Η παγκόσμια κούρσα επιδοτήσεων που έχει πυροδοτήσει το στοίχημα της «πράσινης» μετάβασης - και η προσπάθεια των μεγαλύτερων οικονομιών να ανταποκριθούν σε αυτό - φαίνεται πως δημιουργεί μία νέα τάξη πραγμάτων στην παγκόσμια οικονομία, αφήνοντας πίσω μικρότερες χώρες που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό.
Ο λόγος για τον αγώνα επιδοτήσεων για την καθαρή τεχνολογία, στον οποίο συμμετέχουν οι τρεις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη: Οι ΗΠΑ με τις επιδοτήσεις και εκπτώσεις φόρων δισεκατομμυρίων, η ΕΕ που «απαντά» με το δικό της πακέτο, αλλά και η Ιαπωνία που έχει ανακοινώσει σχέδια για δανεισμό 150 δισ. δολ. για τη χρηματοδότηση «πράσινων» επενδύσεων. Όλες τους επιδιώκουν ουσιαστικά να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Κίνα, η οποία διατηρεί σημαντικό προβάδισμα σε τομείς όπως η κατασκευή μπαταριών και τα ορυκτά.
Εντούτοις, κάποιοι μένουν πίσω. Για παράδειγμα, η Βρετανία και η Σιγκαπούρη δεν μπορούν να ανταγωνιστούν αυτές τις οικονομίες στην προσφορά επιδοτήσεων, ενώ αναδυόμενες αγορές - όπως η Ινδονησία - που «πόνταραν» στην αξιοποίηση φυσικών τους πόρων, βρίσκονται επίσης σε δυσχερή θέση.
Έτσι, η κούρσα επιδοτήσεων αναδύεται ως «απειλή» για την οικονομική ολοκλήρωση που για δεκαετίες κατέρριπτε τα εμπόδια στο εμπόριο και τις επενδύσεις μεταξύ των χωρών, με τους οικονομολόγους να κρούουν «καμπανάκι» κυρίως για τις μικρότερες, αναπτυσσόμενες οικονομίες, για τις οποίες η πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές θεωρείται το «κλειδί» για μία πορεία προς μεγαλύτερη ευημερία.
«Ο κόσμος στο σύνολό του γίνεται ολοένα και πιο εσωστρεφής και απομακρύνεται από το ελεύθερο εμπόριο και τις επενδύσεις» σημειώνει, χαρακτηριστικά στην Wall Street Journal, ο David Loevinger, πρώην αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και διευθύνων σύμβουλος για τις αναδυόμενες αγορές στην TCW Group. «Η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και η Κίνα βρίσκονται σε έναν ανταγωνισμό επιδοτήσεων και οι ηττημένοι σε αυτόν τον ανταγωνισμό είναι φτωχότερες οικονομίες με λιγότερους δημοσιονομικούς πόρους» επισημαίνει.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Ινδονησίας που φιλοδοξεί να μετατρέψει τους άφθονους πόρους του νικελίου της σε κορυφαία βιομηχανία μπαταριών παγκοσμίως. Ωστόσο, το πλαίσιο των ΗΠΑ δεν προβλέπει επιδοτήσεις για μπαταρίες EV που περιέχουν μεγάλες ποσότητες ορυκτών από χώρες που δεν είναι εταίροι ελεύθερου εμπορίου των ΗΠΑ (όπως η Ινδονησία).
Σημειωτέον ότι οι ΗΠΑ, με τον νόμο που εισήγαγαν για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), προσφέρουν 369 δισ. δολ., μέσω κινήτρων και χρηματοδότησης, για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, γνωρίζοντας μάλιστα μεγάλη εισροή ξένων επενδύσεων. Μερικά παραδείγματα: Η BMW που ετοιμάζει την κατασκευή νέου εργοστασίου μπαταριών στη Νότια Καρολίνα, η Hyundai και η LG που ανακοίνωσαν σχέδια 4,3 δισ. δολ. για εργοστάσιο μπαταριών στην Τζόρτζια, η Panasonic που κατασκευάζει εργοστάσιο στο Κάνσας.
Καθίσταται σαφές, λοιπόν, ότι οι ΗΠΑ ηγούνται της «κούρσας» επιδοτήσεων, εξού και η «έκρηξη» των επενδύσεων. Σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, πέρυσι οι ΗΠΑ εισέπραξαν σχεδόν το 22% των παγκόσμιων άμεσων ξένων επενδύσεων, λαμβάνοντας τη «μερίδα του λέοντος».
Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζει το δικό της πακέτο στήριξης, χαλαρώνοντας τους περιορισμούς όσον αφορά στις επιδοτήσεις που μπορούν να δώσουν τα κράτη - μέλη στη βιομηχανία. Στόχος της ΕΕ είναι έως το 2030 να κατασκευάζεται εντός των συνόρων της το 40% κομβικών τεχνολογιών που απαιτούνται για την πράσινη μετάβαση.
Στην περίπτωση της Βρετανίας, η νέα τάξη πραγμάτων όσον αφορά στο παγκόσμιο εμπόριο λαμβάνει χώρα σε μία μάλλον δύσκολη στιγμή για τη χώρα, καθώς βρίσκεται στη διαδικασία χάραξης μιας νέας πορείας μετά το Brexit - που σήμανε το τέλος της εύκολης πρόσβασης στην ενιαία αγορά της ΕΕ.
Εν μέσω αυξανόμενων εκκλήσεων προς το Λονδίνο για μία ανανεωμένη βιομηχανική στρατηγική και με τη συνολική κλίμακα «πράσινων» επιδοτήσεων της χώρας να υστερεί - σε σχέση με τις ΗΠΑ - η κυβέρνηση φαίνεται να προορίζει τη χρηματοδότηση σε τομείς, όπου η Βρετανία διαθέτει ξεκάθαρο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.