Με απογοητευτικά μηνύματα για τον κλάδο του λιανικού εμπορίου έφυγε ο Ιανουάριος, ο πρώτος μήνας των χειμερινών εκπτώσεων, με τους επιχειρηματίες να εμφανίζονται ιδιαίτερα προβληματισμένοι για τη συνέχεια.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι η περίοδος των χειμερινών εκπτώσεων έχει ξεκινήσει από τις 8 Ιανουαρίου και αναμένεται να διαρκέσει μέχρι και τις 29 Φεβρουαρίου, ενώ παραδοσιακά οι επιδόσεις του Ιανουαρίου είναι υψηλότερες έναντι του Φεβρουαρίου. Κι όμως η υποτονική έναρξη δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για αισιόδοξη πορεία.
Γιατί δεν κινήθηκε η αγορά
Παράγοντες της αγοράς του λιανικού εμπορίου συνδέουν τις «χαμηλές πτήσεις» που έχουν καταγράψει μέχρι τώρα οι εκπτώσεις με το κύμα ακρίβειας που δείχνει να έχει ριζώσει για τα καλά στην ελληνική πραγματικότητα, περιορίζοντας αισθητά το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα.
Και μπορεί να πληθαίνουν οι φωνές εκείνες που εκτιμούν ότι οι πιο δύσκολες μέρες της πληθωριστικής κρίσης είναι πίσω μας, ωστόσο το «πέπλο» της ακρίβειας - που εδώ και αρκετό καιρό έχει απλωθεί πάνω από την ελληνική οικονομία - έχει επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην κατανάλωση. Καθώς ο κόσμος πασχίζει να καλύψει τις βασικές του ανάγκες - τρόφιμα, λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος - κόβει «μαχαίρι» κάθε επιπλέον έξοδο. Όσο το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών περιορίζεται από την πληθωριστική κρίση, τόσο περισσότερο πλήττεται η κατανάλωση.
Μεγάλη δε μερίδα παραγόντων της αγοράς υποστηρίζει ότι οι χειμερινές εκπτώσεις δεν κατόρθωσαν να συγκινήσουν το καταναλωτικό κοινό, το οποίο είχε εξαντλήσει τις βασικές του ανάγκες κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι η εορταστική περίοδος του 2023 επανέφερε μνήμες… προ κρίσεων στα εμπορικά καταστήματα, με τους καταναλωτές να ξεχύνονται στα μαγαζιά για τα απαραίτητα ψώνια για τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Όταν δε καταβλήθηκαν σε εργαζόμενους και συνταξιούχους μισθοί, συντάξεις, δώρο Χριστουγέννων και επιδόματα, η κινητικότητα θύμισε τον παλιό καλό καιρό όταν οι επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου έσφυζαν από πελάτες και οι καταναλωτές είχαν διάθεση να ψωνίσουν. Μάλιστα, η πλειοψηφία των καταναλωτών κινήθηκαν κυρίως στις κεντρικές αγορές για να κάνουν τα ψώνια τους, με τη μερίδα του λέοντος να στρέφεται σε κλάδους του λιανικού εμπορίου που παραδοσιακά πρωτοστατούν στην εορταστική περίοδο, όπως η ένδυση και η υπόδηση, η αθλητική και παιδική ένδυση, τα είδη δώρων και φυσικά τα παιχνίδια.
Και ύστερα ήρθε… η κόπωση
Όπως προκύπτει από έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς που δημοσιοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα και αφορά στην κίνηση της αγοράς για τον πρώτο μήνα των χειμερινών εκπτώσεων, οι πωλήσεις κινήθηκαν σε χαμηλότερο επίπεδο για το μεγαλύτερο ποσοστό των καταστημάτων στην αγορά του Πειραιά.
Αναλυτικά, έξι στις 10 εμπορικές επιχειρήσεις κινήθηκαν πτωτικά σε σχέση με την περσινή αντίστοιχη περίοδο, με την πλειονότητα να καταγράφει μείωση έως 20%, ενώ στα ίδια επίπεδα με την προηγούμενη χρονιά κινήθηκε μια στις πέντε επιχειρήσεις.
Στο ερώτημα πως κινήθηκαν οι πωλήσεις την Κυριακή 14 Ιανουαρίου, ημέρα κατά την οποία τα καταστήματα ήταν ανοιχτά, το 42,9% των ερωτηθέντων απάντησαν πως κατέγραψαν χαμηλότερες πωλήσεις σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, ενώ το 38,1% κινήθηκαν στα ίδια επίπεδα. Δυσμενέστερο αποτέλεσμα καταγράφηκε και την Κυριακή 21 Ιανουαρίου, όπου πολλά καταστήματα επέλεξαν να παραμείνουν κλειστά, καθώς θεώρησαν άσκοπη τη λειτουργία τους τη συγκεκριμένη ημέρα.
Οι προσδοκίες της πλειονότητας των επιχειρήσεων για την πορεία των εκπτώσεων το επόμενο διάστημα κινούνται σε χαμηλά επίπεδα, ενώ ένα ποσοστό μόλις 20% διαβλέπει θετική την πορεία του τζίρου του τον μήνα Φεβρουάριο.
Υπό το πρίσμα αυτό, τίθεται αμφίβολη η επίτευξη του στόχου που έχει τεθεί για τον κύκλο εργασιών των φετινών χειμερινών εκπτώσεων, εκτός κι αν αλλάξει προς το θετικότερο η κίνηση στα εμπορικά καταστήματα.
Όπως είχε επισημάνει στις αρχές Ιανουαρίου λίγο πριν την έναρξη των εκπτώσεων, ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς Βασίλης Κορκίδης, ο στόχος του τζίρου για το φετινό δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2024 ήταν να ξεπεράσει τα περίπου 6 δισ. ευρώ που είχαν καταγραφεί το αντίστοιχο δίμηνο του 2023.
Φέτος, δε, η περίοδος των χειμερινών εκπτώσεων έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, καθώς το υπουργείο Ανάπτυξης έχει σκληρύνει τη ρητορική του απέναντι σε εμπορικές τακτικές πλασματικών εκπτώσεων και παραπλανητικών προσφορών, προκειμένου να μπει φρένο σε παραπλανητικές ενέργειες και να γίνουν ορατές οι «καθαρές» χαμηλές τιμές στο ράφι.
Τα… πάνω κάτω έχουν έρθει στην κατανάλωση
Και όλα αυτά ενώ καταγράφονται σαρωτικές αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών το τελευταίο διάστημα, οι οποίες αποδίδονται σε μεγάλο βαθμό στις ανατιμήσεις που έχουν σημειωθεί σε προϊόντα αλλά και υπηρεσίες. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), είναι ξεκάθαρη μία τάση των καταναλωτών για εξοικονόμηση χρημάτων για τις αγορές βασικών αγαθών και υπηρεσιών και δευτερευόντως διαχείρισης χρημάτων.
Ειδικότερα, το 75% του καταναλωτικού κοινού (έναντι 71% τον Ιανουάριο 2023) δηλώνει ότι έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης όπως είναι η εστίαση, οι διακοπές, τα ταξίδια κ.α. Το 52% (έναντι 50% τον Ιανουάριο) παραδέχεται ότι έχει αναβάλει εργασίες συντήρησης και επισκευής, π.χ. στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο, ενώ ποσοστό 55% (έναντι 55% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου.
Ομοίως, το 28% (έναντι 24% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει χρήματα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει τις αγορές του, ενώ ποσοστό 28% (έναντι 29% τον Ιανουάριο) έχει αναβάλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεων του. Μάλιστα, το 15% (έναντι 11% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει αυξήσει τον χρόνο εργασίας ή έχει βρει δεύτερη εργασία προκειμένου να αυξήσει το εισόδημά του.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται τα ευρήματα και της πρόσφατης έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2023, στην οποία καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησε τις δαπάνες του για την κάλυψη βασικών αναγκών. Συγκεκριμένα, το 73,6% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για είδη διατροφής, το 71,5% για λογαριασμούς σπιτιού, το 57,2% για θέρμανση, το 49,4% για μετακινήσεις και το 45,2% για υγεία και φάρμακα. Στον αντίποδα, σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά (ήτοι ποσοστό 49,6%) περιόρισε τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κλπ).