Επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ στο 0,7% σε τριμηνιαία, εποχικά προσαρμοσμένη βάση, αναμένει η διεύθυνση οικονομικών αναλύσεων της Εθνικής Τράπεζας σε έρευνα της, συντείνοντας σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,1% για το σύνολο του 2023, επιβεβαιώνοντας έτσι την σταθερή υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της Ευρωζώνης καθώς η ανάπτυξη του 2024 προμηνύεται ακόμα πιο ισχυρή, στο 2,7% ετησίως.
Η Εθνική Τράπεζα αποδίδει την επιτάχυνση του τετάρτου εξαμήνου στους κατωτέρω λόγους:
- της μετάθεσης από το 3ο τρίμηνο δημόσιας κατανάλωσης και κεφαλαιουχικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένων δαπανών στήριξης και αποκατάστασης των περιοχών που επλήγησαν στη Θεσσαλία,
- της επιταχυνόμενης αύξησης της απασχόλησης κατά 3,5% ετησίως τον Οκτώβριο από 0,9% το 2ο τρίμηνο,
- της επιβράδυνσης των εμπορευματικών εισαγωγών λόγω και της ήδη σημαντικής συσσώρευσης αποθεμάτων κατά το 3ο τρίμηνο,
- της ανθεκτικότητας που εμφανίζουν οι διαθέσιμοι δείκτες συγκυρίας και οι πρόδρομοι δείκτες δραστηριότητας, με τη μεταποιητική παραγωγή να αυξάνεται εντυπωσιακά κατά 9,7% ετησίως τον Οκτώβριο – υψηλό 2ετίας.
Επισημαίνεται ακόμα, πως η επιτάχυνση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ, η ενδυνάμωση της ανάκαμψης στην ευρωζώνη με προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,2% ετησίως το 2024, η περαιτέρω υποχώρηση του πληθωρισμού και ο θετικός αντίκτυπος της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας στην ελκυστικότητα των ελληνικών χρεογράφων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων και τις γενικότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες, προμηνύουν ακόμα ισχυρότερη ανάπτυξη για την Ελληνική Οικονομία το 2024, η οποία εκτιμάται στο 2,7% ετησίως.
Όσον αφορά το ΑΕΠ για το τρίτο τρίμηνο του 2023, η Εθνική Τράπεζα κατέγραψε ηπιότερη, αλλά αξιόλογη, αύξηση 2,1% ετησίως το 3ο τρίμηνο του 2023, από 2,6% το 2ο τρίμηνο, συνεχίζοντας να υπερβαίνει σημαντικά το μ.ο. της ευρωζώνης (0,0% ετησίως το 3ο τρίμηνο), για ένατο συνεχόμενο τρίμηνο.
Ωστόσο, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης για το 3ο τρίμηνο σημείωσε αισθητή επιβράδυνση συγκριτικά με το 1ο εξάμηνο του έτους που οφείλεται κυρίως στους ακόλουθους παράγοντες:
i) Την υποχώρηση της δραστηριότητας που σχετίζεται με το δημόσιο τομέα τόσο στο σκέλος των δημοσίων επενδύσεων – λόγω της μετάθεσης σχετικών δαπανών προς το τέταρτο τρίμηνο − όσο και της δημόσιας κατανάλωσης, με καθαρή συνδυαστική αρνητική επίπτωση μισής ποσοστιαίας μονάδας στην ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ.
ii) Την αποδυνάμωση της συνεισφοράς των εξαγωγών – που πρόσθεσαν 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ 3ου τριμήνου από +1,1 ποσοστιαίες μονάδες το 1ο εξάμηνο του 2023 – λόγω συρρίκνωσης των εξαγωγών αγαθών, εν μέσω στασιμότητας στην ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και αδύναμων εσόδων από εξαγωγές υπηρεσιών πλην του ισχυρότατου τουρισμού.
iii) Την πιο ήπια, έναντι των αρχικών εκτιμήσεων, ανοδική δυναμική του ελληνικού ΑΕΠ το 1o εξάμηνο που μεταφράστηκε, τελικά, σε θετική επίδραση (carryover) από το 2ο στο 3ο τρίμηνο της τάξης του 2,1%, έναντι αρχικής εκτίμησης 2,5% ετησίως (λόγω καθοδικής αναθεώρησης του ΑΕΠ του 1ου εξαμήνου), κυρίως, εξαιτίας πτωτικής αναθεώρησης του ρυθμού μεταβολής της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Τέλος σημειώνεται πως η συσσώρευση αποθεμάτων από τον επιχειρηματικό τομέα είχε μια – φαινομενικά – σημαντική θετική συνεισφορά ύψους 1,4 ποσοστιαίων μονάδων στην αύξηση του ΑΕΠ 3ου τριμήνου, η οποία προοιωνίζει ενίσχυση της παραγωγής το επόμενο διάστημα. Ωστόσο, η άμεση καθαρή επίπτωση στο ΑΕΠ φαίνεται να αναιρείται σχεδόν εξολοκλήρου από τις υψηλότερες εισαγωγές αγαθών – κυρίως ενέργειας, λοιπών πρώτων υλών και κεφαλαιουχικών αγαθών – που «αφαίρεσαν» 1,1 ποσοστιαίες μονάδες από την αύξηση του ΑΕΠ.