Τα έργα ΑΠΕ που ήδη λειτουργούν, σε συνδυασμό με τις μονάδες που έχουν κατακυρώσει ηλεκτρικό «χώρο», ξεπερνούν ήδη τους στόχους για τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών το 2030. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που παρατίθενται στο προσχέδιο του 10ετούς Προγράμματος Ανάπτυξης 2025-2034 του ΑΔΜΗΕ, που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από τον Διαχειριστή.
Τα στοιχεία που παρατίθενται στο Πρόγραμμα αφορούν τον Νοέμβριο του 2023, όταν ήδη το παραπάνω «πράσινο» χαρτοφυλάκιο αθροιζόταν στα επίπεδα των 28 GW συνολικής ισχύος. Την ίδια στιγμή, το draft του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει πως η εγκατεστημένη ισχύς ανανεώσιμων πηγών θα φτάνει το 2030 τα 23,5 GW.
Όπως είναι φυσικό, η «επίδοση» του Νοεμβρίου του 2023 ξεπερνά κατά πολύ τους (πιο μετριοπαθείς) στόχους της προηγούμενης παραλλαγής του ΕΣΕΚ, που έχει εγκριθεί από την Κομισιόν. Οι πιο μετριοπαθείς αυτοί στόχοι «τοποθετούσαν» το πράσινο χαρτοφυλάκιο στα 15,1 GW για το 2030.
Σε λειτουργία 12,2 GW
Όπως αναφέρεται στο προσχέδιο του Προγράμματος Ανάπτυξης, έως τις αρχές Νοεμβρίου του 2023 στο σύστημα μεταφοράς λειτουργούσαν σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΥΘΗΑ συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 12,2 GW. Από αυτό το portfolio, τα 5 GW αφορούν αιολικά πάρκα και τα 6,5 GW αφορούν φωτοβολταϊκά, με τη συμμετοχή των υπόλοιπων τεχνολογιών ΑΠΕ να είναι αισθητά περιορισμένη.
Παράλληλα, από τους δύο Διαχειριστές (ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ) έχουν χορηγηθεί οριστική προσφορά σύνδεσης σε σταθμούς ΑΠΕ συνολικής εγκατεστημένης ισχύος που υπερβαίνει τα 15,5 GW. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται, τα 12,4 GW αφορούν φωτοβολταϊκά και τα 2,8 GW αιολικά πάρκα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα εν λειτουργία έργα ήδη η μεγαλύτερη μερίδα αφορά φωτοβολταϊκούς σταθμούς, οι οποίοι μάλιστα υπερτερούν και στα έργα με όρους σύνδεσης. Αυτό σημαίνει πως το «πράσινο» χαρτοφυλάκιο σε λειτουργία τα επόμενα χρόνια θα κυριαρχείται σε σημαντικό βαθμό από την ηλιακή τεχνολογία. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε μία σειρά από παρενέργειες, με δεδομένο ότι τα φωτοβολταϊκά παράγουν όλα συγχρονισμένα – τις ώρες ηλιοφάνειας. Έτσι, για παράδειγμα, συχνά τις μεσημεριανές ώρες η παραγωγή υπερκαλύπτει τη ζήτηση, οδηγώντας σε περικοπές, ενώ με τη δύση του ήλιου χρειάζεται η άμεση συνδρομή των μονάδων αερίου, ώστε να καλυφθεί η απώλεια της φωτοβολταϊκής παραγωγής. Το γεγονός αυτό οδηγεί εκείνες τις ώρες σε σημαντική αύξηση των χονδρεμπορικών τιμών.
Αυξανόμενη «πράσινη» συμμετοχή
Σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ, η συνεισφορά των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και των Σταθμών συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας υψηλής απόδοσης (ΣΗΘΥΑ) στο ενεργειακό ισοζύγιο αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Έτσι, εξαιρώντας τις μονάδες ΣΗΘΥΑ και τα υδροηλεκτρικά, ανήλθε και παραμένει άνω του 20% από το 2018 και έπειτα, ενώ το 2022 ανήλθε στο 39%.
Ως αποτέλεσμα, αυξάνεται συνεχώς και η συμμετοχή στην κάλυψη της ζήτησης από τις «καθαρές» πηγές ενέργειας (συμβατικοί υδροηλεκτρικοί σταθμοί και σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένων των σταθμών Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης κατανεμόμενων και μη). Η συμμετοχή της «καθαρής» παραγωγής στην κάλυψη της ζήτησης αυξήθηκε από το 10,5% περίπου το έτος 2004 σε άνω του 30% από το 2018 και κορυφώθηκε στο 46% το 2022. Έπειτα από το έτος 2013 αυτή η συμμετοχή είναι σταθερά άνω του 25%, με αυξητική τάση.
Όπως είναι φυσικό, λαμβάνοντας υπόψη τα έργα που βρίσκονται ήδη στα σκαριά, τα παραπάνω ποσοστά θα αυξηθούν έτι περαιτέρω τα επόμενα χρόνια. Πέρα πάντως από τα οφέλη που θα έχει αυτή η εξέλιξη (ενεργειακή ανεξαρτησία, συγκράτηση των χονδρεμπορικών τιμών), η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ στο ηλεκτρικό σύστημα εμπεριέχει και αρκετές προκλήσεις.
Σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ, η διαχείριση της στοχαστικής παραγωγής των Σταθμών ΑΠΕ κατά τη λειτουργία του Συστήματος επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο λειτουργίας των συμβατικών μονάδων, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη ρύθμιση του ισοζυγίου της παραγωγής και του φορτίου. Για παράδειγμα στις μεταμεσημβρινές ώρες όπου μειώνεται απότομα η παραγωγή των φωτοβολταϊκών, προκύπτουν απαιτήσεις ταχείας ανάληψης του φορτίου και με αυξημένο ρυθμό από τις συμβατικές μονάδες.
«Υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα προκλήσεων οι οποίες πρέπει να αντιμετωπισθούν, γεγονός το οποίο αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης εδώ και πολλά χρόνια σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η κοινή διαπίστωση για τη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, είναι ότι θα απαιτηθεί η αύξηση της δυνατότητας της αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η χρήση των αντλητικών υδροηλεκτρικών Σταθμών και συστημάτων συσσωρευτών, ώστε να αμβλύνονται οι επιπτώσεις της τυχαίας παραγωγής από τις ΑΠΕ», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Διαχειριστής.