Εξοπλισμένες με την επενδυτική βαθμίδα και νέες αναβαθμίσεις που έρχονται το 2024, με κρισιμότερη αυτήν του προσεχούς Μαρτίου από την Moody' s, η ελληνική οικονομία και οι ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις θα μπουν ξανά στο μικροσκόπιο των ξένων επενδυτών ήδη από τον πρώτο μήνα του νέου έτους.
Στις 24 Ιανουαρίου στη Νέα Υόρκη θα λάβει χώρα το επενδυτικό event της JP Morgan, με παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ νωρίτερα, η JP Morgan θα διοργανώσει στην Αθήνα, 17-19 Ιανουαρίου, roadshow για συναντήσεις εκπροσώπων της κυβέρνησης, θεσμικών παραγόντων της αγοράς, των διοικήσεων των τραπεζών και μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, με διεθνείς επενδυτές. Στην εκδήλωση θα συμμετέχουν, πέραν των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, οι Aegean Airlines, ΕΧΑΕ, Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Intrum, Μυτιληναίος, ΟΠΑΠ, ΟΤΕ & Payzy Wallet, Prodea Real Estate, ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή κ.ά.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η ένταξη, εντός του μήνα, των ελληνικών κρατικών ομολόγων στους βασικούς δείκτες που παρακολουθούν για τις τοποθετήσεις τους οι διεθνείς επενδυτές που επενδύουν μόνο σε καθεστώτα επενδυτικής βαθμίδας, δημιουργεί νέα δεδομένα για την ελληνική οικονομία και τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία. Ειδικά για τις τράπεζες, καθώς το 2024 θα συνεχιστεί η αποεπένδυση του ΤΧΣ, αλλά και για άλλες επιχειρήσεις ενόψει αποκρατικοποιήσεων.
Η ΤτΕ έχει εκτιμήσει ότι το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται συνολικά κατά 0,9% τρία έτη μετά την αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα, οι επιχειρηματικές επενδύσεις και οι επενδύσεις των νοικοκυριών σε κατοικία αυξάνονται κατά 2,7% και 3,4% αντίστοιχα κατά την ίδια περίοδο, ενώ ο συνολικός δανεισμός και τα τραπεζικά κεφάλαια αυξάνονται κατά 2,6% και 7,4% αντίστοιχα. Δεδομένου ότι η θετική διαταραχή την οποία προκαλεί η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα θεωρείται μόνιμη, η οικονομία σταδιακά συγκλίνει σε ένα νέο σημείο μακροχρόνιας ισορροπίας. Μακροπρόθεσμα, τα επίπεδα του πραγματικού ΑΕΠ, των επιχειρηματικών επενδύσεων και των επενδύσεων σε κατοικία αυξάνονται κατά 1,3%, 1,6% και 3,2% αντίστοιχα. Οι συνολικές πιστώσεις και τα τραπεζικά κεφάλαια αυξάνονται αντίστοιχα κατά περίπου 4,2% και 11,7%.
Για τις ελληνικές τράπεζες, το 2024 μπαίνει με ενισχυμένες τις θέσεις τους σε κερδοφορία, κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα. Μπροστά τους έχουν επίσης θετικές προοπτικές πιστωτικής επέκτασης, με αιχμή τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η επενδυτική ροή κεφαλαίων προς την Ελλάδα, καθώς αυτή έχει πλέον επανενταχθεί επιτυχώς στις επενδυτικές επιλογές σημαντικών διεθνών φορέων με μακροπρόθεσμη στόχευση, θα απαιτήσει την υλοποίηση σημαντικών έργων τα οποία θα χρηματοδοτήσουν οι τράπεζες. Ενδεικτικά, μέχρι το 2030 δρομολογούνται περίπου 190 έργα υποδομών σε οδικά δίκτυα, αεροδρόμια και λιμάνια, ύψους 28 δισ. ευρώ, στο σκέλος της ψηφιακής μετάβασης είναι σε εξέλιξη έργα εκατοντάδων εκατομμυρίων για δίκτυα οπτικών ινών και data centers, στον κλάδο των τουριστικών υποδομών απαιτούνται περαιτέρω επενδύσεις σε σύγχρονα και βιώσιμα τουριστικά καταλύματα, ενώ στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος βρίσκονται έργα τα οποία προάγουν την ενεργειακή αυτονομία της Ελλάδας με απώτερο στόχο την ανάδειξη της χώρας ως ενεργειακό κόμβο στην ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένων δικτύων υποδομών για αποθήκευση και μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας φυσικού & υγροποιημένου αερίου, καθώς και έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αξιοποιώντας υφιστάμενες και νέες τεχνολογίες.
Με την επενδυτική βαθμίδα οι τράπεζες εξασφαλίζουν επίσης μειωμένο κόστος χρηματοδότησης, το οποίο έχει θετικές αλυσιδωτές επιπτώσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Όπως έχει επισημάνει η ΤτΕ, το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης του χρηματοπιστωτικού τομέα επιτρέπει στις τράπεζες να περιορίσουν τα επιτόκια δανεισμού που προσφέρουν για τη χορήγηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων και να αυξήσουν την προσφορά τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Ακολούθως, τα νοικοκυριά αυξάνουν την κατανάλωσή τους, καθώς και τις επενδυτικές δαπάνες για κατοικία, ενώ οι επιχειρήσεις αυξάνουν τις δαπάνες τους για επενδύσεις κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την άνοδο της αξίας του οικιστικού αλλά και του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Δεδομένου ότι αυτά τα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται ως εμπράγματες εξασφαλίσεις για τη χορήγηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, η αύξηση της αξίας τους έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων αντίστοιχα. Η μείωση των επισφαλειών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ενισχύει την ποιότητα των τραπεζικών δανειακών χαρτοφυλακίων και την αξία των τραπεζικών κεφαλαίων, ενδυναμώνοντας έτσι τους ισολογισμούς τους, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία (δίαυλος τραπεζικών κεφαλαίων).
Παράλληλα, η βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών αυξάνει την πιστοληπτική ικανότητα των ίδιων των τραπεζών. Ενισχύεται έτσι η ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και περιορίζονται οι κίνδυνοι για το τραπεζικό σύστημα. Συνεπώς, το επιτόκιο που απαιτούν οι καταθέτες για να εμπιστευθούν τις τράπεζες μειώνεται, συμπιέζοντας εκ νέου τα επιτόκια δανεισμού. Το γεγονός αυτό οδηγεί δευτερογενώς στην εκ νέου αύξηση της αποτίμησης των εμπράγματων εξασφαλίσεων, τη μείωση των επισφαλειών και την αύξηση της προσφοράς πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την οικονομική δραστηριότητα.