Δεδομένο θα πρέπει να θεωρείται ότι οι εταιρείες προμήθειας δεν θα εισπράξουν όλα τα κεφάλαια που διέθεσαν καθʼ υπόδειξη του ΥΠΕΝ για να καλύψουν τις επιπλέον επιδοτήσεις σε 1.250.000 επιχειρήσεις στο διάστημα Ιανουάριος – Νοέμβριος 2022, και τα οποία ανέρχονται σε 300-400 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, καθώς οι εταιρείες παραμένουν ακάλυπτες από τον Δεκέμβριο του 2023, σχεδόν καμία δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να καλύψει τις επιπλέον επιδοτήσεις που έχουν ανακοινωθεί από τον Δεκέμβριο, με συνέπεια η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου να βρίσκεται στον αέρα.
Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι η εφαρμογή των έξτρα επιδοτήσεων ξεκίνησε πριν η χώρα μας εξασφαλίσει το «πράσινο φως» της Κομισιόν, το οποίο χρειάζεται καθώς αποτελούν κρατικές ενισχύσεις. Ωστόσο, η συμφωνία που επήλθε με την DG Comp, ανοίγοντας τον δρόμο ώστε οι προμηθευτές να εισπράξουν τα κεφάλαιά τους από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, περιλαμβάνει «φίλτρα» και όρους που αποκλείουν την επιστροφή του συνολικού ποσού.
Τα «φίλτρα» αυτά έγιναν γνωστά τον Ιανουάριο του 2023, με τη δημοσίευση της εφαρμοστικής ΚΥΑ για την εγκριτική απόφαση των Βρυεξελλών. Έτσι, ένας τέτοιος όρος είναι πως το μέτρο δεν καλύπτει τον Ιανουάριο του 2022, παρόλο που η επιστολή τον Απρίλιο του ΥΠΕΝ προς τους προμηθευτές (στην οποία για πρώτη φορά περιλήφθηκαν οι έξτρα επιδοτήσεις), αναφερόταν σε αναδρομική εφαρμογή του από τις αρχές του προηγούμενου έτους.
Ως συνέπεια, στο πλαίσιο της επιστολής, η συντριπτική πλειονότητα των παρόχων (σύμφωνα με πληροφορίες με εξαίρεση μόλις δύο) προχώρησε στην παροχή των αναδρομικών έξτρα ενισχύσεων σε όλες τις μικρές επιχειρήσεις – πελάτες του, και για όλο το πρώτο τρίμηνο που είχε προηγηθεί.
Δύο επιλογές για τους παρόχους
Η εξαίρεση του Ιανουαρίου σημαίνει πως για τον πρώτο μήνα του 2022 οι εταιρείες κάλυψαν (αναδρομικά) επιπλέον επενδύσεις για τις οποίες δεν θα λάβουν ποτέ τα αντίστοιχα ποσά. Επομένως, οι επιλογές που έχουν πλέον είναι δύο, ξεκινώντας από την προσπάθεια να ανακτήσουν τα χρήματα από τις μικρές επιχειρήσεις που είναι πελάτες τους, με την προσθήκη των αντίστοιχων ποσών στους επόμενους λογαριασμούς τους. Η δεύτερη επιλογή είναι απλώς να αποδεχθούν ότι απώλεσαν τα κεφάλαια.
Ωστόσο, ακόμη και αν ένας προμηθευτής επιλέξει την πρώτη επιλογή, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορεί να την εφαρμόσει για όλες τις μικρές επιχειρήσεις που ήταν τότε πελάτες της. Ο βασικός λόγος είναι πως κάποιες από αυτές στο ενδιάμεσο θα έχουν «μετακινηθεί» σε άλλο πάροχο. Επίσης, ένας αριθμός πελατών της θα έχουν μεταξύ κλείσει.
Στο ίδιο δίλημμα θα βρεθεί ένας πάροχος και στην περίπτωση που έχει παράσχει μέχρι τον Νοέμβριο επιπλέον στήριξη σε πελάτες που, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων με την εφαρμοστική ΚΥΑ, κανονικά δεν έπρεπε να τους χορηγηθεί. Ο λόγος είναι πως, με βάση την έγκριση της Κομισιόν, για να δικαιούται μία μικρή εταιρεία να υπαχθεί στο μέτρο, θα πρέπει να μην ξεπερνά συγκεκριμένα πλαφόν για όλες τις κρατικές ενισχύσεις που έχει λάβει.
«Φρένο» από τους παρόχους στη συνέχιση του μέτρου
Ο συγκεκριμένος όρος δεν υπάρχει στις υποδείξεις εφαρμογής του ΥΠΕΝ για την εφαρμογή του μέτρου. Επομένως, και σε αυτή την περίπτωση, οι πάροχοι είναι τελικά «ακάλυπτοι» για τις επιδοτήσεις που έχουν παράσχει.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι οι προμηθευτές εμπλέκονται και στην επαλήθευση των μικρών επιχειρήσεων που είναι τελικά δικαιούχοι, καθώς με βάση την ΚΥΑ θα πρέπει να συγκεντρώσουν υπεύθυνες δηλώσεις από τους πελάτες τους αυτής της κατηγορίας (στην οποία κάθε εταιρεία θα αναγράφει αν έχει λάβει άλλες κρατικές ενισχύσεις και αν τα συνολικά ποσά που έχει λάβει ξεπερνούν τα όρια που δίνει η έγκριση της Κομισιόν). Οι δηλώσεις θα διαβιβαστούν στον ΔΑΠΕΕΠ, ο οποίος θα αναλάβει τον σχετικό έλεγχο.
Με δεδομένο ότι ο έλεγχος είναι απαραίτητος για κάθε πελάτη, ώστε να «ξεκλειδώσει» η επιστροφή στον προμηθευτή των ποσών με τα οποία έχει καλύψει τις επιδοτήσεις, και πάλι ανακύπτει το ερώτημα για το κατά πόσο ένας πάροχος μπορεί να ζητήσει δηλώσεις από μικρές επιχειρήσεις που πλέον είναι πελάτες του. Επίσης, και σε αυτή την περίπτωση, δεν θα λάβει δηλώσεις από πρώην πελάτες του που έχουν στο μεταξύ κλείσει, με συνέπεια να μην μπορεί να εισπράξει τα κεφάλαια που έχει δαπανήσει για αυτούς.
Μέσα σε όλο αυτό το κομφούζιο, η πλειονότητα των παρόχων (αν όχι όλοι) δεν είναι διατεθειμένη να καλύπτει τις έξτρα επιδοτήσεις μετά τον Νοέμβριο του 2022, τελευταίο μήνα για τον οποίο ισχύει το «πράσινο φως» της Κομισιόν. Επομένως, για τις επιπλέον επιδοτήσεις που έχουν εξαγγελθεί για τον Δεκέμβριο του 2022, αλλά και για τον Ιανουάριο του 2023, κανένας προμηθευτής δεν προτίθεται να τις καλύψει με ίδια κεφάλαια, έως ότου υπάρξει δεύτερη συμφωνία της ελληνικής πλευράς με τις Βρυξέλλες.