Θετικό σήμα ως προς τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στέλνει προς τους πελάτες της η Wood μετά την επίσκεψη των στελεχών του οίκου στην Αθήνα και των συναντήσεων που πραγματοποίησαν με διάφορους φορείς.
Όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι της Wood, η κατεύθυνση της οικονομίας είναι ανάλογη των προσδοκιών που είχαν, με τις επενδύσεις, που υποστηρίζονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, να ξεδιπλώνονται και να αποτελούν ισχυρή απόδειξη ότι η οικονομία είναι ανταγωνιστική. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να εργάζεται για την προώθηση διάφορων μεταρρυθμίσεων σε πολλούς τομείς, επομένως η εκτίμηση των αναλυτών είναι ότι η δυνητική ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας φτάνει στο 3% περίπου.
Οι αναλυτές αναμένουν ότι η ανάπτυξη για το 2024 θα διαμορφωθεί στο 2,8%, με τον πληθωρισμό να παραμένει σε υψηλά επίπεδα στο 3,3%, από 3,2 φέτος και τον δείκτη δημόσιου χρέους στο 143% από 155% φέτος.
Όπως αναφέρει η Wood, οι περιορισμένες ανάγκες χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου και το ανταγωνιστικό περιβάλλον ανάπτυξης την οδηγούν στην εκτίμηση ότι οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων θα μειωθούν περαιτέρω (κατά 50 - 70 μονάδες βάσης) πολύ πέρα από αυτό που θα υπονοούσε η τρέχουσα πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, πλησιάζοντας μάλιστα τις αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων.
Οι οικονομολόγοι του οίκου βλέπουν τρία μεγάλα άλματα παραγωγικότητας που θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια: πρώτον, η ενοποίηση των πολύ μικρών εταιρειών της, δεύτερον, η αναβάθμιση του αποθέματος της ακίνητης περιουσίας, και τρίτον, η αύξηση των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο σε όλη την ηλικιακή κατανομή.
Ως προς την οικονομική δρατηριότητα που παραμένει υποτονική στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η Wood σημειώνει, πως μετά από ένα ταραχώδες καλοκαίρι, που σημαδεύτηκε από πυρκαγιές και πλημμύρες, οι έρευνες για τις επιχειρήσεις υπογραμμίζουν ότι η οικονομική εμπιστοσύνη παραμένει πιο αδύναμη από πριν. Παραμένει συμβατή με τους ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης για τα πρότυπα της Ευρωζώνης, αλλά χαμηλότερα από τη δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδας. Επιπλέον, ενώ τα επενδυτικά σχέδια φαίνεται να προχωρούν αρκετά σταθερά, η Wood παρατήρησε ότι υπάρχουν μεγαλύτεροι περιορισμοί αγοραστικής δύναμης από ό,τι περίμενε να δει ερχόμενη στην Αθήνα, λόγω του υψηλού πληθωρισμού στα τρόφιμα, των υψηλότερων τιμών των ακινήτων, της μεικτής εικόνας όσον αφορά την αύξηση των μισθών και των αρνητικών επιπτώσεων στον πλούτο, καθώς ο κόσμος, διατηρεί πιο πολλά μετρητά στα χέρια του, σε σχέση με αυτά που ιδανικά θα ήθελε να δει η Wood σε μια περίοδο πληθωρισμού.
Στο πολιτικό σκηνικό, οι αναλυτές σημειώνουν πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη με αφετηρία τη δεύτερη θητείας της, συνεχίζει να προχωρά σε ένα συμφωνημένο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων με τις Βρυξέλλες, χάρη επίσης στο πλαίσιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που συνδέει τη χρηματοδότηση με τις συμφωνημένες επενδύσεις και αλλαγές πολιτικής. Η Wood εκτιμά ότι η σταθερότητα της κυβέρνησης διευκολύνει τη σταδιακή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, η οποία θα πρέπει, σε συνδυασμό με τις χαμηλές ανάγκες χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα χάρη και στην ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους, να επιτρέψει στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να μειωθούν περαιτέρω και να πλησιάσουν τις γαλλικές.
Επιπλέον, ένα σημαντικό θέμα για το 2024 διεθνώς είναι ότι ο μετρούμενος πληθωρισμός είναι χαμηλότερος, αλλά ο αντιληπτός πληθωρισμός μόλις έχει αρχίσει να επιβραδύνεται. Έτσι, η κατανάλωση στην ΕΕ υπονομεύεται από δύο παράγοντες: η αύξηση των πραγματικών μισθών δεν είναι τόσο υψηλή όσο φαίνεται, και τα νοικοκυριά υφίστανται απώλειες πλούτου εάν έχουν πολλά μετρητά στα χέρια τους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η Wood τονίζει πως τα σοβαρά κλιματικά φαινόμενα το 2023 κράτησαν τον πληθωρισμό στα τρόφιμα υψηλότερα από ό,τι σε πολλές άλλες ανεπτυγμένες χώρες και αυτό επιβαρύνει τις αποφάσεις στο σκέλος των δαπανών. Μέρος της δημοσιονομικής τόνωσης αποσύρεται, ενώ η αγορά εργασίας, αν και «σφιχτή» για τα ελληνικά δεδομένα, δεν είναι ουσιαστικά πληθωριστική, όπως σημειώνουν οι αναλυτές.
Στο σκέλος των δανειοδοτήσεων, η Wood επισημαίνει πως η καθαρή ζήτηση για το τρέχον έτος ήταν χαμηλή και αντικατοπτρίζει αυτό που πρέπει να φανεί στο πλαίσιο της σταδιακής επιστροφής του τραπεζικού κλάδου στην κανονικότητα, μετά την παρατεταμένη αναταραχή από την κρίση χρέους του 2010. Η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια σε επίπεδα υψηλότερα από τα ουδέτερα και αναμένεται να προβεί σε μειώσεις κατά 100 μονάδες βάσης το 2024 και ίσως κινηθεί και πιο «επιθετικά». Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αππληρώσει μεγάλο όγκο δανείων, στη βάση του υψηλού κόστους χρηματοδότησης, ενώ τα στεγαστικά δάνεια είναι αρκετά «ακριβά», δεδομένων των επιπέδων των μισθών, των υψηλών προκαταβολών και της συνεχιζόμενης διαδικασίας αναδιάρθρωσης παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι ελληνικές τράπεζες, όπως και ο ιδιωτικός τομέας γενικότερα, υστερούν όσον αφορά την υιοθέτηση της ψηφιοποίησης και αυτό συμβάλλει επίσης στον αργό ρυθμό της εξομάλυνσης, σημειώνουν οι αναλυτές.
Τέλος, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να είναι ευρύ και υπογραμμίζει την ανάγκη μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων. Ο οίκος αναμένει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα διαμορφωθεί στο 7,4% του ΑΕΠ το 2023 και θα υποχωρήσει στο 6,5% του ΑΕΠ το 2024. Το έλλειμμα χρηματοδοτείται άνετα μέσω των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων που είναι στο 1,4% επί του παρόντος και λοιπών επενδύσεων που είναι στο 5,1% του ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου παραμένουν σε φάση ήπιας εκροής κεφαλαίων.
Στα θετικά, η Ελλάδα έχει ανέβει επίπεδα ως προς την ελκυστικότητά της σε άμεσες ξένες επενδύσεις και στην ενσωμάτωση στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, αλλά δεν έχει ακόμη εδραιώσει ότι ο μη χρηματοπιστωτικός της κλάδος μπορεί να κάνει το επόμενο άλμα προς τα εμπρός όσον αφορά την εξαγωγική ικανότητα και την κερδοφορία. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε επίσης να διευκολυνθεί από τις αυξανόμενες επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο σε όλη την ηλικιακή κατανομή, αλλά δεν έχει τεθεί ακόμη σε εφαρμογή ένα επιτακτικό σχέδιο.