Υψηλό εξακολουθεί να είναι το κόστος των καυσίμων για τους Έλληνες καταναλωτές με την τιμή της βενζίνης να διαμορφώνεται κοντά στα 2 ευρώ και το πετρέλαιο κίνησης λίγο κάτω από τα 2 ευρώ (στο 1,8 σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης). Παρά το γεγονός ότι η διεθνής τιμή του πετρελαίου κινείται κοντά στα 95 δολάρια και είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με τα π.χ 125 δολάρια που είχε φθάσει την άνοιξη, η μέση πανελλαδική τιμή της απλής αμόλυβδης καταγράφει οριακή πτώση και τη βλέπουμε να μεταβάλλεται ελάχιστα από τα 2,044 στα 2,043 τις τελευταίες ημέρες.
Η ετεροχρονισμένη απόκριση των εγχώριων τιμών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ισοτιμία ευρώ δολαρίου η οποία καθιστά την αγορά πετρελαίου (η οποία γίνεται σε δολάρια) ακριβότερη για τις χώρες εισαγωγής όπως είναι η Ελλάδα. Δηλαδή, καθώς το ευρώ υποτιμάται έναντι του δολαρίου, το πετρέλαιο καθίσταται ακριβότερο και οι τιμές στην αντλία δεν μπορούν να αποτυπώσουν την πτώση της διεθνούς τιμής (στο βαθμό που μπορούν να την αποτυπώσουν καθώς όπως είναι γνωστό το 55% της τελικής τιμής αφορά σε φόρους και άλλες επιβαρύνσεις).
Την Παρασκευή, το ευρώ βρέθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από τα μέσα του Ιουλίου έναντι του αμερικανικού δολαρίου στην αγορά συναλλάγματος, εν μέσω αναζωπύρωσης των ανησυχιών για την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Το δολάριο βρίσκεται εδώ και καιρό κοντά στην απόλυτη ισοτιμία με το ευρώ με το δεύτερο να υποχωρεί από τα μέσα του 2021, γεγονός που αποδίδεται και στις αποκλίνουσες προσδοκίες για την πολιτική ΕΚΤ και Fed και στις υψηλές τιμές της ενέργειας οι οποίες συντελούν επίσης στην αποδυνάμωση του νομίσματος.
Οι περιορισμένες εναλλακτικές δίνουν δύναμη στο πετρέλαιο
Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν αποφασίσει να μειώσουν την εξάρτηση από το πετρέλαιο και την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία. Ως εναλλακτική προτάσσουν το LNG και τις ΑΠΕ. Ωστόσο, το πρώτο δεν επαρκεί ενώ οι υποδομές δεν είναι τόσο ώριμες για να καλύψουν ολόκληρη την αγορά ενώ η αμφίβολη-μέχρι πρότινος- χρηματοδότηση έργων φυσικού αερίου λόγω της πράσινης μετάβασης επιβράδυνε τις αποφάσεις για κάποια μεγάλα έργα.
Τους επόμενους μήνες, είναι πιθανό να εξελιχθούν αρκετά έργα υψηλού προφίλ, όχι μόνο από την Πορτογαλία και την Ισπανία, αλλά πιθανότατα και από την Ελλάδα ή την Ιταλία. Η ανάγκη αλλαγής της προηγούμενης προσέγγισης της ΕΕ, όσον αφορά τη χρηματοδότηση και την υποστήριξη νέων έργων υποδομής αγωγών φυσικού αερίου είναι πλέον σαφής. Ωστόσο, ενώ οι κυβερνήσεις θέλουν να πιστεύουν ότι υπάρχει άμεσα εφαρμόσιμη εναλλακτική, η πραγματικότητα της αγοράς είναι συχνά πολύ διαφορετική. Η κατασκευή ενός αγωγού μεγάλης κλίμακας δεν είναι μόνο ζήτημα χρημάτων και περιβαλλοντικών προβλημάτων, αλλά και εγείρουν και τεχνικά θέματα ενώ απαιτούν και ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα.
Η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι η τρέχουσα κρίση δεν έχει βραχυπρόθεσμες λύσεις. Για τα επόμενα δύο χρόνια, τουλάχιστον μέχρι το 2024, η Ευρώπη θα υποφέρει από έλλειψη φυσικού αερίου και ενδεχομένως ακόμη και από έλλειψη ενέργειας. Δεν υπάρχουν βραχυπρόθεσμες λύσεις για την άρση της κυριαρχίας του ρωσικού φυσικού αερίου στις αγορές της ΕΕ. Οι όγκοι LNG που κατακλύζουν αυτήν τη στιγμή τη Βορειοδυτική Ευρώπη και άλλες περιοχές πιθανότατα θα μειωθούν τους επόμενους δύο μήνες, καθώς ο ανταγωνισμός από την Ασία, τη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αμερική θα χτυπήσει την προσφορά. Η αισιοδοξία στους ευρωπαϊκούς πολιτικούς κύκλους παραμένει η ίδια, και όπως σημειώνουν παράγοντες της διεθνούς αγοράς είναι μη ρεαλιστική. Οι Βρυξέλλες πρέπει να χαράξουν μια πραγματική ενεργειακή στρατηγική, υποστηρίζοντας όλες τις διαθέσιμες λύσεις, εάν θέλουν να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κυριαρχία της Ρωσίας στο μέλλον.
Η ελπίδα της Ευρώπης ότι το LNG των ΗΠΑ θα συνεχίσει να ρέει στην Ευρώπη με τους σημερινούς όγκους του είναι επίσης άστοχη, όπως εκτιμούν διεθνείς αναλυτές. Ήδη τα πρώτα φορτία αμερικανικού LNG των ΗΠΑ κατευθύνονται προς την Ασία ενώ το πολιτικό μέλλον του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν συνδέεται επίσης με τις τιμές φυσικού αερίου για τους αμερικανούς καταναλωτές, πράγμα που σημαίνει ότι η πίεση θα αυξηθεί στους πολιτικούς των ΗΠΑ να διατηρήσουν περισσότερο αέριο για την εγχώρια αγορά και επομένως να το στερήσουν από τη διεθνή. Αυτές οι υποθέσεις υποδεικνύουν μια σφιχτή αγορά πετρελαίου και φυσικού αερίου όπου η προσφορά δεν θα επαρκεί για την ζήτηση - ακόμη και εάν η δεύτερη παρουσιάσει κάμψη - και κατ’ επέκταση υψηλές τιμές για τον τελικό καταναλωτή.