Η κινεζική οικονομία παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που παρουσιάζει, φαίνεται να έχει απωλέσει μέρος της δυναμικής της. Παρά τις μεγάλες προκλήσεις, ωστόσο, παραμένει σημαντική δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα και η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Για το λόγο αυτό, όπως αναφέρεται στην τελευταία έκθεση της Alpha Bank για την Παγκόσμια Οικονομία που αναλύει την κατάσταση της κινεζικής οικονομίας μέσα από τις πρόσφατες εξελίξεις αλλά και τις προοπτικές της, η κυβέρνηση λαμβάνει πρωτοβουλίες και μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της οικονομίας, ώστε η Κίνα να διατηρήσει τον καθοριστικό της ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, φαίνεται όμως, ότι το ευμετάβλητο παγκόσμιο περιβάλλον και ειδικότερα οι πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν θα την αφήσουν ανεπηρέαστη.
Αξίζει να αναφερθεί, ότι την τελευταία τριετία, μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, η οικονομία καταγράφει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από το αναμενόμενο. Ενδεικτικά, το 2023, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 5,2% από 3,0% το προηγούμενο έτος, όμως εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με τον μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας (7,7%). Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (World Economic Outlook, Ιούλιος 2024) προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 5,0% το 2024 και ελαφρώς χαμηλότερος στο 4,5%, το 2025. Επίσης, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας (NBS), ανακοίνωσε ότι το κινεζικό ΑΕΠ επιβραδύνθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2024 κατά 4,7%, σε ετήσια βάση, από 5,3% το προηγούμενο τρίμηνο.
Υπό αυτό το πρίσμα, πραγματοποιήθηκε τις προηγούμενες ημέρες η Τρίτη Ολομέλεια (Third Plenary Session), κατά την οποία ανώτατα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος συνεδριάζουν ανά πενταετία και σχεδιάζουν την οικονομική πολιτική, αλλά και τις αναγκαίες κυβερνητικές παρεμβάσεις, με στόχο την επιτάχυνση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, τη στήριξη της καινοτομίας, την παραγωγή υψηλής τεχνολογίας και τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών.
Σήμερα, η κινεζική οικονομία είναι αντιμέτωπη με μία σειρά προκλήσεων, όπως η αναιμική εγχώρια ζήτηση, η αδυναμία του κατασκευαστικού κλάδου, οι μειωμένες εξαγωγές, το αυξανόμενο χρέος, οι δημογραφικές εξελίξεις, η ανεργία των νέων και ο αποπληθωρισμός. Ιδιαίτερα στον κλάδο των ακινήτων που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική επέκταση της Κίνας τα προηγούμενα έτη και αποτελεί περίπου το 30% του ΑΕΠ της Κίνας (Rogoff, K., and Yuanchen, Y. 2021. “Has China’s Housing Production Peaked?” China and the World Economy 21 (1)), οι πιέσεις στις τιμές συνεχίζονται, αυξάνοντας την οικονομική αβεβαιότητα, ιδίως στη μεσαία τάξη.
Προκειμένου να στηρίξει τον κλάδο των ακινήτων, τον περασμένο Μάιο η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα πακέτο διάσωσης, το οποίο περιλαμβάνει φθηνά δάνεια ύψους 300 δισ. γιουάν (41,3 δισ. δολάρια), ώστε να βοηθήσει τις τοπικές κυβερνήσεις να αγοράσουν κατοικίες που δεν έχουν πωληθεί και να στηρίξει τη στεγαστική πολιτική του κράτους. Βέβαια, τα επίσημα στοιχεία έδειξαν ότι το μέτρο δεν έχει ακόμα αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού οι τιμές των νέων κατοικιών μειώθηκαν κατά 4,9% τον Ιούνιο, σε σύγκριση με πέρυσι, η οποία αποτελεί την πιο απότομη πτώση των τελευταίων εννέα ετών.
Οι εξαγωγές αγαθών που είναι σημαντικός παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, μειώθηκαν κατά 4,6% το 2023, επίδοση η οποία αποτελεί την πρώτη ετήσια μείωση της εξαγωγικής δραστηριότητας από το 2016, μολονότι η Κίνα παραμένει ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας βιομηχανικών προϊόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συνεχιζόμενες εμπορικές διαμάχες με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και άλλες χώρες δεν είναι πιθανό να βοηθήσουν στην ενίσχυση των εξαγωγών. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Κίνα πιθανότατα να αντιμετωπίσει αυξημένους εμπορικούς δασμούς από την πλευρά των ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου. Πρόσφατα, ο πρόεδρος κ. Biden επέβαλε δασμό 100% στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα, καθώς και αυξημένους δασμούς σε άλλα κινεζικά προϊόντα. Από την πλευρά του, ο κ. Trump έχει δηλώσει ότι, αν εκλεγεί, θα επιβάλει δασμούς 60% σε όλες τις κινεζικές εξαγωγές.
Μία άλλη σημαντική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Κίνα είναι το γεγονός, ότι οι συνολικές επενδύσεις που αντιπροσωπεύουν το 42% του ΑΕΠ, ποσοστό περίπου διπλάσιο από το αντίστοιχο άλλων προηγμένων οικονομιών, έχει δημιουργήσει σημαντικό πρόβλημα πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας (Γράφημα 2α). Με την εγχώρια ζήτηση των νοικοκυριών να μην μπορεί να απορροφήσει πλήρως την παραγωγή της, η Κίνα εξαρτάται από τις ξένες αγορές για να απορροφήσει το πλεόνασμα. Σε αυτή την κατάσταση, προστίθεται και το δημογραφικό πρόβλημα, με το εργατικό δυναμικό της Κίνας να μειώνεται, ως αποτέλεσμα της προηγούμενης πολιτικής «του ενός παιδιού», που οδήγησε σε συρρίκνωση του πληθυσμού και μακροπρόθεσμα θα προκαλέσει μείωση της παραγωγικότητας.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει ορισμένες από τις παραπάνω προκλήσεις, η κεντρική τράπεζα της Κίνας έχει προβεί σε επανειλημμένες μειώσεις των επιτοκίων δανεισμού τα τελευταία χρόνια, στοχεύοντας να μετριάσει την επιβράδυνση της αγοράς ακινήτων και να τονώσει την εγχώρια κατανάλωση. Με βάση τα δυσμενέστερα οικονομικά μεγέθη του δεύτερου τριμήνου, η κεντρική τράπεζα της Κίνας προχώρησε πρόσφατα σε νέα μείωση των επιτοκίων των δανείων 1 και 5 ετών (Loan Prime Rate) κατά 10 μονάδων βάσης, στο 3,35% και 3,85%, αντίστοιχα.