Για την Ελλάδα, η στόχευση της ενεργειακής ασφάλειας είναι συνδεδεμένη με την «πράσινη» μετάβαση, σημείωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, από το βήμα του τριήμερου συνεδρίου «Ενεργειακή Ασφάλεια και Πράσινη Ανάπτυξη», που διοργανώνει το ΥΠΕΝ. Όπως πρόσθεσε, η πρόσφατη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδειξε στην Ευρώπη πόσο σημαντική είναι η ενεργειακή εξάρτηση σε μία εποχή γεωπολιτικής αστάθειας.
Σύμφωνα με τον κ. Σκυλακάκη, για την χώρα μας διανοίγονται πολύ μεγάλες ευκαιρίες να συνεισφέρει στην πολιτική που έχει χαράξει η Ευρώπη, με σκοπό τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης και τον περιορισμό των εκπομπών. Ο πρώτος λόγος είναι πως η Ελλάδα μπορεί να γίνει εξαγωγική στην «πράσινη» ενέργεια, καθώς έχει ήδη αναπτύξει ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο μονάδων ΑΠΕ, και δρομολογεί σημαντικές επενδύσεις στην αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας – τόσο σε αντλησιοταμίευση, όσο και σε μπαταρίες.
Ακόμη μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγή «πράσινης» ενέργειας υπόσχεται το πολύ σημαντικό υπεράκτιο αιολικό δυναμικό που έχει η χώρα μας. «Η ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών είναι εθνικός στόχος, καθώς το υπεράκτιο αιολικό δυναμικό θα εξασφαλίζει μεγάλο χρόνο λειτουργίας στα πάρκα (πάνω από 40-50%), ώστε να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία όλου του ενεργειακού συστήματος της ΝΑ Ευρώπης», πρόσθεσε.
Στόχος είναι η ανάπτυξη του πρώτου «κύματος» έργων μέχρι το 2028-2032 -και πάρκων συνολικής ισχύος 12 GW με ορίζοντα το 2040- να δώσει το έναυσμα για τη δημιουργία εγχώριας αλυσίδας αξίας με αντικείμενο την κατασκευή εξοπλισμού για τα offshore πάρκα. Έτσι, θα επιτρέψει στην Ελλάδα να πρωταγωνιστήσει και στην κατασκευή έργων.
Παράλληλα, τα offshore αιολικά θα επιτρέψουν τη δημιουργία μεγάλων διεθνών διασυνδέσεων. Αυτές δεν αφορούν μόνο τη διασύνδεση με την Κύπρο, η κατασκευή της οποίας έχει μπει ήδη στις ράγες, αλλά και τα καλώδια σύνδεσης με την Αίγυπτο, τη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη.
«Δεύτερη πτυχή της ενεργειακής ασφάλειας αφορά το φυσικό αέριο, ως μεταβατικό καύσιμο. Στην Ελλάδα δρομολογείται μία μεγάλη επένδυση, το FSRU Αλεξανδρούπολης, που θα ενισχύσει τη διαφοροποίηση της τροφοδοσίας της χώρας, αλλά και τον ανεφοδιασμό των γειτονικών κρατών», συμπλήρωσε ο υπουργός. Όπως τόνισε, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα και για επιπλέον μονάδες FSRU, στον βαθμό που θα αναπτύσσεται ζήτηση για αέριο, για τις επενδύσεις αυτές.
Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που υπερκαλύπτουν τους στόχους μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, λόγω της σημαντικής διείσδυσης των ΑΠΕ. «Θα συνεχίσουμε με επιπλέον στροφή στις ανανεώσιμες πηγές. Θα εφαρμόσουμε δράσεις για την προστασία των δασών μας, θα μεταφέρουμε χρήματα από τα έσοδα των δικαιωμάτων ρύπων. Προχωρούμε στην εξοικονόμηση ενέργειας, με νέους πόρους που θα διατεθούν από το ΕΣΠΑ, για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων», υπογράμμισε.
Σύμφωνα με τον Σκυλακάκη, στις επόμενες φάσεις του ενεργειακού σχεδιασμού προβλέπεται η ενεργοποίηση του Ταμείου Απανθρακοποίησης Νήσων, το οποίο με τις σημερινές τιμές των δικαιωμάτων ρύπων, διαθέτει κεφάλαια πάνω από 2 δισ. ευρώ. Ως συνέπεια, δίνεται η ευκαιρία να υλοποιηθούν πρότυπες δράσεις, για το «πρασίνισμα» των νησιών.
Όπως πρόσθεσε ο υπουργός, ο μεγάλος κίνδυνος στην «πράσινη» μετάβαση δεν είναι ο τεχνολογικός κίνδυνος. Κι αυτό γιατί οι «πράσινες» τεχνολογίες είναι ανταγωνιστικές οικονομικά, ακόμη και αν μηδενίζονταν οι επιδοτήσεις.
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ενέργεια και το κλίμα είναι γεωπολιτικός. Πρόκειται για επιμέρους συμφέροντα χωρών -πολλές από τις οποίες με αυταρχικά καθεστώτα- που δεν ενδιαφέρονται τόσο για το τι θα συμβεί στην ανθρωπότητα, αλλά για τη δική τους τοπική εξουσία. Αυτός ο κίνδυνος χρειάζεται ρεαλισμό, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα συνεργαστούμε όλοι μαζί για το μέλλον του πλανήτη. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι το ορθολογικό για την ανθρωπότητα επιτυγχάνεται στη διεθνή πολιτική σκηνή», πρόσθεσε.
Ο κ. Σκυλακάκης τόνισε πως η ανάπτυξη των ΑΠΕ έχει πετύχει ήδη να περιορίσει το χειρότερο σενάριο για την υπερθέρμανση του πλανήτη, ενώ υπάρχει η δυνατότητα να βρεθούν καλύτερες λύσεις τα επόμενα χρόνια για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. «Το καλοκαίρι η Ελλάδα βίωσε τη νέα πραγματικότητα της κλιματικής κρίσης – το νέο κλίμα είναι εδώ, δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον», κατέληξε.