Μεταξύ οριακής ανάπτυξης και οριακής ύφεσης κινείται το τελευταίο διάστημα η γερμανική οικονομία, η οποία ταλανίζεται από μία σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα που δημιουργούν τριγμούς στο παραδοσιακό επιχειρηματικό μοντέλο της. Η παρατεταμένη στασιμότητα έχει γίνει το βασικό χαρακτηριστικό της, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι για πέντε συναπτά τρίμηνα το ΑΕΠ της χώρας παραμένει στάσιμο ή συρρικνώνεται, ενώ δυσοίωνες παραμένουν οι προοπτικές και για ολόκληρο το 2024.
Παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για να επιστρέψει η γερμανική οικονομία στην προ του κορωνοϊού κανονικότητα δεν έχουν αποδώσει καρπούς, με τις δημοσιονομικές προκλήσεις να αποτυπώνονται τα μέγιστα στον προϋπολογισμό του 2025, που αποτελεί και σημείο τριβής μεταξύ των εταίρων του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού.
Στην τελευταία μηνιαία έκθεσή της, η Bundesbank δεν βλέπει τη Γερμανία να υποφέρει από μία σοβαρή οικονομική επιβράδυνση, παρά την απότομη συρρίκνωση που παρουσίασε στο δεύτερο τρίμηνο.
«Με βάση τα σημερινά δεδομένα, μία μεγάλη, γενικευμένη και διαρκείας οικονομική ύφεση δεν συμπεριλαμβάνεται στις προβλέψεις μας με την προϋπόθεση βεβαίως ότι δεν θα υπάρξει κάποιο νέο αρνητικό σοκ», σημειώνεται στην έκθεση. Η κεντρική τράπεζα προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί ελαφρώς στο τρίτο τρίμηνο, που σημαίνει ότι η αναμενόμενη βραδεία οικονομική ανάκαμψη θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο.
Το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε απρόσμενα κατά 0,1% το διάστημα Απριλίου-Ιουνίου, γεγονός που ενέτεινε τις ανησυχίες ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα δυσκολευθεί να ξεπεράσει τις προκλήσεις που ενδεχομένως να την οδηγήσουν σε ύφεση.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν αυτή η αδυναμία θα καταλήξει σε μία μόνιμη κατάσταση παράλυσης ή θα μπορέσει μεσοπρόθεσμα να ανατάξει τις δυνάμεις της και να ανακάμψει.
Το παράδοξο της Γερμανίας
Το παράδοξο είναι ότι μέχρι στιγμής η Γερμανία δεν έχει βρεθεί στο στόχαστρο των αγορών κεφαλαίου. Παρά τη σοβαρή εξασθένηση της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, τα γερμανικά κρατικά ομόλογα εξακολουθούν να αποτελούν το αδιαφιλονίκητο ασφαλές ενεργητικό της Ευρωζώνης. Η κορυφαία πιστοληπτική αξιολόγηση ΑΑΑ της Γερμανίας με σταθερή προοπτική από όλους τους κορυφαίους οίκους αποτελεί μία διασφάλιση, που όμως δεν θα διαρκέσει εσαεί, εάν τα προβλήματα της κορυφαίας οικονομίας της Ευρώπης συνεχιστούν.
Η απλοϊκή άποψη που εξακολουθούν να συμμερίζονται πολλοί Γερμανοί πολιτικοί είναι ότι η υψηλή πιστοληπτική ικανότητα είναι άμεση συνάρτηση του χαμηλού χρέους. Δεν είναι όμως έτσι πάντα τα πράγματα, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν οι Financial Times. Στην πραγματικότητα, η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους των ανεπτυγμένων οικονομιών υψηλής αξιολόγησης είναι σημαντικά υψηλότερη από αυτή των αναδυόμενων αγορών με χαμηλότερη βαθμολογία.
Άλλοι παράγοντες όπως η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα και η ικανότητα καινοτομίας παίζουν επίσης κρίσιμο ρόλο. Και εδώ είναι που η Γερμανία υστερεί ολοένα και περισσότερο. Υπήρξε σειρά απογοητεύσεων στα οικονομικά στοιχεία της χώρας. Όλοι οι δείκτες υψηλής συχνότητας δείχνουν πάλι προς τα κάτω, από τα βιβλία παραγγελιών και τη βιομηχανική παραγωγή έως τις λιανικές πωλήσεις και τους δείκτες εμπιστοσύνης.
Εδώ και δύο χρόνια, η οικονομία κινείται στα όρια της ύφεσης και το θέμα είναι ότι ακόμη και εάν δεν συρρικνώνεται σημαντικά, βρίσκεται σε μία διαρκή στασιμότητα χωρίς να έχει κάποιο προσανατολισμό. Η αδυναμία αυτή της Γερμανίας έχει παγιώσει τις προσδοκίες ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει φέτος σε περισσότερες μειώσεις επιτοκίων.
Όσον αφορά στην απόδοση του γερμανικού 10ετούς, που για λίγο άγγιξε το 2,6% στις αρχές Ιουλίου, επανήλθε γρήγορα στο 2,25%. Το γεγονός ότι και άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, έχουν τις δικές τους βαθύτερες προκλήσεις καθιστά το καθεστώς των κρατικών ομολόγων της της αδιαμφισβήτητο. Οι κύριοι λόγοι για τη διαρθρωτική στασιμότητα της Γερμανίας αντανακλούν εν μέρει δυσμενείς μεγάλες τάσεις πέρα από τον άμεσο κυβερνητικό έλεγχο. Ο πρώτος παράγοντας είναι το τέλος της παγκοσμιοποίησης και ο δεύτερος είναι ένα τρομακτικό δημογραφικό προφίλ, ενώ σε όλα αυτά προστίθεται και η πληγή της συνεχούς υποεπένδυσης.
Η αρχή της πτώσης
Η Γερμανία επωφελήθηκε όπως και κάποιες άλλες λιγοστές, ωστόσο, χώρες από την ανάδειξη της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία. Όταν η Κίνα εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, η χώρα χρειαζόταν μόνο τα πράγματα στα οποία υπερέχουν οι γερμανικές εταιρείες: επενδυτικά αγαθά, μηχανήματα, οχήματα. Οι εξαγωγές ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Το 1999, λίγο περισσότερο από το ένα τέταρτο όλων των προϊόντων που παράγονται στη Γερμανία στάλθηκαν στο εξωτερικό και μέχρι το 2008, το ποσοστό αυτό είχε φτάσει στο 46% του ΑΕΠ.
Αλλά από την χρηματοπιστωτική κρίση, τα πράγματα για το παγκόσμιο εμπόριο και τις γερμανικές εξαγωγές άλλαξαν. Η Κίνα έγινε σταδιακά ανταγωνιστής παρά πελάτης, οι τάσεις προστατευτισμού έχουν εισχωρήσει στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα και καθώς η εξωτερική ζήτηση ισοπεδώθηκε, η οικονομία της Γερμανίας βρέθηκε σε αδιέξοδο.
Οι Γερμανοί καταναλωτές έχουν αισθανθεί τον αντίκτυπο και έχουν πολλούς λόγους για να είναι φειδωλοί: μια κοινωνία που γερνά ραγδαία με ένα μη χρηματοδοτούμενο δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα. Όσοι γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1960 αρχίζουν να ετοιμάζονται για συνταξιοδότηση και υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της επόμενης μισής δεκαετίας η Γερμανία θα χάνει χρόνο με το χρόνο το καθαρό 1% του εργατικού δυναμικού της. Αυτή η τάση επιδεινώνεται με ολοένα και λιγότερες ώρες εργασίας.
Δεκαετίες υποεπενδύσεων
Σε καμία άλλη χώρα του ΟΟΣΑ οι εργαζόμενοι δεν αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στη δουλειά. Με την εισροή εργασίας να συρρικνώνεται κατά περίπου 1% ετησίως, η παραγωγικότητα της εργασίας θα πρέπει να αυξηθεί εξίσου για να ισορροπήσει η οικονομία. Δυστυχώς, οι αυξήσεις της παραγωγικότητας ανά ώρα εργασίας είναι πολύ κάτω από το 1% τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, ακόμη και μετά τη φετινή αύξηση των μισθών κατά 5,6%, μόνο οι μισές απώλειες των Γερμανών εργαζομένων μεταξύ 2021 και 2023 έχουν αντισταθμιστεί.
Το θεμελιώδες όριο ταχύτητας της χώρας για ανάπτυξη μπορεί να βρίσκεται κάτω από το μηδέν. Η υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί επίσης να αποδοθεί σε δεκαετίες υποεπενδύσεων στην εκπαίδευση και τις υποδομές.
Όταν Ευρωπαίοι οπαδοί του ποδοσφαίρου κατέβηκαν στη Γερμανία αυτό το καλοκαίρι, πολλές θετικές παγιωμένες αντιλήψεις σχετικά με το δίκτυο μεταφορών της χώρας αποδομήθηκαν. Αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Από την αλλαγή της χιλιετίας, ο δημόσιος τομέας στη Γερμανία ξοδεύει κατά μέσο όρο μόνο το 2,3% του ΑΕΠ σε επενδύσεις.
Στη ζώνη του ευρώ συνολικά, ήταν σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα περισσότερο, στη Γαλλία ακόμη και δύο ποσοστιαίες μονάδες. Το χάσμα σε σχέση με τις υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης έχει τελευταίως αμβλυνθεί, που σημαίνει ότι η Γερμανία συνεχίζει να μένει πίσω, απλώς με πιο αργό ρυθμό.
Εάν λοιπόν η Γερμανία έχανε την κορυφαία πιστοληπτική της αξιολόγηση, του τριπλού Α, αυτό δεν θα ήταν λόγω υπερβολικού χρέους, αλλά εξαιτίας μίας παρατεταμένης οικονομικής παράλυσης και λόγω έλλειψης των κατάλληλων μέτρων για την αντιμετώπισή της.