Η αμερικανική αγορά είναι ο επόμενος σταθμός για το ελληνικό ψάρι, που έχει αποδείξει ότι αντέχει τις «φουρτούνες» και συνεχίζει να διεκδικεί τη θέση που του αξίζει στο τραπέζι των καταναλωτών.
«Αγορά στόχος για το 2023 είναι η αμερικανική, καθώς βλέπουμε τεράστια δυναμική εκεί. Ήρθε η ώρα να γίνουμε ακόμη πιο εξωστρεφείς» αποκάλυψε χθες ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), Απόστολος Τουραλιάς, μιλώντας στην καθιερωμένη κοπής πίτας. «Αποφασίσαμε να εστιάσουμε περαιτέρω στις ΗΠΑ φέτος, καθώς τα τελευταία τρία χρόνια έχουμε αυξήσει τις εξαγωγές μας εκεί, προσεγγίζοντας μάλιστα τα επίπεδα των τουρκικών εξαγωγών», τόνισε.
Για τις ανάγκες της περαιτέρω διείσδυσης στην αγορά το ΗΠΑ, η ΕΛΟΠΥ αναμένεται να διαθέσει ποσό ύψους 1 εκατ. ευρώ περίπου, από το σύνολο των 3,5 εκατ. ευρώ του προϋπολογισμού του 2023, που εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών της γενικής συνέλευσης. Σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, η ενίσχυση της παρουσίας του ελληνικού ψαριού στην αμερικανική αγορά δεν είναι εύκολη υπόθεση και απαιτεί τον συντονισμό πολλών ενεργειών. Η ΕΛΟΠΥ βρίσκεται στο στάδιο των επαφών με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, όπως η πρεσβεία, αναζητά συμβούλους, ενώ στόχος είναι η προσπάθεια να «τρέξει» στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Αβεβαιότητα για το 2023
Όπως εξήγησε ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ, ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας μπορεί να έχει περάσει πολλά, ωστόσο οι «Έλληνες παραγωγοί κατόρθωσαν να παραμείνουν leaders στις εξαγωγές, διατηρώντας το ελληνικό ψάρι ‘πρεσβευτή’ σε πολλές χώρες του κόσμου».
«Τα τελευταία τρία χρόνια έχουμε βιώσει καταστάσεις που θα έμοιαζαν σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Πρώτα ήταν ο κορονοϊός, ωστόσο ο κλάδος επέδειξε τεράστια αντοχή, καθώς τη διετία 2020-2021 δεν καταγράφηκαν απώλειες ούτε σε όγκους, ούτε σε αξία. Αμέσως μετά ήρθε η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος. Η αβεβαιότητα παραμένει», τόνισε, εκφράζοντας την ανάγκη να λήξουν άμεσα οι πολλαπλές κρίσεις.
Τα κόστη η μεγάλη πρόκληση
Η διαχείριση του κόστους αποτελεί τώρα τη μεγάλη πρόκληση για τον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας. «Η παραγωγική μας διαδικασία διαρκεί 18 μήνες. Το κόστος των ψαριών μας το 2023 θα είναι το μέγιστο κόστος που θα αντιμετωπίσουμε από το τέλος του 2021 μέχρι και σήμερα», σημείωσε ο κ. Τουραλιάς, κάνοντας λόγο για αυξήσεις στα κόστη που ξεπερνούν το 25%.
«Οι Έλληνες παραγωγοί μπορεί να πέρασαν δύσκολα τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο κατόρθωσαν να απορροφήσουν και μεγάλο μέρος του κόστους. Ο κλάδος έχει ματώσει. Πλέον δεν μπορούμε να απορροφήσουμε περαιτέρω κόστος», αποκάλυψε, ενώ δεν παρέλειψε να επισημάνει πως «μετά τον παραγωγό η εφοδιαστική αλυσίδα δεν είναι διατεθειμένη να χάσει ούτε σεντ… πρέπει να δούμε πόσο διατεθειμένοι είναι να μειώσουν το κόστος».
Η πορεία της κατανάλωσης και το στοίχημα της επόμενης μέρας
Την ώρα που η πληθωριστική κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, ροκανίζοντας το διαθέσιμο εισόδημά τους και περιορίζοντας αναπόφευκτα την αγοραστική τους δύναμη, κρίνεται θετικό το γεγονός πως ο κλάδος δεν είδε μείωση της κατανάλωσης ψαριού μέσα στο 2022. «Πήγαμε καλά το 2022. Μια μικρή κάμψη της κατανάλωσης είδαμε τον Ιανουάριο του 2023», ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ, εξηγώντας πως γιατί την ώρα το γεγονός δεν κρίνεται ανησυχητικό. «Πλήρη εικόνα θα έχουμε Μάρτιο- Απρίλιο», σημείωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, το στοίχημα της επόμενης μέρας για το ελληνικό ψάρι είναι πολυεπίπεδο. Ο κλάδος πρέπει να ισχυροποιηθεί έναντι του εντεινόμενου ανταγωνισμού και να καταστεί ακόμη πιο δυναμικός. Να σημειωθεί εδώ ότι την ώρα που η Ελλάδα παράγει 130 χιλ. τόνους ψαριού ετησίως, τα ποσοστά της Τουρκίας ανέρχονται σε διπλάσια επίπεδα, με την παραγωγή τους να φτάνει σήμερα τις 280 χιλ. τόνους.
«Σαν κλάδος πρέπει να ανοίξουμε νέες αγορές αλλά και να μεγαλώσουμε την πίτα της κατανάλωσης», ανέφερε ο κ. Τουραλιάς, αναγνωρίζοντας τέλος πως η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια είναι πολύ θελκτική στα ξένα κεφάλαια».
Ρεκόρ δεκαετίας κατέγραψαν οι πωλήσεις το 2021
Σύμφωνα με τα στοιχεία της 8ης Ετήσιας Έκθεσης Υδατοκαλλιέργειας που εκδόθηκε από την ΕΛΟΠΥ τους προηγούμενους μήνες, το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας κατέγραψε το 2021 πωλήσεις που σημείωσαν ρεκόρ δεκαετίας, με την κατανάλωση να επανέρχεται στα προ της υγειονομικής κρίσης επίπεδα, επιβεβαιώνοντας πως πρόκειται για έναν κλάδο με μεγάλη δυναμική και εξαιρετικές προοπτικές.
Το ρεκόρ πωλήσεων του 2021 αποδίδεται στη σταδιακή άρση των περιοριστικών υγειονομικών μέτρων και την αποκατάσταση της λειτουργίας της αγοράς, κυρίως στους τομείς της εστίασης και του τουρισμού - συνθήκες που δημιούργησαν αυξημένη ζήτηση ειδικά στην «κατανάλωση εκτός σπιτιού».
Ειδικότερα, οι πωλήσεις ψαριών ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθαν στους 131.250 τόνους, αξίας 636 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 7% ως προς τον όγκο και σχεδόν 10% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2020. Η τσιπούρα και το λαβράκι αντιπροσωπεύουν το 96% των πωλήσεων (125.550 τόνοι) του κλάδου και το υπόλοιπο 4% όλα τα υπόλοιπα είδη (5.700 τόνοι).
H εξέλιξη των πωλήσεων διαχρονικά δείχνει πως ο κλάδος της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας είναι έντονα εξωστρεφής. Περίπου το 80% της παραγωγής διατίθεται σε αγορές εκτός Ελλάδας με μηνιαίες εξαγωγές που κυμαίνονται από 6.500 - 9.500 τόνους, ενώ το υπόλοιπο 20% διατίθεται στην εγχώρια αγορά. Η τάση αυτή διατηρήθηκε και το 2021 όπου το 20% των πωλήσεων διατέθηκε στην Ελλάδα (25.139 τόνοι) και το υπόλοιπο 80% (100.361 τόνοι) σε όλες τις υπόλοιπες αγορές. Το 2021 καταγράφηκαν εξαγωγές σε 40 χώρες διεθνώς, οι οποίες κυμαίνονται από 390 τόνους στην Λιβερία μέχρι 39.907 τόνους στην Ιταλία. Το 58% των εξαγωγών ήταν τσιπούρα (61.454 τόνοι) και το 42% λαβράκι (43.876 τόνοι), ενώ σχεδόν το σύνολο των πωλήσεων ήταν νωπά ψάρια και μόλις το 0,8% κατεψυγμένα (241 τόνοι κυρίως στις τρίτες χώρες).
Αναλυτικότερα, το 2021 εξήχθησαν συνολικά 100.361 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού αξίας σχεδόν 499 εκατ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση 9,3% ως προς τον όγκο και 9% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2020, ενώ κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, καθώς και οι τρεις μαζί απορρόφησαν το 58% της ελληνικής παραγωγής.
Να σημειωθεί εδώ ότι το 65% της εγχώριας παραγωγής αλιευτικών προϊόντων προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια και το 35% από την αλιεία, ενώ τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας και τα μύδια αποτελούν τα κύρια είδη εκτροφής αντιπροσωπεύοντας το 87% και το 13% αντίστοιχα της συνολικής παραγωγής. Ο κλάδος δημιουργεί 12.000 θέσεις άμεσης και έμμεσης εργασίας κυρίως σε παράκτιες ή απομακρυσμένες περιοχές.