Ισχυρό σήμα αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας από το αμερικανικό «ιππικό» των Standard & Poor's και Fitch στις προσεχείς αξιολογήσεις, στέλνει η UniCredit, μετά και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη DBRS.
Αξίζει να αναφέρουμε πως σε επίπεδο αγορών - διαχειριστών, στον κλάδο των οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κυριαρχούν οι τρεις μεγάλοι οίκοι - Moody's, Standard & Poor's και Fitch - οι οποίοι ελέγχουν το 95%, με τη Moody's και τη Standard & Poor's να καλύπτουν το 80% της διεθνούς αγοράς και τη Fitch το 15%.
Έτσι, όπως αναφέρει η Tullia Bucco, οικονομολόγος του ιταλικού οίκου που καλύπτει σε επίπεδο ανάλυσης την Ελλάδα, στις 8 Σεπτεμβρίου, η DBRS αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο, δίνοντας την επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά από τότε που η Αθήνα ζήτησε οικονομική βοήθεια από τους Ευρωπαίους εταίρους της και το ΔΝΤ. Παρότι η αντίδραση της αγοράς στην κίνηση της DBRS ήταν σε μεγάλο βαθμό χαμηλή - υποτονική (τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονταν ήδη σε επίπεδα επενδυτικής βαθμίδα), η αναβάθμιση αποτελεί ένα θετικό γεγονός για τη χώρα για διάφορους λόγους, όπως σημειώνει η Bucco. Πρώτον, η αναβάθμιση μπορεί να οδηγήσει σε μια ευκολότερη πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες λόγω της διεύρυνσης της βάσης εξασφαλίσεων και δεύτερον, τα ελληνικά ομόλογα έρχονται ένα βήμα πιο κοντά στην ένταξη στους διεθνείς δείκτες, κάτι που συνήθως απαιτεί την επενδυτική βαθμίδα από τουλάχιστον έναν από τους τρεις κορυφαίους οίκους αξιολόγησης (S&P, Moody's ή Fitch).
Για την ένταξη στον δείκτη Bloomberg Barclays, χρειάζονται δύο investment grade αξιολογήσεις από Moody's, Standard & Poor's και Fitch, για τον iBoxx χρειάζεται αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας σε μέσο όρο από τους τρεις παραπάνω και για τον FTSE Rusell χρειάζεται αναβάθμιση στη βαθμίδα «Α-» τόσο από τη Standard & Poor's όσο και από τη Moody’s. Η UniCredit θεωρεί αρκετά πιθανό να συμβεί αυτό, πριν από το τέλος του έτους, καθώς τόσο η Standard & Poor's όσο και η Fitch έχουν προγραμματισμένα ραντεβού με την ελληνική οικονομία στις 20 Οκτωβρίου και την 1η Δεκεμβρίου αντίστοιχα.
Ευρύτερα ωστόσο, μετά από μια πολύ ισχυρότερη, από το αναμενόμενο, πορεία του ΑΕΠ κατά το δεύτερο τρίμηνο (+1,3% σε τριμηνιαία βάση), ο ιταλικός οίκος αναθεωρεί προς το πάνω την εκτίμησή του για την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας κατά 0,6% στο 2,4% για φέτος, σημειώνοντας πως «η επιτάχυνση κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους θα υπεραντισταθμίσει τις επί τα χείρω αναθεωρήσεις του ΑΕΠ για το δεύτερο φετινό εξάμηνο. Για το επόμενο έτος, αναθεωρούμε την πρόβλεψή μας για την ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 1,4% (έναντι 1,5% προηγουμένως) λόγω της ασθενέστερης επίδρασης του carry over».
Η οικονομολόγος του επενδυτικού οίκου εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με έναν αρκετά ισχυρό ρυθμό το τρίτο τρίμηνο προτού αρχίσει να επιβραδύνεται το φθινόπωρο καθώς υποχωρεί η δυναμική από την τουριστική περίοδο, η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία επιταχύνεται και η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης μειώνει τις βιομηχανικές παραγγελίες. Αυτό αντανακλάται στις ενδείξεις από τις τελευταίες έρευνες του οικονομικού κλίματος, οι οποίες υποδεικνύουν μια σταθερή ανάπτυξη μέχρι τον Αύγουστο, λόγω της ισχυρής δυναμικής των υπηρεσιών και της ανθεκτικής μεταποιητικής δραστηριότητας. Η έρευνα για τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρέμεινε σε επίπεδα κοντά στα υψηλά του 2008, ενώ ο PMI μεταποίησης κατά την περίοδο Ιουλίου - Αυγούστου αυξήθηκε κατά μια ολόκληρη μονάδα υψηλότερα από τα επίπεδα του δεύτερου τριμήνου. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη εξακολουθεί επίσης να υποστηρίζει τις αναπτυξιακές προοπτικές, όπως συμπληρώνει η Bucco.
Η επιτάχυνση της απορρόφησης των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις, ιδίως σε κατασκευές μη οικιστικών κτιρίων και, σε μικρότερο βαθμό, σε εξοπλισμό. Αυτή η ώθηση θα αμβλύνει εν μέρει τον αντίκτυπο των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης και της πιθανής επιδείνωσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν να υποστηρίζονται από την εξελισσόμενη ώθηση και ανάκαμψη από τις διεθνείς τουριστικές αφίξεις, που πλησίασαν τα επίπεδα του 2019 έως τον Ιούνιο. Παράλληλα, το νέο πακέτο μέτρων στήριξης του εισοδήματος ύψους 2,5 δισ. ευρώ, μαζί με την επέκταση των επιδοτήσεων για τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, αναμένεται επίσης να μετριάσει τον αντίκτυπο της επιβράδυνσης του εισοδήματος και τον αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Ο ιταλικός επενδυτικός οίκος εκτιμά πως ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 4% για εφέτος (από 3,8% που ανέμενε), προτού υποχωρήσει στο 2,9% (από 2,8% που ανέμενε) το 2024. Όσον αφορά το έλλειμμα του προϋπολογισμού, εκτιμά πως θα κινηθεί στο 1,9% το 2023 και στο 1,6% το 2024, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει ελλειμματικό και πιο συγκεκριμένα στο 8% του ΑΕΠ και στο 6% του ΑΕΠ για το 2023 και για το 2024 αντίστοιχα. Ως προς τον δείκτη δημόσιου χρέους εκτιμά πως θα υποχωρήσει στο 165% φέτος και ελαφρώς χαμηλότερα, στο 164,7% το 2024.