Περιοριστικά στην πιστωτική επέκταση επιδρά η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής. Οι επιπτώσεις των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ στον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης δεν έχουν ακόμη φανεί πλήρως και αναμένεται να ενταθούν στο υπόλοιπο του έτους και το 2024- 2025, χωρίς όμως το μέγεθός τους να είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Αυτό αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, ερευνώντας την επίδραση της αύξησης των δανειακών επιτοκίων στην τραπεζική πίστη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα άσκησης προσομοίωσης από την ΤτΕ, μία θετική διαταραχή από την αύξηση του βασικού επιτοκίου πολιτικής της ΕΚΤ μετακυλίεται στα επιτόκια των τραπεζικών δανείων, προκαλώντας μείωση του υπολοίπου των πιστώσεων.
Για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και για τα νοικοκυριά, η ΤτΕ υπολογίζει στην άσκησή της αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης και διαπιστώνει ότι αυτή μεγιστοποιείται μετά από 4 και 5 τρίμηνα (για τα νοικοκυριά και για τις επιχειρήσεις αντιστοίχως). Στη διάρκεια αυτή, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μειώνεται κατά περίπου 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας και για τα νοικοκυριά κατά 0,2, αντίστοιχα, και τείνει να μηδενιστεί μετά από 2-3 έτη. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η επίδραση μιας αύξησης επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης (ιστορικό δείγμα το οποίο σταματά πριν από την πανδημία) θα μπορούσε να μειώσει τον ετήσιο ρυθμό ανόδου των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μετά από 4 τρίμηνα κατά 0,8 ποσοστιαίας μονάδας, σε σύγκριση με μείωση κατά 0,2 ποσ. μον. σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις. Στην περίπτωση των δανείων προς νοικοκυριά, τα αντίστοιχα μεγέθη είναι -0,3 ποσ. μον. (προ πανδημίας δείγμα) και -0,15 ποσ. μον. (τρέχουσες εκτιμήσεις).
Σημειώνεται ότι το διάστημα Ιουλίου 2022-Μαρτίου 2023 η σωρευτική αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ήταν 350 μονάδες βάσης. Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε άνοδος των επιτοκίων στα δάνεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις κατά 256 μονάδες βάσης και προς τα νοικοκυριά κατά 87 μονάδες βάσης (μέχρι τον Απρίλιο του 2023).
Οι αυξήσεις των επιτοκίων των δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά υπολείπονται των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ, καθώς κατά τη διαδικασία μετακύλισης της ανόδου των επιτοκίων πολιτικής στα τραπεζικά επιτόκια είναι εύλογο να υπάρχουν υστερήσεις. Ενδεικτικά, η ΤτΕ αναφέρει ότι στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο οι τράπεζες αναπροσαρμόζουν μόνο μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τα επιτόκιά τους (π.χ. μετά από ένα μήνα για τα στεγαστικά δάνεια ή κάθε Δεκέμβριο και Ιούνιο για τα επιχειρηματικά δάνεια). Επίσης, η πολιτική τιμολόγησης την οποία ακολουθεί μία τράπεζα μπορεί να προβλέπει μόνο μερική ή σταδιακή μετακύλιση του επιτοκιακού κόστους στους δανειολήπτες, ενώ υπάρχουν διαφορές μεταξύ των τραπεζών ως προς την έκταση και την ταχύτητα ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Επιπλέον, μέσω του δανειακού σκέλους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) προβλέπεται η διάθεση προς τις επιχειρήσεις (με τη διαμεσολάβηση των τραπεζών) σημαντικών δημόσιων δανειακών πόρων με πολύ χαμηλά επιτόκια. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η τραπεζική πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις δεν περιλαμβάνει τα εν λόγω χαμηλότοκα δάνεια (καθώς δεν είναι κατ’ ουσίαν τραπεζικά), περιλαμβάνει όμως τα δάνεια συγχρηματοδότησης εκ μέρους των τραπεζών (με δικούς τους πόρους) των επενδύσεων που υπάγονται στο δανειακό σκέλος του RRF, τα οποία παρέχονται με τα τρέχοντα επιτόκια της αγοράς. Επομένως, είτε μέσω των αμιγώς τραπεζικών δανείων που υπάγονται στο RRF είτε μέσω εκείνων τα οποία δεν υπάγονται σε αυτόν, η αύξηση των επιτοκίων συγκρατεί τον ετήσιο ρυθμό ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Εν κατακλείδι, η ΤτΕ διαπιστώνει ότι η αρνητική συμβολή της μέχρι σήμερα ανόδου των επιτοκίων στον ετήσιο ρυθμό ανόδου της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ήταν περιορισμένη μέχρι το α΄ τρίμηνο του 2023, ενώ αναμένεται να αυξηθεί κατά το τρέχον και το επόμενο έτος σε ήπια ετήσια ποσοστά. Η συμβολή αυτή είναι πιο περιορισμένη στην περίπτωση των πιστώσεων προς νοικοκυριά από ό,τι για τις πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι κατά την περίοδο μετά την έναρξη των αυξήσεων των επιτοκίων, το υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης ξεκίνησε να επηρεάζεται αρνητικά από τις (ολικές ή μερικές) αποπληρωμές δανείων εκ μέρους κάποιων επιχειρήσεων και νοικοκυριών προκειμένου να περιορίσουν το κόστος εξυπηρέτησής τους.