Οι πρωτόγνωρες καταστροφές που συνέβησαν στην καρδιά της αγροτικής Ελλάδας, όχι μόνο στη Θεσσαλία αλλά στον Έβρο και αλλού, μας αναγκάζει να σκεφτούμε δύο πράγματα: τι συνεπάγεται το νέο σκηνικό για την προσφορά αγροτικών προϊόντων και τροφίμων γενικότερα και δεύτερο εάν τα συμβατικά μέτρα αντιμετώπισης των συνεπειών τους είναι επαρκή ή όχι.
Ενώ από μια πρώτη ματιά, η μεγάλη ζημιά μοιάζει να έχει συμβεί στην πλημμυρισμένη Θεσσαλία, φαίνεται ότι η φωτιά στον Έβρο έχει μεγαλύτερη βαρύτητα. Η Θράκη είναι κι αυτή μεγάλος παραγωγός αγροτικών προϊόντων, όπως και η Θεσσαλία άλλωστε, αλλά με μια διαφορά: εκεί τα πράγματα στοιχίζουν λιγότερο. Το γάλα, τα σιτάρια, τα καλαμπόκια, ο ηλιόσπορος είναι ουσιαστικά φθηνότερα από την υπόλοιπη Ελλάδα, άρα χάνοντας την προσφορά της Θράκης χάνεις μια φθηνή πηγή τροφοδοσίας. Με τον πληθωρισμό τροφίμων στα ύψη, είναι προφανείς οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης: περαιτέρω αυξητικές πιέσεις επί των τιμών ή εάν το προτιμάτε αλλιώς λιγότερο φρένο στις αυξήσεις.
Με τις πυρκαγιές στον Έβρο, έμαθε το ευρύ κοινό ότι εκεί στα βόρεια υπάρχει ένας εξαιρετικός ελαιώνας, με συνεχείς διεθνείς βραβεύσεις, που φέτος, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα ήταν φορτωμένος με ελιές. 120.000 από τα ελαιόδενδρα αυτά δεν υπάρχουν πια. Ούτε και 2.500 παραγωγικά ζώα μικρά και μεγάλα. Κάηκε πλήθος αποθηκών με αποθηκευμένες ζωοτροφές. Κάηκαν στάβλοι και άλλες εγκαταστάσεις. Αλλά πού θα βρουν γάλα να φτιάξουν γαλακτοκομικά προϊόντα οι μεγάλες και μικρές βιομηχανίες της περιοχής; Εάν προσέξετε, πλήθος προσφορών γαλακτοκομικών προϊόντων σε Σούπερ Μάρκετ, αφορούν προϊόντα από την περιοχή αυτή. Τώρα, πάει και αυτό το όπλο ενάντια στον πληθωρισμό, απενεργοποιήθηκε.
Μετά από κάθε φυσική καταστροφή, έχει πια δημιουργηθεί ένα πακέτο βοήθειας, που ουσιαστικά συνίσταται σε άμεσο οικονομικό βοήθημα και αναστολή υποχρεώσεων των πληγέντων προς δημόσιο και τράπεζες. Απολύτως αναγκαίο, αφού η καθημερινή ζωή των πληγέντων πρέπει να συνεχιστεί. Πρέπει όμως να συνεχιστεί και η αγροτική δραστηριότητα, διότι χωρίς αυτή δεν θα έχουμε κανείς μας φαγητό να φάμε! Το ζήσαμε με την κήρυξη του πολέμου στην Ουκρανία: Ανακαλύψανε όλοι ότι η Ελλάδα δεν είναι αυτάρκης στο μαλακό σιτάρι και, απολύτως εσφαλμένα αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση, πρότειναν πολιτικές αυτάρκειας. Σήμερα 2 χρόνια μετά από τότε, με την αγροτική μας παραγωγή σε πλήρη δράση και βλέπουμε τα προϊόντα διατροφής στο ράφι και σταυροκοπιόμαστε, σκεφτείτε τι θα γίνει χωρίς αυτή. Δεν μπορεί να υπάρξει καθημερινότητα όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα, εάν εκλείψει η προσφορά προϊόντων διατροφής από Έλληνες παραγωγούς, όχι μόνο αγρότες αλλά και μεταποιητές.
Άρα λοιπόν πέρα από τις συνήθεις αποζημιώσεις που δίνει ο ΕΛΓΑ, οι οποίες δεν ξέρουμε πού θα πρωτοφθάσουν φέτος, χρειάζεται κι ένα διαφορετικό πακέτο επιπλέον μέτρων, ώστε να μπορέσει ο μέσος παραγωγός να ξανασπείρει τη γη του και να ταΐσει τα ζώα του. Τα χρήματα του ΕΛΓΑ θα δοθούν αργά και μέρος τους θα καταναλωθεί για τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας. Δεν θα φτάσουν για την επόμενη καλλιέργεια. Με τις τιμές των εφοδίων στα ύψη, τα κοστολόγια καλλιέργειας την χρονιά που μας έρχεται δεν θα είναι τρομακτικά μειωμένα σε σχέση με πέρυσι. Θα είναι ίσως 20% κάτω, αλλά μη ξεχνάτε οτι οι περσινές τιμές ήταν εκτός πραγματικότητας. Άρα και φέτος η καλλιέργεια δεν θα είναι φθηνή. Καθόλου μάλιστα.
Ένα διαφορετικό πακέτο θα ήταν για παράδειγμα η παροχή ενός άτοκου κεφαλαίου κίνησης για αγορά εφοδίων, το οποίο μέσω προπληρωμένης κάρτας θα μπορεί κάποιος να αγοράσει εφόδια και καύσιμα, κάτι ανάλογο με αυτό που γίνεται σήμερα με την προεξόφληση επιδοτήσεων και την κάρτα του αγρότη. Και γιατί άτοκο θα πει κανείς και όχι με μειωμένο επιτόκιο? Διότι η γη πρέπει φέτος να καλλιεργηθεί σωστά. Πέρυσι όλοι μας «κλέψαμε» και στο σπόρο και στα λιπάσματα και όπου τέλος πάντων μπορούσαμε. Εκεί που είχαν φτάσει οι τιμές λογικό δεν ήταν; Φέτος όμως χρειάζεται να επιστρέψουμε στο έδαφος, όσα πήραμε τις προηγούμενες χρονιές και δεν το ξαναδώσαμε πίσω, συν τις δαπάνες που είναι αναγκαίες να υπάρξουν επισκευές εγκαταστάσεων, απομακρύνσεις φερτών υλικών, αποκαταστάσεις ζημιών σε μηχανήματα.
Υπάρχει τεράστια ανάγκη να συνεχιστεί το αγροτικό επάγγελμα. Πάρτε για παράδειγμα τη περιοχή Φαρσάλων, μια περιοχή ιδιαίτερης αγροτικής βαρύτητας. Χτυπημένη δύο φορές και μάλιστα με σφοδρότητα από τον καιρό (θυμηθείτε τον Ιανό) τα τελευταία τρία χρόνια, είναι θεμιτό κάποιοι να σκεφτούν να τα εγκαταλείψουν. Αλλοι λόγω ηλικίας, άλλοι λόγω ανάγκης να βρουν άμεσα κάποιο εισόδημα, άλλοι από αγανάκτηση για το ξεσκέπαστο μαγαζί, όπως συνηθίζουν να λένε οι αγρότες για το επάγγελμά τους. Και σήμερα που οι συνθήκες απασχόλησης είναι πολύ καλύτερες από οτι στον Ιανό, αρκετοί θα το τολμήσουν.
Ε, θα πει κάποιος, όλο και κάποιος θα βρεθεί να καλλιεργήσει τα χωράφια που θα μείνουν χωρίς αφεντικό. Δεν είναι απόλυτα σίγουρο. Μπορεί όντως να βρεθεί κάποιος να σπείρει σιτάρι που είναι εύκολη καλλιέργεια και απολύτως μηχανοποιημένη, αλλά και πάλι με τα σημερινά κοστολόγια θα απαιτηθούν πολύ μεγάλα κεφάλαια κίνησης που δεν είναι βέβαιο οτι υπάρχουν. Αλλά αναφορικά με άλλες καλλιέργειες; Πώς θα ποτιστούν από μια οικογένεια γεωργών με 3 ή 4 βοηθούς Αλβανικής προέλευσης 1000 στρέμματα παραπάνω καλαμπόκια; Πώς θα καλλιεργήσεις 300 ή 500 παραπάνω στρέμματα μήλα στην Αγιά που και αυτή έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό. Πώς θα εκτρέψει κάποιος 50 αγελάδες παραπάνω, όταν οι ζωοτροφές στον καμένο έβρο βρίσκονται πια σε έλλειψη; Για να γίνει αυτό χρειάζονται άλλες δομές, εταιρικής μορφής, πυραμίδα εργαζομένων και όχι το αφεντικό και οι βοηθοί του, χρειάζεται συμπλήρωμα στον μηχανολογικό και κτηριακό εξοπλισμό που κοστίζει πολλά χρήματα, χρειάζεται λογιστήριο να παρακολουθεί την καθημερινή λειτουργία και όχι να αποδίδει ΦΠΑ κάθε τρίμηνο, χρειάζεται στήριξη από γεωπονικά καταστήματα που λίγα μπορούν να την προσφέρουν ανά την επικράτεια.
Ελλείψει λοιπόν προυποθέσεων για άμεση διαχείριση των εκτάσεων που πιθανόν να εγκαταλειφθούν μετά από τόσες καταστροφικές χρονιές, πρώτο μέλημα της πολιτείας αλλά και της κοινωνίας θα πρέπει να είναι η συνέχιση του αγροτικού επαγγέλματος από τους φορείς που την ασκούσαν μέχρι σήμερα. Όταν κοπεί βίαια ο κρίκος της αλυσίδας που συνδέει την αγροτική οικογένεια με τη γη της, τότε τα πράγματα γίνονται δύσκολα για όλους μας, όχι μόνο για τους ίδιους. Μετά θα έχουμε τη δυνατότητα να διορθώσουμε κάποια από τα πολλά κακώς κείμενα.
Μια μικρή ιστορία που μας έμαθε πολλά: ευκατάστατος καρδιολόγος είχε αγοράσει μια δασική έκταση. Βρέθηκε σε μια δασική πυρκαγιά σε άλλη περιοχή και τρομοκρατήθηκε από το τι μπορεί να πάθει. Μας φώναξε να τον συμβουλέψουμε τι πρέπει να κάνει. Εμείς επιμέναμε να τον ρωτάμε τι θέλει να κάνει αυτή την έκταση ώστε να του προτείνουμε αναλόγως. Αυτός επέμενε «να την κάνω κάτω τζάμι να μην πιάνει φωτιά». Με τα πολλά, έγινε σαφές οτι λόγω επαγγέλματος, ήθελα τον ασθενή ζωντανό και μετά θα έκανε ο ίδιος ή άλλοι συνάδελφοί του ότι μπορούσε. Εαν όμως τον έχανε...
Έτσι κι εμείς τώρα, να φροντίσουμε να μη χάσουμε τους σημερινούς αγρότες μας που έπαθαν ζημιά, γιατί μετά θα ψάχνουμε και δεν θα τους βρίσκουμε...