθνώς, θα πρέπει να καταρτιστεί ένα αξιόπιστο σχέδιο αξιοποίησης του κλάδου, το οποίο θα διορθώνει τις αδυναμίες του και θα αναδεικνύει, ταυτόχρονα, ένα προς ένα, όλα τα δυνατά του σημεία.
Τα δυνατά «χαρτιά» κόντρα στις αδυναμίες του κλάδου
Όπως περιγράφονται στη μελέτη της διαΝΕΟσις, τα πλεονεκτήματα του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα δεν μπορούν εύκολα να αμφισβητηθούν. Πρόκειται για έναν κλάδο με μεγάλη οικονομική και κοινωνική σημασία, ο οποίος μάλιστα έχει επιδείξει ισχυρή ανθεκτικότητα στις εκάστοτε κρίσεις. Η ποιότητα των γεωργικών προϊόντων είναι δεδομένη, όπως επίσης και η δυναμική των εξαγωγών τους. Στα δυνατά σημεία της αγροδιατροφής, συγκαταλέγονται επίσης το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας και η πλούσια παραγωγή έρευνας και καινοτομίας.
Σοβαρά, ωστόσο, εμπόδια στο δρόμο της αγροδιατροφής προς την ανάπτυξη υψώνουν μια σειρά από σημαντικές παθογένειες που χαρακτηρίζουν τον κλάδο, όπως ο μικρός και κατακερματισμένος κλήρος, η υπερβολική έμφαση στη φυτική παραγωγή, η χαμηλή διείσδυση στην ευρωπαϊκή αγορά, η υψηλή εξάρτηση από τις κοινοτικές ενισχύσεις, η υψηλή μέση ηλικία των παραγωγών και το έλλειμμα κατάρτισής τους, η έλλειψη συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα και η απουσία αποτελεσματικών εργαλείων διαχείρισης κινδύνων.
«Οι άσσοι στο μανίκι» και οι απειλές
Μπροστά σε μια περίοδο γεμάτη προκλήσεις για τον αγροδιατροφικό τομέα στην Ελλάδα, καθώς στη σκιά της ακρίβειας οι παραγωγοί δεν μπορούν να υποστηρίξουν τις καλλιέργειές τους και οι καταναλωτές κόβουν τις αγορές ακόμη και στα είδη διατροφής για να κάνουν οικονομία, αρκετές από αυτές τις αδυναμίες ήρθε η ώρα να μετατραπούν σε ευκαιρίες. Η παγκόσμια και ευρωπαϊκή στροφή στην ποιότητα και την υγιεινή διατροφή, με έμφαση στα φυτικά προϊόντα, είναι γεγονός, ενώ επιβεβλημένες κρίνονται τόσο η τόνωση της συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα, όσο και η διασύνδεση με τον τουριστικό κλάδο. Με όραμα ένα πιο βιώσιμο μέλλον για τον πρωτογενή κλάδο στην Ελλάδα, απαιτείται η αξιοποίηση της έρευνας που παράγεται στη χώρα και διεθνώς, η αξιοποίηση των υφιστάμενων εξαγωγικών δικτύων, καθώς και η ανάπτυξη των βραχειών αλυσίδων εφοδιασμού. Το δικό της ρόλο θα διαδραματίσει, επίσης, η πλούσια ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για την περίοδο 2023-2027.
Οι απειλές που δύναται να υποσκάψουν τις προοπτικές της αγροδιατροφής στην Ελλάδα δεν είναι αμελητέες, μπορούν ωστόσο να ξεπεραστούν με το κατάλληλο σχέδιο και τον σωστό προσανατολισμό. Στις σοβαρότερες περιλαμβάνονται η ανάσχεση της ανάπτυξης και η αβεβαιότητα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση προγραμμάτων και μέτρων, η χαμηλή απορροφητικότητα αναπτυξιακών ευρωπαϊκών πόρων, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην αλυσίδα εφοδιασμού, η χαμηλή αναγνωρισιμότητα των προϊόντων ποιότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και περιβαλλοντικά ζητήματα που οξύνονται από την κλιματική κρίση.
Τώρα είναι η ώρα για αλλαγή στο παγκόσμιο σύστημα τροφίμων
Σύμφωνα άλλωστε με πρόσφατη έρευνα της Bain & Company, ένα βιώσιμο σύστημα τροφίμων και γεωργικής παραγωγής αποτελεί την καλύτερη λύση για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, βελτιώνοντας, παράλληλα, την υγεία και τις συνθήκες διαβίωσης παγκοσμίως.
Το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων τρέφει 7,9 δισεκατομμύρια ανθρώπους, ενώ απασχολεί το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, συμβάλλοντας στο ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ωστόσο, η γεωργική παραγωγή επιβαρύνει σημαντικά το περιβάλλον, δημιουργώντας πάνω από το ένα τέταρτο των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και αποτελώντας έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες αποψίλωσης των δασών και εξαφάνισης ενός εκατομμυρίου ειδών. Περισσότεροι από 800 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο πεινάνε, την ώρα που πάνω από 1 δισεκατομμύριο είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Και ενώ η συνολική οικονομική συνεισφορά του τομέα των τροφίμων και της γεωργίας είναι τεράστια, τα οφέλη της είναι άνισα, καθώς το 65% των ενηλίκων εργαζομένων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, απασχολούνται με τη γεωργική παραγωγή.
Όπως αποκαλύπτει η Bain & Company, το 87% των καταναλωτών στην Ευρώπη δηλώνει πρόθυμο να πληρώσει περισσότερα για προϊόντα που παράγονται με περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο. Παρόλα αυτά, καθώς υπάρχει ένα όριο στο τι μπορούν να ξοδέψουν οι καταναλωτές, το εύρος της τιμής συχνά υπερτερεί της βιωσιμότητας και επηρεάζει σημαντικά την τελική απόφαση αγοράς. Από την πλευρά των αγροτών, η στροφή σε πρακτικές αναγεννητικής γεωργίας και υπεύθυνης βόσκησης βοηθούν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, αναδομώντας την οργανική ύλη του εδάφους, απορροφώντας τον άνθρακα από την ατμόσφαιρα και απομονώνοντάς τον στο έδαφος. Ωστόσο, καθώς η υιοθέτηση αυτών των πρακτικών είναι αρκετά κοστοβόρα και επιφέρει σημαντικές αλλαγές, οι αγρότες θα πρέπει να είναι σίγουροι πως αξίζει να προχωρήσουν.