H απότομη αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αρχίσει να επιβαρύνει τον τομέα των στεγαστικών δανείων, καθώς τα νέα κυμαινόμενα επιτόκια αυτών έχουν ήδη αυξηθεί κατά περίπου 150 μονάδες βάσης, με τη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια να υποχωρεί απότομα και το κλίμα στις αγορές κατοικιών να έχει επιδεινωθεί, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η Goldman Sachs.
Ενώ οι επενδύσεις στο χώρο των κατοικιών έχουν μέχρι στιγμής υποστεί ένα περιορισμένο πλήγμα, ο αντίκτυπος στον τομέα της στέγασης εξακολουθεί να αυξάνεται, με τον αμερικανικό οίκο να εξετάζει τη μετάδοση των υψηλότερων επιτοκίων στην οικονομία της Ευρωζώνης και των επιμέρους ισχυρών οικονομιών της μέσω τριών «καναλιών».
Πρώτον, τα υψηλότερα επιτόκια των στεγαστικών δανείων θα επηρεάσουν αρνητικά τη δραστηριότητα των κατασκευών και τις επενδύσεις σε κατοικίες. Δεδομένου ότι το ποσοστό των ενυπόθηκων ιδιόκτητων κατοικιών στις χώρες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας είναι χαμηλότερο από ό,τι στις άλλες χώρες της G10, οι οικονομίες τους είναι λιγότερο εκτεθειμένες στην αύξηση των επιτοκίων των ενυπόθηκων δανείων.
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι μια αύξηση του επιτοκίου παρέμβασης της ΕΚΤ κατά 100 μονάδες βάσης μειώνει κατά μέσο όρο τις επενδύσεις σε κατοικίες κατά περίπου 2% και μειώνει το πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά περίπου 0,1%. Την ίδια στιγμή, οι επιπτώσεις είναι μεγαλύτερες για την Ιταλία και την Ισπανία, αντανακλώντας τη μικρότερη διάρκεια ωρίμανσης των ενυπόθηκων δανείων.
Δεύτερον, τα υψηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα και συνεπώς επιβαρύνουν την κατανάλωση των νοικοκυριών. Η Goldman Sachs εντοπίζει και πάλι πως τις μεγαλύτερες επιπτώσεις υφίστανται τόσο η Ιταλία όσο και η Ισπανία, καθώς θα χρειαστεί ένα πρόσθετο 2% του διαθέσιμου εισοδήματος για την εξυπηρέτηση των ενυπόθηκων δανείων το 2023.
Τρίτον, τα υψηλότερα επιτόκια επηρεάζουν τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων και των κατοικιών, ανοίγοντας το δρόμο για ένα «κανάλι πλούτου» που θα επιβαρύνει περαιτέρω την κατανάλωση αλλά και το ΑΕΠ. Η Goldman Sachs στρέφει την προσοχή της στον αντίκτυπο που έχουν οι μεταβολές του μη χρηματοοικονομικού πλούτου στην κατανάλωση, εκτιμώντας ότι η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να μειώσει τη μη χρηματοοικονομική καθαρή αξία των νοικοκυριών κατά 1,3% για την Ευρωζωνη συνολικά και έως και 3% στην Ιταλία το 2023. Αυτή η μείωση του πλούτου θα μπορούσε επιπλέον να επιβραδύνει τις καταναλωτικές δαπάνες κατά 0,15% στην Ευρωζώνη το 2023 και έως και 0,3% στην Ιταλία.
Συνολικά, ο αμερικανικός οίκος εκτιμά ότι μια αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης μειώνει κατά μέσο όρο το πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά περίπου 0,3% μέσω του στεγαστικού «καναλιού», με τις περισσότερες από αυτές τις επιπτώσεις να εμφανίζονται εντός ενός έτους και με εύρος από 0,25% στη Γαλλία έως 0,45% στην Ισπανία.
Με δεδομένη την εκτίμηση του αμερικανικού οίκου πως η ΕΚΤ θα φτάσει τα επιτόκια στο 3,25%, αυτό αναμένεται να επιφέρει μια συνολική επιβάρυνση του ΑΕΠ στον στεγαστικό τομέα της Ευρωζώνης κατά 1,1%, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Επομένως, τα αποτελέσματα της Goldman Sachs υποδεικνύουν μια σημαντική αλλά τελικά διαχειρίσιμη επιβάρυνση της ανάπτυξης, η οποία ευθυγραμμίζεται με την εκτίμησή της για μια ασθενική αλλά οριακά θετική ανάπτυξη για εφέτος.