Η αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα τους πρώτους 9 μήνες του έτους αλλά και οι προκλήσεις του μέλλοντος τίθενται στο επίκεντρο του εβδομαδιαίου δελτίου «7 Ημέρες Οικονομία» της Eurobank Research.
Σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2023 διαμορφώθηκε στα 4,205 εκατομμύρια άτομα (εποχικά διορθωμένα στοιχεία), ενισχυμένος κατά 0,1% σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,7% σε ετήσια βάση. Στο σύνολο του 9μηνου Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης επιβραδύνθηκε στο 1,6% από 6,6% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, αντανακλώντας την εν εξελίξει μείωση του ρυθμού ανόδου της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας σε σύγκριση με την μεταπανδημική απότομη ανάκαμψη της διετίας 2021-2022. Εντούτοις, για πολλοστή χρονιά την τελευταία δεκαετία, η συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης αναμένεται να είναι θετική και σημαντική. Η αντίστοιχη συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου προσδοκάται ότι θα περάσει σε θετικό έδαφος το 2024, καθότι προβλέπεται ότι οι επενδύσεις παγίων για πρώτη φορά μετά το 2009 θα ξεπεράσουν τις αποσβέσεις, δηλαδή θα αυξηθεί το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά τον λόγο των ανέργων προς το εργατικό δυναμικό, δηλαδή το ποσοστό ανεργίας, καταγράφηκε απότομη μείωση στο 10,4% το γ’ τρίμηνο 2023 από 11,3% το β’ τρίμηνο 2023. Η εν λόγω συρρίκνωση δεν προήλθε από ισχυρή αύξηση της απασχόλησης -ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων αυξήθηκε οριακά στα 4.205,7 χιλ. άτομα από 4202,9 χιλ. άτομα το β’ τρίμηνο 2023- αλλά από ισχυρή μείωση του αριθμού των ανέργων κατά 45,2 χιλ. άτομα (-8,5%), μείωση που αποτυπώθηκε στη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού κατά 42,4 χιλ. άτομα το γ’ τρίμηνο 2023. Παρά ταύτα, στο σύνολο του 9μηνου Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023 η ετήσια συρρίκνωση του ποσοστού ανεργίας στο 11,0% από 12,6% το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι αντανακλάται τόσο στη μείωση του αριθμού των ανέργων (-79,7 χιλ. άτομα, -13,3%) όσο και στην αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων (+66,4 χιλ. άτομα, +1,6%), με το εργατικό δυναμικό να συρρικνώνεται σε ετήσια βάση κατά 13,4 χιλ. άτομα ή 0,3%, δηλαδή με έναν ρυθμό ελαφρώς χαμηλότερο σε σύγκριση με την προ πανδημίας τάση. Τέλος, το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, ήτοι το ποσοστό των ατόμων στον πληθυσμό που εργάζονται ή δεν εργάζονται αλλά αναζητούν απασχόληση, διαμορφώθηκε στο 60,4% το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023 από 60,3% το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022 και 59,7% το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019 (προ πανδημίας επίπεδα).
Λαμβάνοντας υπόψιν την ταυτότητα,
Υ ≡ Ν * (LF/N) * (E/LF) * (Y/E) (1)
όπου Υ το πραγματικό ΑΕΠ, Ν ο πληθυσμός, LF/N το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού (N) στο εργατικό δυναμικό (LF), E/LF το ποσοστό της απασχόλησης (E) στο εργατικό δυναμικό, μεταβλητή που ισούται με 1-Ur, όπου Ur το ποσοστό ανεργίας, και Y/E το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο, μεταβλητή που ορίζεται ως παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους απασχολούμενων ατόμων, προκύπτουν τα παρακάτω συμπεράσματα αναφορικά με τη συνεισφορά των προαναφερθέντων μακροοικονομικών μεταβλητών της αγοράς εργασίας στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας:
1. Η τρέχουσα μείωση του πληθυσμού (-0,4% σε ετήσια βάση το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023), η οποία ασκεί αρνητικές επιδράσεις στο ΑΕΠ καθότι συρρικνώνονται οι διαθέσιμοι πόροι του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας, δύναται να επιβραδυνθεί βραχυχρόνια μέσω της αντιστροφής της καθαρής εκροής ανθρώπινου κεφαλαίου (brain drain) σε καθαρή εισροή ανθρώπινου κεφαλαίου (brain gain) με ευεργετικές συνέπειες και στη συνιστώσα της παραγωγικότητας της εργασίας.
2. Η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό (π.χ. μέσω αύξησης της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των γυναικών και των νέων) και η περαιτέρω μείωση του ποσοστού ανεργίας, η οποία ωστόσο θα πρέπει να συνοδευτεί και από μείωση του φυσικού ποσοστού ανεργίας (δομική ανεργία) έτσι ώστε να μην δημιουργηθούν έντονες πληθωριστικές πιέσεις, μεσοπρόθεσμα δύνανται να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις στο ΑΕΠ από τη μείωση του πληθυσμού. Αυτό δείχνει ότι για κάποια χρόνια, όχι για πολλά, ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας στην Ελλάδα δύναται να έχει θετική συνεισφορά στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης, καθότι υπάρχουν δυνατότητες για περαιτέρω αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στον πληθυσμό (υπολείπεται σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης) και περαιτέρω μείωση του ποσοστού ανεργίας (υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης) μέσω των κατάλληλων πολιτικών, κυρίως στο πεδίο των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων.
3. Μακροχρόνια η επίδοση της Ελλάδας στο πεδίο της οικονομίας (και όχι μόνο) αντιμετωπίζει σημαντικούς περιορισμούς από το τρέχον δημογραφικό πρόβλημα (υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσμού) το οποίο ασκεί αρνητικές επιδράσεις στον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης. Ο ρυθμός μεταβολής της απασχόλησης έλκεται από τον ρυθμό μεταβολής του πληθυσμού και μακροχρόνια ισούται με αυτόν. Απαιτείται σήμερα να εφαρμοστούν οι κατάλληλες πολιτικές (π.χ. κίνητρα για την αύξηση του ρυθμού των γεννήσεων) έτσι ώστε το πρόβλημα να αμβλυνθεί στο μέλλον. Τέλος, όταν εξαντληθούν οι θετικές επιδράσεις στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης από την αύξηση της συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό και από τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, ο μόνος παράγοντας που δύναται να αντισταθμίσει τις οικονομικές επιπτώσεις του τρέχοντος δημογραφικού προβλήματος είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η εν λόγω συνιστώσα δύναται να έχει θετική συνεισφορά στον ρυθμό μεγέθυνσης και στη μεσοπρόθεσμη περίοδο, καθότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης των επενδύσεων ιδιαίτερα σε παραγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, βελτίωσης της ποιότητας των θεσμών και υιοθέτησης νέων τεχνολογιών, δηλαδή παραγόντων που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας.