Η κατασκευή μίας επιπλέον ηλεκτρικής διασύνδεσης ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία θα είχε σημαντικά οφέλη και για τις δύο χώρες, με δεδομένο ότι τα ενεργειακά τους μίγματα είναι συμπληρωματικά. Αυτό σημείωσε στο insider.gr ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, στο περιθώριο της εκδήλωσης των επίσημων εγκαινίων της δεύτερης διασύνδεσης των δύο κρατών, η οποία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 19 Ιανουαρίου, στο πλαίσιο της Υπουργικής Συνδιάσκεψης του CESEC (Central and South Eastern Europe Energy Connectivity).
Νωρίτερα, στις δηλώσεις για τα εγκαίνια της δεύτερης ηλεκτρικής διασύνδεσης, ο υπουργός είχε αναφερθεί στο όραμα να αναπτυχθεί στο μέλλον μία ακόμη, τρίτη κατά σειρά, «ηλεκτρική λεωφόρος» που θα επιτρέπει τις ακόμη μεγαλύτερες ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας ανάμεσα στις δύο αγορές. Όπως σημείωσε ο κ. Σκυλακάκης, η υποψήφια τρίτη διασύνδεση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας θα είναι συνεχούς ρεύματος, ισχύος 2 GW.
Εξηγώντας τη σκοπιμότητα ενός τέτοιου πρότζεκτ, ο υπουργός επισημαίνει στο Insider.gr ότι αυτή πηγάζει από τις διαφορές στο προφίλ των μιγμάτων ηλεκτροπαραγωγής των δύο χωρών. Έτσι, με τη δρομολογημένη ενίσχυση των ΑΠΕ στην Ελλάδα -ώστε να φτάσει σε ποσοστό 79% το 2030- το εγχώριο ενεργειακό μίγμα θα «πρασινίσει» σε σημαντικό βαθμό, αποκτώντας ωστόσο πιο ενισχυμένα χαρακτηριστικά στοχαστικότητας. Την ίδια στιγμή, η Βουλγαρία διαθέτει στο μίγμα της πυρηνικούς σταθμούς, οι οποίοι λειτουργούν ως μονάδες βάσης με μηδενικό μάλιστα ανθρακικό αποτύπωμα.
Τα αμοιβαία οφέλη
Η στοχαστικότητα που χαρακτηρίζει τις ΑΠΕ σημαίνει πως η παραγωγή τους δεν είναι ελεγχόμενη -όπως συμβαίνει με τους συμβατικούς σταθμούς- αλλά εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες (ηλιοφάνεια, άνεμος). Από την άλλη πλευρά, η ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από ανανεώσιμες τεχνολογίες έχει το μικρότερο κόστος και επομένως μειώνει τις χονδρεμπορικές τιμές.
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Σκυλακάκης, αυτό συνεπάγεται στην πράξη ότι, όταν είναι ευνοϊκές οι καιρικές συνθήκες, η Ελλάδα θα έχει πλεόνασμα «πράσινης» -και φθηνής- ηλεκτρικής ενέργειας. Επομένως, η χώρα μας θα έχει κίνητρο να εξάγει αυτό το πλεόνασμα, ώστε να μην μένει αναξιοποίητο. Επίσης, η Βουλγαρία θα έχει όφελος να το εισάγει, για να καλύπτει μεγάλο μέρος της εγχώριας ζήτησης της, με ηλεκτρισμό χαμηλού κόστους.
Αντίθετα, στα χρονικά διαστήματα όπου οι καιρικές συνθήκες στη χώρα μας δεν θα είναι ευνοϊκές για τις ΑΠΕ, και επομένως η «πράσινη» συμμετοχή στο μίγμα θα είναι περιορισμένη, τότε η ελληνική χονδρεμπορική αγορά θα είναι συγκριτικά ακριβότερη. Επομένως, η Βουλγαρία θα έχει κίνητρο να εξάγει στην Ελλάδα ενέργεια από τις πυρηνικές της μονάδες. Σε αυτή την περίπτωση, η εισαγωγή πυρηνικής παραγωγής από τη γειτονική αγορά θα καλύπτει μέρος του φορτίου βάσης στο εγχώριο ηλεκτρικό σύστημα.
Σε ρόλο μπαταρίας τα υδροηλεκτρικά της Αλβανίας
Υπενθυμίζεται ότι, με την έναρξη λειτουργίας της δεύτερης διασύνδεσης με τη Βουλγαρία, η μεταφορική δυναμικότητα ανάμεσα στις δύο χώρες ανέρχεται πλέον αθροιστικά στα 1,7 GW. Με την υλοποίηση του πρότζεκτ της τρίτης διασύνδεσης, η δυναμικότητα αυτή θα υπερδιπλασιαστεί, αγγίζοντας πλέον τα 3,7 GW.
Όπως επισημαίνει ο κ. Σκυλακάκης, χάρις στην υψηλή διασυνδεσιμότητα των ηλεκτρικών τους συστημάτων, τα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης απολαμβάνουν μία σειρά από πλεονεκτήματα, όπως τη σύγκλιση των χονδρεμπορικών τους τιμών και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας. Πλεονεκτήματα που αποτελούν κίνητρα για τις βαλκανικές χώρες, ώστε να αναπτύξουν ακόμη περισσότερες «ηλεκτρικές λεωφόρους» που θα τις διασυνδέουν.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον υπουργό, εκτός από τη Βουλγαρία, στοιχεία συμπληρωματικότητας με το ελληνικό μίγμα παραγωγής υπάρχουν και με την Αλβανία – αυτή τη φορά, λόγω του υψηλού υδροηλεκτρικού δυναμικού της γειτονικής χώρας. Έτσι, με την ενίσχυση των ανταλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας με την Αλβανία, οι υδροηλεκτρικές μονάδες στο όμορο κράτος θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο μπαταρίας για το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα, ώστε με τις εισαγωγές η Ελλάδα να συμπληρώνει την παραγωγή του εγχώριου «πράσινου» χαρτοφυλακίου ΑΠΕ, όταν αυτή είναι περιορισμένη.
Αυτή τη στιγμή, Ελλάδα και Αλβανία συνδέονται με δύο γραμμές μεταφοράς, 150 και 400 kV. Με βάση τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει κοινή ομάδα εργασίας του ΑΔΜΗΕ και του Διαχειριστή του Συστήματος της Αλβανίας (OST), δρομολογείται η υλοποίηση νέας διασυνδετικής γραμμής μεταφοράς 400 kV μεταξύ των δύο χωρών, με ορίζοντα ολοκλήρωσης έως το 2030.