Το μήνυμα των κεντρικών τραπεζών είναι ένα και επαναλαμβανόμενο: Η μάχη ενάντια στον πληθωρισμό δεν έχει νικηθεί ακόμη. Αυτό αποτελεί και κατευθυντήρια γραμμή στις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής, με τον κύκλο των αυξήσεων των επιτοκίων να μην έχει κλείσει. Η δημόσια συζήτηση, πάντως, για το πού θα «καταστάλαξουν» τα επιτόκια όταν θα έχουμε «κηρύξει τη νίκη στον πληθωρισμό», έχει ήδη ξεκινήσει.
Μερίδα οικονομολόγων προειδοποιεί ότι το κόστος δανεισμού δεν πρόκειται να επιστρέψει στην προ κορονοϊού εποχή των χαμηλών επιτοκίων.
Σημειωτέον, άλλωστε, ότι αν και το ερώτημα για το εάν έχει έλθει η ώρα για τις κεντρικές τράπεζες να χαλαρώσουν τα λουριά δεν φαίνεται να φεύγει από το προσκήνιο, Fed και ΕΚΤ επιμένουν να υπενθυμίζουν ότι δεν προτίθενται να αλλάξουν ρότα πολύ σύντομα.
- Διαβάστε ακόμα: Τι ακριβώς κάνει η κα Λαγκάρντ, όταν δηλώνει ότι τον Μάρτιο το «χρήμα» θα είναι ακριβότερο;
Ενδεικτικά, να αναφερθεί ακόμα ότι στις τελευταίες τους αναλύσεις, η Goldman Sachs και η BofA κάνουν λόγο για ακόμα τρεις αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2023 από την Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ενώ η UBS αναμένει επίσης κινήσεις στις συνεδριάσεις του Μαρτίου και του Μαΐου.
Στο πλαίσιο αυτό, το Bloomberg βάζει στο «μικροσκόπιο» την προοπτική της μη επιστροφής στα προ πανδημίας χαμηλά επίπεδα, αναλύοντας το σκεπτικό γύρω από αυτήν την άποψη, ότι δηλαδή τα επιτόκια πιθανώς τείνουν να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα.
Το πριν, το τώρα και το μετά: Τα υψηλά επιτόκια ήρθαν για να μείνουν;
«Ένα πράγμα, στο οποίο δεν δίνουμε πολλή προσοχή είναι ότι όταν ο πληθωρισμός πέφτει, δεν πρέπει να είμαστε σίγουροι πως και τα επιτόκια θα πέσουν στον βαθμό που έχουμε συνηθίσει» παρατηρεί ο πρώην οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κεν Ρόγκοφ.
Αυτό σημαίνει ότι τα πραγματικά επιτόκια (προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό) θα είναι υψηλότερα από ό,τι πριν, παρά το ότι οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων χωρών τα βλέπουν να επιστρέφουν κοντά στο μηδέν, με τον επικεφαλής οικονομολόγο της JPMorgan, Μπρους Κάσμαν, να τονίζει ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι που αυτό δεν θα συμβεί.
- Διαβάστε ακόμα: Kέρδη με το «τσουβάλι» από την αύξηση των επιτοκίων για τις τράπεζες της ΕΕ και «ψίχουλα» για τους καταθέτες
Πρώτον, όπως παρατηρεί ο ίδιος, η δεκαετία πριν την πανδημία ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη: Μετά την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2007-2009, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά απέφευγαν τον δανεισμό, ενώ ακόμα και οι ίδιες οι κυβερνήσεις κρατούσαν «αποστάσεις ασφαλείας». Συνεπώς, οι κεντρικές τράπεζες αναγκάστηκαν να προβούν σε έκτακτα μέτρα, σε μια προσπάθεια να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και να ξεφύγουν από τον εξαιρετικά χαμηλό πληθωρισμό.
Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία έχουν διαδραματιστεί «δραματικές αλλαγές που έχουν κάμψει την πολιτική των ουδέτερων επιτοκίων», σύμφωνα με τον Μπρους Κάσμαν, και αυτές είναι οι εξής:
- Οι ισολογισμοί των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είναι πολύ ισχυρότεροι σε σύγκριση με την περίοδο μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, εν μέρει χάρη στα μεγάλα πακέτα τόνωσης.
- Ενώ πριν από μία δεκαετία, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη προχωρούσαν σε δημοσιονομική σύσφιξη, η εικόνα σήμερα έχει αλλάξει.
- Τα σοκ προσφοράς που σχετίζονται με την πανδημία έχουν μεταλλάξει τη διαδικασία του πληθωρισμού.
Όσο για το τι μέλλει γενέσθαι την επόμενη δεκαετία, ο Ρόγκοφ «βλέπει» τα πραγματικά επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα απ'ό,τι παλαιότερα.
«Την επόμενη δεκαετία θα ''προσγειωθούμε'' σε υψηλότερα πραγματικά επιτόκια» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Τι σημαίνει αυτό; Αξίζει να σταθούμε σε δύο απότοκα:
- Οι υψηλότερες πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων θα τα καθιστούσαν πιο ελκυστικά, έναντι των μετοχών. Ο Ρόγκοφ προειδοποιεί για «χαμηλότερες τιμές στα assets γενικά».
- Τα υψηλότερα πραγματικά επιτόκια θα είναι ιδιαιτέρως επώδυνα για τις κυβερνήσεις, των οποίων το χρέος έχει αυξηθεί. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει; Το αυξανόμενο κόστος των τόκων τροφοδοτεί το χρέος, πυροδοτώντας έναν φαύλο κύκλο.