Καμία ανησυχία ως προς τις προοπτικές τις εγχώριας οικονομίας αλλά και του πολιτικού περιβάλλοντος, δεν εκφράζει η HSBC, αναμένοντας πλέον έναν ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 2,1% για εφέτος, από 1,2% που εκτιμούσε προηγουμένως και στο 1,4% από 1,7% για το 2024, εξαιτίας των αυστηρότερων χρηματοδοτικών συνθηκών που συνδέονται με την απότομη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Όπως σημειώνει ο ανώτερος οικονομολόγος της HSBC για την Ευρώπη Fabio Balboni, το εγχώριο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,4% στο τέταρτο τρίμηνο, εξαιτίας της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,8%) και της ενίσχυσης των επενδύσεων (+8,5% σε τριμηνιαία βάση) και παρά την επιβάρυνση στο εμπορικό σκέλος, με τις εισαγωγές να αυξάνονται κατά 6,3%. Επιπλέον, οι επενδύσεις είναι πλέον κατά σχεδόν 50% υψηλότερες από τα προ πανδημίας υψηλά τους (αν και υστερούν κατά 30% περίπου από τις αρχές του 2010), ενώ το ΑΕΠ είναι κατά 6,4% υψηλότερο από ό,τι πριν από την πανδημία του κορονοϊού.
Επιπλέον, τα οικονομικά δεδομένα έχουν βελτιωθεί ελαφρώς στο πρώτο μέρος του τρέχοντος έτους, καθώς οι δείκτες PMI για τη μεταποίηση «σκαρφάλωσαν» ξανά πάνω από τις 50 μονάδες το Φεβρουάριο (51,7) και ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ESI) ανέκαμψε περαιτέρω στις 107,5, μονάδες, που είναι και το υψηλότερο επίπεδο από την περίοδο πριν από το ξέσπασμα της σύγκρουσης Ρωσίας - Ουκρανίας.
Το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 10,8% τον Ιανουάριο, που σηματοδοτεί το χαμηλότερο επίπεδο από το 2009. Από την άλλη, άλλοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας ήταν λιγότερο υποστηρικτικοί, όπως για παράδειγμα της παραγωγικής ικανότητας στη μεταποίηση που μειώθηκε στο 72,9% το Φεβρουάριο, το χαμηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Σεπτέμβριο, από το μέγιστο του κύκλου του 76,6% τον Δεκέμβριο. Η έρευνα για την οικοδομική δραστηριότητα κατρακύλησε στις - 44 μονάδες το Φεβρουάριο, το ασθενέστερο επίπεδο από την πανδημία, μετά από το επίπεδο των 12 μονάδων τον περασμένο Δεκέμβριο (αλλά είναι αρκετά ευμετάβλητη). Επιπλέον, η καταναλωτική εμπιστοσύνη σημείωσε απροσδόκητη «βουτιά» το Φεβρουάριο (-47,4 μονάδες επιστρέφοντας στα επίπεδα του Δεκεμβρίου, αφού είχε ανακάμψει απότομα τον Ιανουάριο) και η ετήσια αύξηση των λιανικών πωλήσεων έχει αμβλυνθεί από το καλοκαίρι.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω το Φεβρουάριο (6,5% σε ετήσια βάση από το υψηλό επίπεδο του 12,1% το Σεπτέμβριο). Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει επίσης υποστηρικτική, ενώ τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης - από το οποίο η Ελλάδα σκοπεύει να λάβει επιχορηγήσεις ύψους 1,6% του ΑΕΠ το 2023 και 1,5% το 2024 - αναμένεται να στηρίξουν τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ μέχρι στιγμής Ελλάδα έχει λάβει 11 δισ. ευρώ από το Ταμείο, από ένα σύνολο 31 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, μετά από μια ισχυρή σεζόν πέρυσι, ο τουρισμός ξεκίνησε και φέτος δυναμικά. Η διεθνής επιβατική κίνηση στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας που διαχειρίζεται η Fraport τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο αυξήθηκε κατά 66% σε σύγκριση με πέρυσι και στα επίπεδα του 2019, ενώ στον Διεθνές Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) ήταν κατά 4% υψηλότερη. Η HSBC εκτιμά μόνο ο ξένος τουρισμός θα μπορούσε να συμβάλει κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ, με περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης φέτος, όταν θα μπορούσε να προσθέσει άλλες 1 - 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Επιπλέον, εξαιτίας των ισχυρών φορολογικών εσόδων, το ταμειακό ισοζύγιο της κυβέρνησης βελτιώθηκε σημαντικά πέρυσι από 7,5 δισ. ευρώ πρωτογενές έλλειμμα το 2021 σε 0,3 δισ. ευρώ. Ο στόχος της κυβέρνησης για την επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος φέτος φαίνεται ρεαλιστικός, ακόμη και υπό κάποιους κινδύνους δημοσιονομικής εκτροπής με κάποια – πιθανότατα – προσωρινά έκτακτα φορολογικά έσοδα λόγω του υψηλού πληθωρισμού που στράφηκαν προς τη χρηματοδότηση μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης (αξίας σχεδόν 6% του ΑΕΠ) και κάποια μόνιμες αυξήσεις δαπανών. Σύμφωνα με τον F. Balboni, το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί πάνω από 35% του ΑΕΠ μέσα σε δύο χρόνια φτάνοντας στο 170% περίπου πέρυσι, με τον ίδιο να αναμένει να υποχωρήσει χαμηλότερα του 160% έως το 2024, ήτοι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Ως προς το πολιτικό σκηνικό της χώρας, η HSBC αναφέρει πως το κεντροδεξιό κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας είδε το προβάδισμα έναντι του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ να μειώνεται στο 5% περίπου, ιδίως μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Το ισχύον αναλογικό εκλογικό σύστημα καθιστά τον δεύτερο γύρο των εκλογών αρκετά πιθανό, ο οποίος θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέχρι τις αρχές Ιουλίου. Από την άλλη, ένα νέο εκλογικό σύστημα θα ισχύσει στο δεύτερο γύρο, το οποίο θα κατανέμει ένα «μπόνους» 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Αυτό αναμένεται να αυξήσει τις πιθανότητες της Νέας Δημοκρατίας να αποκτήσει την αυτοδυναμία ή να είναι σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού, σύμφωνα με την HSBC.
Κίνδυνοι
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας διευρύνθηκε από το 6,8% του ΑΕΠ στο 9,7% του ΑΕΠ σε πάνω από 20 δισ. ευρώ, σηματοδοτώντας το υψηλότερο επίπεδο από το 2010. Η επιδείνωση οφείλεται στην εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και μέχρι στιγμής για εφέτος παρουσιάζει μια σημαντική βελτίωση, αλλά παρόλα αυτά αποτελεί πηγή ανησυχίας για μια χώρα με εξωτερικό χρέος σχεδόν 300% του ΑΕΠ», επισημαίνει ο Fabio Balboni.
Επιπλέον, με τις αυξημένες ανησυχίες για πιθανούς τριγμούς και κινδύνους γύρω από τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (τρέχουσα τραπεζική κρίση SVB - Credit Suisse), οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν σύντομα να βρεθούν στο ραντάρ των επενδυτών. Ωστόσο, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται ανθεκτικό, καθώς ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο 6% περίπου από το υψηλό του 50% σχεδόν το 2016, χάρη στις εγγυήσεις ύψους 18 δισ. ευρώ που δόθηκαν στο πλαίσιο του κυβερνητικού προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων («Ηρακλής») που ξεκίνησε το 2019. Όπως σημειώνει η HSBC, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος δήλωσε ότι η πιθανότητα μετάδοσης είναι «πολύ μικρή».