Στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα στην πορεία του Νότου στρέφεται η Goldman Sachs ως προς το σκέλος της προσέλκυσης και της επιτάχυνσης των επενδύσεων για την κάλυψη του υψηλού επενδυτικού κενού.
Όπως σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, η Νότια Ευρώπη υπεραπέδωσε έναντι της Ευρωζώνης τόσο στον τομέα της μεταποίησης όσο και στον τομέα των υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης από την περιόδο της πανδημίας του κορονοϊού. Ωστόσο, η οικονομική δραστηριότητα έχει αρχίσει πλέον να εξασθενεί και να χάνει τη δυναμική της, αμφισβητώντας τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη των επενδύσεων. Ενώ η Ευρωζώνη έχει σχεδόν επιστρέψει στο επενδυτικό επίπεδο που είχε πριν από την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση, η Νότια Ευρώπη εξακολουθεί να προσπαθεί να καλύψει τη διαφορά και να παραμένει περίπου στο 1% του ΑΕΠ χαμηλότερα από τον δείκτη επενδύσεων προς ΑΕΠ του 2010.
Η έλλειψη κεφαλαιακών επενδύσεων συνοδεύτηκε από μια υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας, ιδίως στην Ελλάδα και την Ιταλία, ενώ η επιβράδυνση της οικονομικής δυναμικής εγκυμονεί τον κίνδυνο να επιβραδυνθούν εκ νέου οι επενδύσεις και η συσσώρευση κεφαλαίων, με την ευκαιρία ωστόσο που προσφέρουν τα ευρωπαϊκά δημοσιονομικά προγράμματα - RRF και REPowerEU - σε συνδυασμό με τα μειωμένα επίπεδα ιδιωτικής μόχλευσης να προσφέρουν ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο για τις κεφαλαιουχικές δαπάνες. Για να υπάρξει μια διαρκής μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, η Νότια Ευρώπη θα πρέπει να κλείσει το επενδυτικό χάσμα με την Ευρωζώνη που διαμορφώνεται στο 2,5% του ΑΕΠ περίπου - ενώ η Ελλάδα υστερεί περισσότερο, όπως σημειώνει η Goldman Sachs.
Παράλληλα, η συνεχιζόμενη πολιτική υποστήριξη για ένα μείγμα πολιτικών με επίκεντρο τις επενδύσεις στη Νότια Ευρώπη παραμένει ζωτικής σημασίας. Το 2022 τόσο η Πορτογαλία όσο και η Ιταλία βρέθηκαν αντιμέτωπες με την εκλογική κάλπη, τη στιγμή που και στις δύο χώρες, η διαδικασία απέφερε μια σαφή κοινοβουλευτική πλειοψηφία: μια κεντροαριστερή πλειοψηφία με επικεφαλής το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) στην Πορτογαλία και τη δεύτερη μεγαλύτερη κεντροδεξιά πλειοψηφία με επικεφαλής το Fratelli d'Italia (FdI) στην Ιταλία. Αν και διαφορετικές οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις κατέληξαν να μην προκαλέσουν μια αναστάτωση στην υιοθέτησης του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού προγράμματος. Επιπλέον, ενώ οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν μια αποδυνάμωση της δυναμικής της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Πορτογαλία και την εκτεταμένη ισχύ της κεντροδεξιάς πλειοψηφίας στην Ιταλία, η πολιτική σταθερότητα δείχνει να εδραιώνεται σε ένα καλό επίπεδο. Ο κύριος κίνδυνος για τις επενδύσεις είναι ότι αμφισβητείται η πολιτική δέσμευση για την εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης, ειδικά στην Ιταλία.
Πέραν αυτού, το 2023 αποτελεί εκλογικό έτος τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ισπανία. Και οι δύο χώρες δείχνουν πως είναι σε θέση να εφαρμόσουν το πλέγμα στήριξης των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κατευθύνσεων, το οποίο θα μπορούσε να υπερβεί το 3% του ΑΕΠ το 2023, καθώς το ζήτημα δεν διχάζει τα πολιτικά μέτωπα στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία, με τη σαφή δέσμευσή της για το Ταμείο Ανάκαμψης και την επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας, συνεχίζει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Στην Ισπανία, τα δύο κορυφαία κόμματα (PSOE και PP), ενώ ανταγωνίζονται στενά για την λήψη της κοινοβουλευτικής ηγεσίας στις επερχόμενες εκλογές, μοιράζονται από την άλλη, με παρόμοιο τρόπο μια δέσμευση για την υλοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Σύμφωνα με τη Goldman Sachs, ενώ η Νότια Ευρώπη επωφελείται από την ασυνήθιστη ευρωπαϊκή στήριξη με στόχο να κλείσει το επενδυτικό κενό με την υπόλοιπη ήπειρο και, ταυτόχρονα, εκτίθεται σε έναν περιορισμένο πολιτικό κίνδυνο, ο συνεχιζόμενος κύκλος αυξήσεων στα επιτόκια και η πιο πρόσφατη «επιθετική» ρητορική της ΕΚΤ προκαλούν μια ευρύτερη πίεση στις αποδόσεις των ομολόγων της περιοχής. Δεδομένου ότι η πίεση των υψηλότερων αποδόσεων τροφοδοτεί αργά αλλά σταθερά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης αντιμετωπίζουν μια ιδιαίτερη ανάγκη επιτάχυνσης των επενδύσεων και εξασφάλισης μιας μελλοντικής αναπτυξιακής δυναμικής.
Η εμπειρία της Νότιας Ευρώπης μετά την κρίση του δημόσιου χρέους υπογραμμίζει τη σημασία της σύνθεσης, πέρα από το μέγεθος, της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι συγκλίνουσες δημοσιονομικές προσαρμογές συνδυάστηκαν με αποκλίνουσες επιδόσεις ανάπτυξης μεταξύ των χωρών. Ενώ η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία αύξησαν τα πρωτογενή τους ισοζύγια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010 - στις αρχές της δεκαετίας στην περίπτωση της Ιταλίας, τα προφίλ ανάπτυξης παρέμειναν αρκετά διαφορετικά. Η Ιταλία υστέρησε σε όρους ανάπτυξης, ενώ η Ισπανία - η χώρα που διατηρούσε τα χαμηλότερα πρωτογενή ισοζύγια στην περιοχή την ίδια περίοδο - είχε τις πιο ισχυρές αναπτυξιακές επιδόσεις μέχρι την ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία του κορονοϊού.
Οι αποκλίνουσες επιδόσεις ανάπτυξης στη Νότια Ευρώπη διέφεραν επίσης ως προς τους όρους της αποτελεσματικότητάς τους για τη διατήρηση του χρέους προς το ΑΕΠ σε φθίνουσα πορεία. Στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, το μειωμένο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους που «απολάμβαναν» μετά το τέλος της κρίσης του δημόσιου χρέους, συνδυάστηκε με μια δυναμική ενίσχυσης της ανάπτυξης με εφαλτήριο τα μέσα της δεκαετίας του 2010. Κατά συνέπεια, οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ υποχώρησαν σημαντικά στην Πορτογαλία και στην Ισπανία. Αντιθέτως, στην Ιταλία, η πραγματική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζοντας έτσι τα οφέλη από το χαμηλότερο κόστος δανεισμού, με τη μείωση του δημόσιου χρέους να είναι αρκετά περιορισμένη. Η διαφορά μεταξύ του μέσου κόστους του χρέους και της ονομαστικής ανάπτυξης παρέμεινε η μεγαλύτερη στην ιταλική οικονομία, χωρίς ποτέ να γίνει αρνητική και, επομένως, να συμβάλει στην αύξηση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ.
Στο τρέχον περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων, ενώ οι εκδότες του δημοσίου επωφελούνται από την αυξημένη ονομαστική ανάπτυξη, αντιμετωπίζουν επίσης το αυξανόμενο κόστος δανεισμού. Η Goldman Sachs αναμένει ότι η τελική «γραμμή» στα επιτόκια της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί στο 3,25% (έναντι 3% προηγουμένως). Προκειμένου να εκτιμηθεί ο αντίκτυπός του στο κόστος δανεισμού στη νότια Ευρώπη, η Goldman Sachs λαμβάνει υπόψη τις καμπύλες αποδόσεων του δημοσίου χρέους για τις τέσσερις οικονομίες μέχρι το 2026 (τόσο σε spot όσο και forward). Το pricing των αγορών δείχνει ότι οι καμπύλες αποδόσεων μετατοπίζονται προς τα πάνω και γίνονται πιο «flat» σε όλες τις χώρες, με το ιταλικό εμπροσθοβαρές τμήμα (1Y) να ανατιμάται υψηλότερα κατά περισσότερο από 200 μονάδες βάσης και το δεκαετές κατά σχεδόν 150 μονάδες βάσης έως το 2025.
Στη συνέχεια, η Goldman λαμβάνει υπόψη την τρέχουσα σταθμισμένη μέση διάρκεια (WAM) του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία για να εκτιμήσει την ποσόστωση του χρέους που πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί στην αγορά σε ένα δεδομένο έτος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η μέση διάρκεια κυμαίνεται ελαφρώς περισσότερο από επτά χρόνια στην Ιταλία έως σχεδόν οκτώ χρόνια στην Ισπανία, με την Ελλάδα να εξακολουθεί να επωφελείται από τα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης, μπορεί να εκτιμηθεί πόσο γρήγορα οι αυξανόμενες αποδόσεις τροφοδοτούν το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους για κάθε δημόσιο χρέος.
Υπό τη βάση ότι οι χώρες δεν θα αλλάξουν τη διάρθρωση ληκτότητας του χρέους τους, η Goldman διαπιστώνει ότι το προσαρμοσμένο κόστος του χρέους WAM στη Νότια Ευρώπη θα αυξηθεί με σχετικά γρήγορο ρυθμό τα επόμενα τρία χρόνια. Μέχρι το 2026 το μέσο κόστος δανεισμού θα μπορούσε εύκολα να φτάσει σε παρόμοια επίπεδα με τις αρχές της δεκαετίας του 2010, με αυξήσεις που κυμαίνονται από 15 μονάδες βάσης στην Ελλάδα έως σχεδόν 90 μονάδες βάσης στην Ιταλία.
Ο Filippo Taddei τονίζει συνεπώς πως «σύμφωνα με την εμπειρία μετά την κρίση του δημόσιου χρέους και υπό το πρίσμα της βιωσιμότητας του χρέους προς το ΑΕΠ, η τρέχουσα τιμολόγηση της αγοράς διαμορφώνει μια ιδιαίτερα επείγουσα ανάγκη για τη Νότια Ευρώπη στο να κλείσει το επενδυτικό κενό και να εξασφαλίσει μια μελλοντική ανάπτυξη αξιοποιώντας το διαθέσιμο «μείγμα» ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής.