Με σχεδόν σταθερή ταχύτητα αποδόσεις και spreads των χωρών της Ευρωζώνης έχουν πάρει την πάνω βόλτα με επικεφαλής Ελλάδα – Ιταλία και την Ισπανία και Πορτογαλία να ακολουθούν.
Το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους, κρατικού και ιδιωτικού αυξάνεται σε επίπεδα αδιανόητα μέχρι πριν ένα χρόνο και θα συνεχίσει να αυξάνεται τους επόμενους μήνες, αλλάζοντας τις ισορροπίες στις δημοσιονομικές δαπάνες των προϋπολογισμών που πρόκειται να κατατεθούν στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια για το 2023.
Για την Ελλάδα η αναχρηματοδότηση του δεκαετούς ομολόγου ξεπέρασε το 5% ενώ για την Ιταλία «κοστίζει» ήδη πάνω από 4,5% στα δέκα χρόνια.
Η απόσυρση της νομισματικής στήριξης από την ΕΚΤ και η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων αφήνει τις οικονομίες της Ευρωζώνης «εκτεθειμένες» στην αξιολόγηση των αγορών και έτσι στην «τιμολόγηση» αλά καρτ, του κόστους αναχρηματοδότησης του χρέους τους.
Η «εθνικοποίηση» του κόστους αναχρηματοδότησης του χρέους είναι ήδη ευδιάκριτη στις χώρες της Ν. Ευρώπης τόσο στις αποδόσεις όσο και στα spreads των κρατικών ομολόγων που με την σειρά τους επεκτείνονται στην αναχρηματοδότηση του ιδιωτικού χρέους.
Οι αποκλίσεις από χώρα σε χώρα αποκτούν σαφείς διαστάσεις που αν και δεν έχουν φτάσει στο σημείο «κατακερματισμού» της ευρωπαϊκής αγοράς χρέους δείχνουν μια σταθερή τάση στην κατεύθυνση αυτή.
Οι τρέχουσες τιμές οριακά φαίνεται να ξεπερνούν τις «ονομαστικές» αντοχές των προϋπολογισμών ιδιαίτερα στις υπερχρεωμένες οικονομίες της Ν. Ευρώπης.
Αλλά αν συνυπολογίσει κανείς πως αυτή η άνοδος – αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ – συμβαδίζει με μία πολλαπλάσια αύξηση του πληθωρισμού, γίνεται αντιληπτό ότι λειτουργεί «θεραπευτικά» στην ποσοστιαία διαμόρφωση του χρέους σαν ποσοστό του «φουσκωμένου» από τον πληθωρισμό ΑΕΠ.
Τα ονομαστικά και τα πραγματικά επιτόκια
Στην πραγματικότητα η απόλυτη αύξηση του χρέους εμφανίζεται μέσω του πληθωρισμού ως συρρίκνωση του, σε συνάρτηση με το πληθωρισμένο ΑΕΠ, εξού και τα αυξημένα φορολογικά (κυρίως από τους έμμεσους φόρους) έσοδα.
Με άλλα λόγια ο, πολλαπλάσιος της αύξησης των επιτοκίων, ονομαστικός πληθωρισμός έχει οδηγήσει σε ακόμα μικρότερα πραγματικά επιτόκια τα οποία ως γνωστόν προκύπτουν ως το αποτέλεσμα της αφαίρεσης του πληθωρισμού από το ονομαστικό επιτόκιο.
Με δεδομένο ότι την Παρασκευή τα προσωρινά στοιχεία του πληθωρισμού για τον Σεπτέμβριο θα εμφανίσουν τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη ακόμα υψηλότερο από εκείνον του Αυγούστου, η ΕΚΤ ετοιμάζεται για μία αύξηση των επιτοκίων η οποία αναμένεται στο 0,75% αν και υπάρχουν υποστηρικτές μέσα στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ για αύξηση κατα μία ολόκληρη μονάδα μέσα στον Οκτώβριο.
Αυτή η... δυστοπική πραγματικότητα έχει τεθεί ως άλυτη αντίφαση στο Eurogroup, στο οποίο Υπουργοί Οικονομικών και ΕΚΤ αναζητούν μια λύση τύπου... τετραγωνισμού του κύκλου.
Οι πραγματικές ανάγκες και η μέχρι τώρα πολιτική
Σε πρόσφατη ομιλία του ο Μάριο Σεντένο, ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Πορτογαλίας, που έχει «υπηρετήσει» και στο Eurogroup, επισήμανε ότι «Το κρίσιμο ερώτημα για τη νομισματική πολιτική αυτή τη στιγμή είναι αν είναι δυνατόν να τιθασευτεί ο πληθωρισμός με πραγματικά επιτόκια σε τόσο χαμηλά επίπεδα...».
Η διατύπωση που επέλεξε ακούστηκε στο ακροατήριό του σαν προειδοποίηση για τις πραγματικές προθέσεις της ΕΚΤ όσο αφορά το ύψος των επιτοκίων.
Άλλωστε και η κα Λαγκάρντ με διαφορά 24ωρου δήλωσε με έμφαση ότι για την ΕΚΤ η προτεραιότητα αυτή την στιγμή είναι ο πληθωρισμός πάνω από την ανάπτυξη...
Όπως εξήγησε ο Μάριο Σεντένο «Με υψηλό πληθωρισμό που αναμένεται για το επόμενο έτος και χαμηλά ονομαστικά επιτόκια, τα πραγματικά επιτόκια θα παραμείνουν αρνητικά. Αυτό οδηγεί τις προβλέψεις για την κατανάλωση και τις επενδύσεις, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερο πληθωρισμό.
Ως εκ τούτου, μπορείτε να αναρωτηθείτε γιατί οι κεντρικές τράπεζες διατηρούν τα πραγματικά επιτόκια σε αρνητικό έδαφος, αντί να επιδιώκουν πιο ενεργά μια σαφή σύσφιξη, δηλαδή, θετικά και πιθανώς πολύ υψηλά πραγματικά επιτόκια; Μπορεί αυτή η πολιτική να είναι συνεπής με την επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο (σ.σ. του 2%);...».
Στο σημείο αυτό έβαλε στο τραπέζι το ζήτημα της ανάγκης συνεργασίας νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Όπως υποστήριξε «τα διαθέσιμα περιθώρια για μια ενεργητική δημοσιονομική πολιτική είναι περιορισμένα, καθώς αποτελούν πρόσθετη επιβάρυνση για το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να στοχεύσουν σε προσωρινή στήριξη σε ευάλωτες ομάδες, αναγνωρίζοντας παράλληλα τις οικονομικές συνέπειες των δημοσιονομικών κινήτρων σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο συντονισμός της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής είναι θεμελιώδης...».
Για να καταλήξει πως την αμέσως επόμενη περίοδο με τον πληθωρισμό να εξακολουθεί την ανοδική του πορεία «οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει να συνεργαστούν – φυσικά – και να αποφασίσουν τι μπορεί να κάνει κάθε μέρος για να επιτύχει πιο αποτελεσματικά κοινούς στόχους», για να καταλήξει ότι ΕΚΤ και ΥΠΟΙΚ πρέπει να αναγνωρίσουν «το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε και που πρέπει να συζητηθεί και να ελαχιστοποιηθεί...».