Το «κατώφλι» των επιτοκιακών μειώσεων πέρασε σήμερα η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, η οποία έκανε την κίνηση, ανοίγοντας το δρόμο για να ακολουθήσουν και άλλες κεντρικές τράπεζες. Σε μία κίνηση εν μέρει αναμενόμενη, η ελβετική κεντρική τράπεζα μείωσε το επιτόκιό της κατά 25 μονάδες βάσης στο 1,5% από 1,75%, καθώς ο διοικητής της Τόμας Τζόρνταν είπε ότι η μάχη κατά του πληθωρισμού απέδωσε, με το δείκτη τιμών καταναλωτή να υποχωρεί τον Φεβρουάριο στο 1,2%.
Ήδη, οι φημολογίες ότι η ελβετική κεντρική τράπεζα θα ήταν η πρώτη που θα προχωρούσε σε μείωση των επιτοκίων είχε επηρεάσει το ελβετικό φράγκο το οποίο παρουσίαζε φέτος μία από τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ των νομισμάτων των χωρών του G10. Οι αγορές «τρέχουν με χίλια» στοιχηματίζοντας ότι οι κεντρικές τράπεζες θα μειώσουν το κόστος δανεισμού, με την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Αγγλίας να παίρνουν σειρά, αν και αναλυτές εμφανίζονται επιφυλακτικοί για το εάν οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες θα κάνουν ταυτόχρονα κίνηση τον Ιούνιο.
«Αμφιβάλω για το εάν η Ελβετία θα αποτελέσει το μαγνήτη που θα τραβήξει όλες τις υπόλοιπες κορυφαίες κεντρικές τράπεζες στον ίδιο χρόνο, όμως το γεγονός ότι πέρασε αυτό το κατώφλι έχει σημασία», αναφέρει ο Κρις Τζέφρι, επικεφαλής μακροοικονομικής στρατηγικής της Legal & General Investment Management.
Οι επόμενες κινήσεις
Οι χρηματαγορές δίδουν μία πιθανότητα 90% για μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ έως τον Ιούνιο από λιγότερο από 80% που ίσχυε την Τετάρτη, ενώ για την Τράπεζα της Αγγλίας οι πιθανότητες κυμαίνονται τώρα στο 70% για μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο από λιγότερο από 60% πριν από τη σημερινή συνεδρίαση. Ο Τζέφρι θεωρεί ότι οι ΕΚΤ και Τράπεζα της Αγγλίας θα κάνουν κίνηση τον Ιούνιο, αλλά για την Federal Reserve έχει κάποιες επιφυλάξεις θεωρώντας ότι θα περιμένει λίγο ακόμη.
Ο Σαλμάν Αχμέντ, στρατηγικός αναλυτής της Fidelity International, εμφανίζεται επιφυλακτικός για την Fed, λέγοντας ότι ενδεχομένως να χρειαστεί να περιμένει περισσότερο για να κάνει κίνηση και θεωρώντας ότι η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας διακινδυνεύουν την εξασθένηση των νομισμάτων τους και πιθανόν περισσότερο πληθωρισμό κάνοντας πρώτες μειώσεις. «Έχουμε μία Fed που θέλει να μειώσει, ζητά την ευκαιρία για να αρχίσει να μειώνει, όμως τα μακροοικονομικά δεν της το επιτρέπουν», σημειώνει. Ο Αχμέντ εφιστά την προσοχή και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις από μία εξασθενημένη στερλίνα ή ένα εξασθενημένο ευρώ θα δημιουργούσαν ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις.
Ωστόσο, αρκετοί διαχειριστές κεφαλαίου συστήνουν την αγορά κρατικών ομολόγων από Ευρωζώνη και Βρετανία εν αναμονή της μείωσης των επιτοκίων. Ο Γιόστ φαν Λέντερς, επικεφαλής επενδύσεων στην Van Lanschot Kempen στην Ολλανδία, συστήνει στους πελάτες μεγαλύτερη έκθεση σε ομόλογα της Ευρωζώνης υιοθετώντας πιο θετική θέση. Ο ίδιος προβλέπει ότι η Τράπεζα της Αγγλίας θα μειώσει τα επιτόκια το Μάιο.
Τα προθεσμιακά στο χρηματιστήριο του Σικάγο δίδουν πιθανότητα 66% στο ενδεχόμενη η Fed να αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια τον Ιούνιο από 50% την Τρίτη. «Ο κίνδυνος η Fed να καθυστερήσει τις επιτοκιακές μειώσεις για μετά τον Ιούνιο αρχίζει και γίνεται ορατός. Εάν ο πληθωρισμός δεν καταφέρει να μειωθεί το Μάρτιο, αυτό θα περιορίσει σημαντικά τις πιθανότητες για μείωση τον Ιούνιο», αναφέρει ο Σιάο Κούι, οικονομολόγος της Pictet Wealth Management.
Τι αποφάσισαν οι κεντρικές τράπεζες
Η Fed επιβεβαίωσε στη συνεδρίαση της Τετάρτης ότι θα κάνει τρεις επιτοκιακές μειώσεις φέτος, όπως ακριβώς είχε προβλέψει το Δεκέμβριο, όμως για το 2025 προβλέπει επιτοκιακές μειώσεις 75 μονάδων βάσης αντί για τις 100 που περίμενε το Δεκέμβριο και αυτό υποδηλώνει ότι η διαδικασία μείωσης των επιτοκίων θα πάρει περισσότερο χρόνο. Άλλωστε και ο πρόεδρος Τζερόμ Πάουελ εμφανίστηκε επιφυλακτικός υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα και ότι η πρόοδος σε ό,τι αφορά στη μείωσή του δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Η Τράπεζα της Αγγλίας διατήρησε στη σημερινή της συνεδρίαση το επιτόκιό της αμετάβλητο στο 5,25%, βλέποντας την οικονομία να κινείται προς στη σωστή κατεύθυνση και τον πληθωρισμό να υποχωρεί κάτω από το στόχο του 2% στο δεύτερο τρίμηνο. Αυτό ωστόσο που έχει σημασία και δείχνει ότι ανοίγει ο δρόμος για επιτοκιακή μείωση είναι η στροφή των δύο κατεξοχήν «γερακιών» του δ.σ. της, που για πρώτη φορά από το Σεπτέμβριο του 2021 απέσυραν την υποστήριξή τους για αύξηση των επιτοκίων.
Την ίδια στιγμή, η κεντρική τράπεζα της Νορβηγίας άφησε αμετάβλητο το βασικό επιτόκιό της, σηματοδοτώντας ωστόσο ότι θα κάνει μία και μοναδική μείωση για φέτος το πιθανότερο το Σεπτέμβριο.
Σε αντίθεση με τη Βρετανία και την Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός στην Ελβετία στο 1,2% τον Φεβρουάριο βρίσκεται εντός του στόχου της κεντρικής τράπεζας από μηδέν έως 2%. Ο Νικολάι Μάρκοβ, οικονομολόγος της Pictet Asset Management, σημειώνει ότι η Ελβετία είναι μοναδική περίπτωση μεταξύ των κορυφαίων κεντρικών τραπεζών επειδή έχει αρχίσει να ανησυχεί για υπερβολικά μεγάλη πτώση του πληθωρισμού και αυτός είναι ο λόγος που ξεκίνησε τον κύκλο μείωσης των επιτοκίων νωρίτερα από τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες το πλανήτη.
Ένα ανησυχητικό σημάδι
Παρότι η αμερικανική οικονομία απέχει παρασάγγας από το να παρουσιάσει σημάδια σημαντικής επιβράδυνσης, υπάρχει μία ένδειξη στην αγορά κρατικών ομολόγων που «μιλά» για επικείμενη ύφεση και αυτό το «κόκκινο σήμα» εκπέμπεται περισσότερο χρόνο από κάθε άλλη φορά. Υπάρχει ένα μέρος της καμπύλης των αμερικανικών κρατικών ομολόγων που είναι συνεχώς αντεστραμμένη από τις αρχές Ιουλίου του 2022: η απόδοση των βραχυπρόθεσμων ομολόγων είναι υψηλότερη από αυτή των μακροπρόθεσμων. Το σήμα αυτό έχει ξεπεράσει τις 624 ημέρες στη διάρκεια του 1978, σύμφωνα με τη Deutsche Bank.
Ο λόγος που η απόδοση του διετούς τίτλου ξεπερνά την απόδοση του 10ετούς είναι επειδή οι επενδυτές θεωρούν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά στο επόμενο διάστημα, καθώς η Fed δεν έχει νικήσει τον πληθωρισμό. Μία αντεστραμμένη καμπύλη είναι επίσης αρνητική για την οικονομική δραστηριότητα και τις χρηματοοικονομικές αγορές επειδή οι υψηλότερες βραχυπρόθεσμες αποδόσεις αυξάνουν το κόστος δανεισμού για τα καταναλωτικά δάνεια και τα δάνεια για εμπορικές δραστηριότητες.
Η οικονομία παραμένει μέχρι στιγμής ανθεκτική χάρη στις μεγάλες αποταμιεύσεις των καταναλωτών από την εποχή της πανδημίας, σύμφωνα με τον Τζιμ Ρέιντ της Deutsche Bank.