Αναμφίβολα η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, έχει προσελκύσει την προσοχή του πλανήτη σε πολιτικό, γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Θα ήταν σοβαρή «απροσεξία» όμως να μην «προσέξει» κανείς ότι σχεδόν παράλληλα έχει ξεσπάσει ένας άλλος «πόλεμος» λιγότερο θορυβώδης αλλά πολύ οδυνηρός, ένας νομισματικός πόλεμος ανάμεσα στο δολάριο και στα δέκα νομίσματα με τα οποία ο σχετικός δείκτης της Fed ο DXY, «μετράει» την συναλλαγματική του αξία. Πρόκειται για έναν δείκτη που δημιούργησε η Fed το 1973 προκειμένου να παρακολουθεί την διολίσθηση του δολαρίου την δεκαετία του πληθωρισμού (1970). Μια προσεκτική ματιά στην εξέλιξη του δείκτη αποτυπώνει τη δραστική ανατίμηση του δολαρίου από τον Φεβρουάριο – Μάρτιο, με πολύ ισχυρό και προοδευτικό τρόπο φτάνοντας στο αποκορύφωμά του τον Σεπτέμβριο. Η ανατίμηση του δολαρίου έναντι των άλλων νομισμάτων έγινε ο μηχανισμός «εξαγωγής» του πληθωρισμού σε όλες τις χώρες και μέσω αυτών στις υπόλοιπες. Για παράδειγμα στην Ευρώπη, ένας βασικός παράγοντας των πληθωριστικών πιέσεων στις δεδομένες συνθήκες είναι η αύξηση των τιμών σε δολάρια όλων των εισαγωγών και ειδικά των ενεργειακών προϊόντων και των τροφίμων. Με αντίστοιχη βέβαια μείωση του κόστους εισαγωγών στις ΗΠΑ…
Ποιος ήταν ο λόγος αυτής της κατακόρυφης ανατίμησης του δολαρίου;
Ένας λόγος είναι αναμφίβολα το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και η τάση που δημιουργήθηκε για αναζήτηση ασφαλούς καταφυγίου στις διεθνείς χρηματαγορές.
Η κύρια όμως αιτία της συναλλαγματικής ενίσχυσης του δολαρίου είναι η βίαιη αύξηση των επιτοκίων, δηλαδή του «κόστους» του χρήματος, από την Fed. Μέσα στο 2022, αύξησε τα επιτόκια έξι φορές αγγίζοντας το 4% μέσα στον Νοέμβριο, ήτοι διπλάσιο μέγεθος από όσο μπορούσε να πετύχει η ΕΚΤ που με αλλεπάλληλες αυξήσεις κι αυτή, έφτασε επίσης το 2% τον Νοέμβριο.
Οι εξηγήσεις των Κεντρικών Τραπεζών βέβαια και της FED είναι ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι παρά η προσπάθεια αναχαίτισης του πληθωρισμού που έχει χτυπήσει στο μεταξύ κόκκινο. Στις ΗΠΑ αυξήθηκε από 1,4% τον Ιανουάριο του 2021, σε 7% τον Δεκέμβριο του 2021, πολύ πριν ξεσπάσει πόλεμος στην Ουκρανία για να χτυπήσει 9,1% τον Ιούνιο του 2002 και να υποχωρήσει στην συνέχεια σταδιακά στο 7,7% τον Οκτώβριο. Αντίστοιχες βέβαια είναι και οι εξελίξεις στην Ευρώπη με πληθωρισμό που, από 1,6% τον Ιανουάριο του 2021, ανέβηκε στο 5% τον Δεκέμβριο του 2021 για να χτυπήσει κόκκινο με 10,6% τον Οκτώβριο.
Η αλήθεια βέβαια που φαίνεται και από τα συγκεκριμένα χρονικά «σκαλοπάτια» είναι ότι ο πληθωρισμός γεννήθηκε από τον νομισματικό πληθωρισμό, με τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες με την Fed πρώτη και την ΕΚΤ να ακολουθεί, επιχείρησαν να απαντήσουν στην κρίση του 2008 και στην πανδημία στην συνέχεια.
Μία τάση η οποία στην συνέχεια πολλαπλασιάστηκε από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης και τις δυσκολίες από τις ρήξεις στις αλυσίδες εφοδιασμού της δυτικής βιομηχανίας, η οποία, «τιμωρημένη από την έλλειψη εξαρτημάτων, ξεκινώντας από μικροεπεξεργαστές και ημιαγωγούς που παράγονται στην Ασία, δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με την αύξηση της ζήτησης. Η υπερβάλλουσα ζήτηση έναντι της προσφοράς έχει οδηγήσει στην αύξηση των τιμών πολλών αγαθών, ξεκινώντας από τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας…».
Αυτή η κατακόρυφη άνοδος της τιμής του δολαρίου έναντι των άλλων νομισμάτων δρομολόγησε δραματικές πιέσεις στις ήδη μπλοκαρισμένες από τις συνέπειες της πανδημίας τροφοδοτικές αλυσίδες και την ενεργειακή κρίση.
Οι συνέπειες γενικά ευνοϊκές για τις ΗΠΑ, για τη ζώνη του ευρώ ήταν καταστροφικές. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που η αύξηση του κόστους των εισαγωγών ενέργειας έχει διαβρώσει το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας και της Ιταλίας, το οποίο και φέτος, όπως όλα δείχνουν θα κλείσει με έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου μετά από δέκα χρόνια πλεονάσματος για δεύτερη συνεχή χρονιά.
Από την άλλη οι ΗΠΑ ως παραγωγοί και εξαγωγείς φυσικού αερίου ευνοούνται διπλά καθώς από την μία αγοράζουν ενέργεια που πληρώνεται με το δικό τους νόμισμα και από την άλλη επειδή την εξάγουν και πληρώνονται σε ανατιμημένο προϊόν σε δολάριο. Καθόλου δευτερεύουσας σημασίας δεν είναι επίσης το γεγονός ότι καθώς ο δολάριο ακριβαίνει προκαλεί μετατόπιση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου από άλλες νομισματικές περιοχές προς την περιοχή του δολαρίου, δηλαδή τις ΗΠΑ. Ανάλογης σημασίας συνέπειες μπορεί να καταγράψει κανείς και για την Κίνα τον άλλο μεγάλο …άσπονδο «εταίρο» των ΗΠΑ. Η κεντρική τράπεζα της Κίνας έχει μέχρι σήμερα ξοδέψει πολλά δισ. δολάρια. για την αγορά και ενίσχυση του γουάν που δέχθηκε μία μεγάλη υποτιμητική πίεση.
Το ισχυρό δολάριο πλήττει εξίσου έντονα το ευρώ, το οποίο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο αποθεματικό και διεθνές νόμισμα συναλλάγματος. Για πολλά χρόνια το Ευρώ μετά την κυκλοφορία του βρισκόταν σχεδόν μόνιμα πάνω από το 1,2 – 1,4 δολ. χωρίς αυτό να επηρεάζει το εμπορικό ισοζύγιο της Ευρωζώνης. Στο διάστημα από τον Φεβρουάριο η διολίσθηση του Ευρώ έναντι του δολαρίου ήταν δραματική. Το 2022 το ευρώ κατέρρευσε κάτω από την ισοτιμία του ένα προς ένα, με τη συναλλαγματική ισοτιμία να πέφτει ακόμα και κάτω από το 0,90 δολάρια. τα 0,95 δολάρια στις αρχές του φθινοπώρου για να ανακάμψει κατά 10% τον Νοέμβριο, χωρίς όμως να ξεπεράσει το όριο του 1,04 – 1,05 δολ.
Για πολλούς οικονομικούς αναλυτές μία ακόμα έμμεση συνέπεια του ισχυρού δολαρίου είναι η πιθανότητα ύφεσης το 2023. Καθώς τα υψηλά επιτόκια περιορίζουν τον εταιρικό δανεισμό και τις επενδύσεις, οι συνέπειες στην παραγωγή αναμένονται σφοδρές. Αν αυτό συνδυαστεί με το γεγονός ότι επίκειται η αναγγελία αυτή την εβδομάδα του χρονοδιαγράμματος συρρίκνωσης των επανεπενδύσεων των κεφαλαίων από τις λήξεις κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, γίνεται σαφές ότι μπαίνουμε σε μία φάση συρρίκνωσης της ρευστότητας με μη αξιολογημένες ακόμα τις συνέπειες. Το πόσο επικίνδυνη μπορεί γι’ αυτό τον λόγο να γίνει η κατάσταση για τις οικονομίες αποτυπώνεται στην έκλιση της UNCTAD (Οργανισμός Εμπορικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών) που «ζήτησε από τις κεντρικές τράπεζες να είναι λιγότερο επιθετικές, διότι διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος παγκόσμιας ζημίας χειρότερης από την κρίση του 2008…».
Όμως αναπόφευκτα εάν η ΕΚΤ θέλει να διατηρήσει το Ευρώ τον διεθνή του ρόλο και να προσελκύσει ή να διατηρήσει κεφάλαια που διαφορετικά θα πήγαιναν στις ΗΠΑ, πρέπει να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια για να περιορίσει την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Με άλλα λόγια ένας από τους βασικούς λόγους που υποχρεώνουν την ΕΚΤ να κινηθεί σε περεταίρω αύξηση των επιτοκίων η οποία φέρνει ακόμα πιο κοντά σε μια νέα ύφεση, είναι ο συνεχιζόμενος νομισματικός πόλεμος και όχι η καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Παρ’ όλα αυτά τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρείται μία μικρή διολίσθηση του δολαρίου και μία ανάλογη ανάκαμψη των άλλων νομισμάτων, ενώ παράλληλα αυτή η κίνηση φαίνεται να συνδυάζεται με μία μικρή αύξηση της ρευστότητας σε δολαριακά κεφάλαια παρά την τάση συρρίκνωσης των προηγούμενων μηνών από τις αρχές του χρόνου.
Αυτό αποτυπώνεται και στο ακόλουθο διάγραμμα:
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg οι γραμμές στο διάγραμμα αυτό καταγράφουν την τρίμηνη ετήσια ποσοστιαία αύξηση της νομισματικής βάσης. Σε παγκόσμιο επίπεδο, «η αύξηση της ρευστότητας αυξήθηκε πολύ ελαφρά μετά την πτώση της στο χαμηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Στις μεγάλες οικονομίες της G10, υπάρχει μια ανάκαμψη από την εντελώς αρνητική ανάπτυξη που βοηθήθηκε από την εκπληκτική πτώση του δολαρίου ΗΠΑ τις τελευταίες εβδομάδες. Καθώς πολλές χώρες χρησιμοποιούν χρηματοδότηση σε δολάρια, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση των συνθηκών παντού. Τα στοιχεία του ισολογισμού της περασμένης εβδομάδας από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες δείχνουν ότι η πολιτική ρευστότητας συρρικνώνεται κατά 5,3% σε όρους τοπικού νομίσματος, αλλά αυξάνεται κατά 2,7% σε όρους δολαρίου ΗΠΑ. Έτσι, είναι πιθανό ότι μια στροφή μακριά από «σκληρά» νομίσματα να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη…». Αυτό δεν αλλάζει την αρχική τάση παρά την μικρή αναστροφή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες του δολαρίου. Κατά τους αναλυτές του Bloomberg η εξήγηση αυτής της αναστροφής «μπορεί να θεωρηθεί ως (σ.σ. προεξοφλητική) απάντηση (σ.σ. των χρηματαγορών) στην έμμεση χαλάρωση από τη Fed, ή μπορεί επίσης να οφείλεται στην αυξανόμενη πεποίθηση ότι ο πληθωρισμός έχει πραγματικά πιάσει το σημείο κορυφής και η σύσφιξη θα αντιστραφεί σύντομα. Προσπαθώντας να το προβλέψει αυτό, η αγορά συναλλάγματος σχεδόν προσφέρει κάποιο βαθμό ευκολότερων χρημάτων ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ακόμα κι αν η Fed έχει ήδη σφίξει πολύ, τότε, είναι πιθανό οι αγορές να εργάζονται ήδη για να αμβλύνουν τον αντίκτυπο στην οικονομία το επόμενο έτος». Σε κάθε περίπτωση όμως αυτή είναι μία εκτίμηση/ερμηνεία η οποία μένει να αποδειχθεί και να διαφανεί έτσι το πως θα συνεχισθεί αυτός το νομισματικός πόλεμος του δολαρίου.