Αυξάνονται τα σημάδια που δείχνουν πως οδεύουμε σε μια περίοδο επιβράδυνσης του ρυθμού ανόδων των τιμών με τις εκτιμήσεις στελεχών της αγοράς, τις προβλέψεις των ειδικών αλλά και τα πρόσφατα στοιχεία από το λιανεμπόριο και την βιομηχανία να συγκλίνουν στην άποψη πως ο πληθωρισμός τους επόμενους μήνες θα είναι σημαντικά ηπιότερος σε σχέση με τα τελευταία χρόνια.
Αυτό βέβαια σημαίνει πως οι υψηλές τιμές θα διατηρηθούν, καθώς κανείς δεν τολμά ακόμη έστω να κάνει μια απλή αναφορά σε πιθανές μειώσεις. Την άποψη αυτή εξέφρασαν και τα στελέχη της αγοράς που συμμετείχαν χθες στο συνέδριο του ΙΕΛΚΑ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών της αγοράς Circana το 2024, οι ανατιμήσεις θα κινηθούν σε μονοψήφια επίπεδα και ειδικότερα στα τρόφιμα στο 4,5%, στα προϊόντα προσωπική φροντίδας στο 4% και στα είδη σπιτιού και οικιακής φροντίδας λίγο πάνω 5%. Όλα αυτά βέβαια σε σύγκριση με τις τιμές φέτος, που σε πολλά είδη είναι και 20% ακριβότερες σε σχέση με δύο χρόνια πριν.
Όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο πως ο ρυθμός αύξησης των τιμών θα μειωθεί την ερχόμενη χρονιά. Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2024 προβλέπει μέσο πληθωρισμό 2,6% για την ερχόμενη χρονιά, αντίστοιχη είναι και η πρόβλεψη του ΙΟΒΕ, ενώ ο ΟΟΣΑ εκτιμά πληθωρισμό 2,8%. Τα πάντα βέβαια θα εξαρτηθούν από την πορεία της αγοράς ενέργειας τον χειμώνα, την εξέλιξη των γεωπολιτικών εντάσεων σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή, αλλά και το πως θα κινηθεί η ιδιωτική κατανάλωση την ερχομένη χρονιά, οπού μεταξύ άλλων αναμένονται αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, «ξεπάγωμα» των τριετιών αλλά και περαιτέρω μείωση της ανεργίας.
Η αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών είναι και ένα κομβικό στοιχείο, καθώς όπως είχε δηλώσει και ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ κατά την παρουσίαση της έκθεσης για την ελληνική οικονομία, για να μειωθούν οι τιμές χρειάζεται πέρα από την ενίσχυση του ανταγωνισμού και η μείωση της ζήτησης.
«Ο πληθωρισμός υποχωρεί με δύο τρόπους, έναν κακό κι έναν καλό. Ο κακός είναι ο πόνος που προκαλεί στους αγοραστές και τους αναγκάζει να περιορίζουν τη ζήτηση», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά. Πάντως, η συνεχιζόμενη έχει ήδη οδηγήσει σε σημαντικές περικοπές εξόδων τα ελληνικά νοικοκυριά σε μη βασικές κατηγορίες προϊόντων, όπως τα ρούχα και τα παπούτσια, τα βιβλία και τα παιχνίδια και τα προϊόντα ομορφιάς. Και το επόμενο διάστημα μπαίνουν στο κάδρο και οι μειώσεις δαπανών σε βασικές κατηγορίες όπως τα τρόφιμα.
Ανατιμήσεις στο λιανεμπόριο
Στο μεταξύ πάντως, η ακρίβεια εξακολουθεί να αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς στο λιανικό εμπόριο, με τα στοιχεία να δείχνουν μια μεσοσταθμική αύξηση 6-7% τον Σεπτέμβριο, ενώ ακόμη υψηλότερες είναι οι αυξήσεις στα σουπερ μάρκετ. Ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο Σεπτεμβρίου αυξήθηκε κατά 3,3% σε σχέση με ένα χρόνο πριν, ενώ ο γενικός δείκτης όγκου μειώθηκε κατά 3,3%.
Για άλλον ένα μήνα δηλαδή οι καταναλωτές πλήρωσαν περισσότερα και αγόρασαν λιγότερα. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Σεπτέμβριος ήταν ο τέταρτος μήνας στη σειρά που σημείωθηκε μείωση του όγκου πωλήσεων σε σχέση με το 2022. Η διαφορά είναι πιο έντονη στα σούπερ μάρκετ (μεγάλα καταστήματα τροφίμων), που ο δείκτης κύκλου εργασιών αυξήθηκε κατά 11,6%, ενώ ο δείκτης όγκου αυξήθηκε κατά μόλις 1,9%.
Τα μηνύματα από τη βιομηχανία
Συνέχιση των ανατιμήσεων που θα περάσουν στα ράφια και τα καταστήματα το επόμενο διάστημα, αν και με σαφώς χαμηλότερο ρυθμό από πέρυσι, δείχνουν και τα στοιχεία των τιμών παραγωγού στη βιομηχανία μηνός Οκτωβρίου, που ανακοινώθηκαν χθες από την ΕΛΣΤΑΤ.
Ο Δείκτης Τιμών Παραγωγού στη Βιομηχανία για την εγχώρια αγορά μειώθηκε κατά 14,7% τον Οκτώβριο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022, μείωση όμως η οποία οφείλεται σχεδόν στο σύνολό της στην πτώση των τιμών ενέργειας και των καυσίμων. Σε ετήσια βάση, οι τιμές των «μη διαρκών καταναλωτικών αγαθών» ήταν τον Οκτώβριο αυξημένες κατά 4,6% ενώ τα «ενδιάμεσα αγαθά» κατέγραψαν οριακή μεταβολή 0,1%. Σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2023 οι τιμές και των δύο κατηγοριών παρουσιάζουν οριακές μεταβολές (+0,2% και -0,7% αντίστοιχα).
Τίποτα πάντως δεν θυμίζει την περσινή καταιγίδα ανατιμήσεων όπου οι τιμές παραγωγού για την εγχώρια αγορά είχαν αυξηθεί κατά 36% σε ετήσια βάση και οι τιμές του κλάδου ενέργειας είχαν εκτοξευθεί κατά 57,5%.
Φώτο: Getty Images