Το φαινόμενο της υπερυσσώρευσης κερδών από τις ελληνικές τράπεζες, λόγω των υψηλών περιθωρίων μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων εξετάζει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), κάνοντας λόγο για πληθωρισμό «τραπεζικής απληστίας». Το λεγόμενο bankflation, προειδοποιεί το ΚΕΠΕ, σε συνδυασμό με τον πραγματικό μέσο μισθό στην Ελλάδα που έχει μειωθεί κατά πάνω από το 1/3 σε σχέση με το 2009 και εξακολουθεί να μειώνεται λόγω του πληθωρισμού, δημιουργούν ένα «εκρηκτικό κοκτέηλ» που μπορεί να επιδεινώσει τα προβλήματα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ (σ.σ. εποπτευόμενος φορέας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών) στην πρώτη ανάλυση επικαιρότητας για το 2024, ο ονομαστικός μέσος ετήσιος μικτός μισθός, προσαρμοσμένος για πλήρη απασχόληση, ανά εργαζόμενο, αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 3,8% (5,1% στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 – ΕΕ27) το 2022 και διαμορφώθηκε στα 16.661 ευρώ (έναντι 35.329 ευρώ στην ΕΕ27). Συνυπολογίζοντας όμως το γενικό επίπεδο τιμών, προκύπτει ότι, σε σταθερές τιμές 2015, ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 5,1% στην Ελλάδα (3,8% στην ΕΕ27) το 2022. Σε σχέση με το 2009, όταν ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ήταν στα υψηλότερα επίπεδα στην Ελλάδα, έχει επέλθει μία ονομαστική αθροιστική καθίζηση 22,85% το 2022 (στην ΕΕ27 σημειώνεται συγκεντρωτική αύξηση 34,40%). Αντίστοιχα, αν λάβουμε υπόψη το γενικό επίπεδο τιμών, τότε η πραγματική μείωση, σε σταθερές τιμές 2015, ανέρχεται στο 34,23% το 2022, ενώ στην ΕΕ27 υπήρξε αύξηση 3,33%.
Συνεχίζοντας την ανάλυση το ΚΕΠΕ σημειώνει πως τα αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης που καταγράφονται ξανά το 2022 μετά από ένα «διάλειμμα» δύο ετών το 2020 και 2021 εξαιτίας της πανδημίας, αποκαλύπτουν τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των ελληνικών νοικοκυριών και ότι οι μισθοί δεν επαρκούν για την κάλυψη βασικών αναγκών. Και αυτό φαίνεται ειδικά «αν λάβουμε υπόψη ότι το ένα τέταρτο (συγκεκριμένα 26,7% το 2022) του πληθυσμού (8,7% στην ΕΕ27) δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για στέγαση, με το αντίστοιχο ποσοστό να εκτοξεύεται στο 84,5% (33,1% στην ΕΕ27) των νοικοκυριών με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος».
Τα επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια είναι υψηλότερα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ιδίως στα υφιστάμενα δάνεια. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης σηματοδοτούν ότι είτε τα νοικοκυριά χρησιμοποιούν τις σωρευμένες αποταμιεύσεις τους είτε δανείζονται για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους. Ωστόσο, αυτό αποτελεί παράδοξο για την Ελλάδα, καθώς από το 2016 μέχρι το 3ο τρίμηνο 2023 οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί και τα δάνεια των ελληνικών νοικοκυριών έχουν μειωθεί. «Ενδεχομένως, αυτό αποτελεί μία ένδειξη περί “μαύρης” εργασίας (undeclared work) και παραοικονομίας (underground economy)», σημειώνει το ΚΕΠΕ.
Προσθέτοντας στην εξίσωση το χρέος των νοικοκυριών ύψους σχεδόν 93 δισ. ευρώ το 2022, ή το ιδιωτικό χρέος ύψους περίπου 208 δισ. ευρώ το 2022 προκύπτει «ένα ακόμα βάρος στους Έλληνες καταναλωτές που μεγεθύνεται από τα υψηλά επιτόκια των δανείων και τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων (και εν γένει από το δυσθεώρητο επιτοκιακό περιθώριο)».
Την ίδια στιγμή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ή «κόκκινα δάνεια», ανέρχονται σε πάνω από 80 δισ. ευρώ. συνολικά στο οικονομικό σύστημα της χώρας στα μέσα του 2023 με την πλειονότητά τους να είναι στους servicers, το συστημικό τους μέγεθος συνολικά να είναι υψηλό (σχεδόν 40% του ΑΕΠ), και τον κίνδυνο αθέτησης εκ νέου (re-default rate) των ήδη αναδιαρθρωμένων δανείων να θεωρείται ανεβασμένος εξαιτίας των υψηλών δανειακών επιτοκίων.
«Εκρηκτικό κοκτέιλ» και moonlighting
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, τα παραπάνω στοιχεία συνιστούν ένα «εκρηκτικό κοκτέιλ» για την Ελλάδα, το οποίο θα μπορούσε να επιδεινώσει τη θέση της χώρας σε όρους φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Και αυτό όταν ήδη η Ελλάδα κατέχει διαχρονικά το 3ο υψηλότερο ποσοστό φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (26,3% το 2022),
από το 2015 που ξεκίνησε η καταγραφή των δεδομένων από την Eurostat, πίσω από τη Βουλγαρία (32,2% το 2022, και 2η θέση διαχρονικά) και τη Ρουμανία (34,4% το 2022, και 1η θέση διαχρονικά).
Υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στη χώρα μας το φαινόμενο του moonlighting (δηλαδή, να αναζητεί κάποιος δεύτερη, ακόμα και τρίτη δουλειά, ούτως ώστε να τα βγάζει πέρα και να καλύπτει τις ανάγκες του), καθώς και η φυγή στο εξωτερικό.
Μάλιστα όλα αυτά επισκιάζουν την αύρα της επενδυτικής βαθμίδας της Ελλάδας, η οποία μέχρι τώρα αποτυπώνεται μέσω της αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων τους τελευταίους μήνες του 2023, και αποτιμάται θετικά κυρίως στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Οι προτάσεις πολιτικής
«Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει εδώ την αντίφαση ότι, ενώ η ΕΚΤ δρομολόγησε τις αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς της με στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού και την επαναφορά του στο 2% μεσοπρόθεσμα, συνέβαλλε παράλληλα σε πολλές περιπτώσεις, στη δημιουργία ενός άλλου πληθωρισμού: του πληθωρισμού κερδών των τραπεζών, ή του πληθωρισμού της «τραπεζικής απληστίας», μέσω του ενισχυμένου καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος και των υψηλών τιμών στο περιθώριο επιτοκίου».
Στις προτάσεις πολιτικής το ΚΕΠΕ αναφέρει πως οι ελληνικές συστημικές τράπεζες καλό θα ήταν να μεριμνήσουν για:
-την ενίσχυση των κεφαλαιακών δεικτών που υπολείπονται των ευρωπαϊκών – εποπτευόμενων από την ΕΚΤ – τραπεζών (14,27% έναντι 15,61% στον δείκτη CET1, και 17,65% έναντι 19,69% στον συνολικό δείκτη TCR: ECB, 2024b), ιδίως αν συνυπολογιστεί η γεωπολιτική αστάθεια με τρία ενεργά μέτωπα (Ουκρανία, Παλαιστίνη, Υεμένη),
-την επιτάχυνση της απόσβεσης των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs), ούτως ώστε να αυξηθεί ουσιαστικά η ποιότητα των κεφαλαίων. Να τονίσουμε ότι τα DTCs είναι εν δυνάμει κρατική κεφαλαιακή ενίσχυση και καθιστούν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οιονεί δημόσιο (quasi-public), και, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τον Ιούνιο 2023 αυτά αποτελούσαν το 51% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (ΤτΕ, 2023β). Επιπλέον, υπάρχουν αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 6,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2,4 δισ. προσμετρούνται στην κεφαλαιακή βάση και αποτελούν το 9% σχεδόν των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (ΤτΕ, 2023β),
-την αναθεώρηση των τιμολογιακών πολιτικών τους ως προς τις προμήθειες και για τη μείωση του υψηλότατου περιθωρίου επιτοκίου, ιδίως αν συνυπολογίσουμε τις θετικές επιδράσεις στις τράπεζες από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας της χώρας και
-την αύξηση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, με έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτές αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, καθώς, κατά μέσο όρο, συνεισφέρουν στο 67% της συνολικής προστιθέμενης αξίας, απασχολούν το 85% των συνολικών εργαζομένων και αποτελούν το 99,9% των συνολικών επιχειρήσεων διαχρονικά.