Την ταχύτερη μείωση του χρέους μεταξύ των κρατών της ΕΕ την περίοδο 2023-2029 προβλέπει για την Ελλάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), σε έκθεση για το δημόσιο χρέος των ευρωπαϊκών χωρών.
Το ΔΝΤ τοποθετεί το πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας μας στο 2,1% του ΑΕΠ το 2024 και έως το 2029. Εκτιμά παρολ' αυτά πως, μεγάλη συνδρομή στη μείωση του χρέους, θα έχει η εκτίμηση για την πορεία του πληθωρισμού (αυτή ενισχύει το ονομαστικό ΑΕΠ, με βάση το οποίο υπολογίζεται ο δείκτης χρέους). Σημαντική, θεωρεί το Ταμείο, ότι θα είναι και η συνδρομή της ανάπτυξης αλλά και των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η έκθεση του ΔΝΤ επικεντρώνεται στην ΕΕ και στον κίνδυνο διόγκωσης του χρέους σε πολλά κράτη. Συμπεραίνει πως οι, γεμάτες προκλήσεις, προοπτικές για το δημόσιο χρέος και τη χρηματοδότηση στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες απαιτούν αποφασιστικές οικονομικές πολιτικές που θα ενισχύσουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, διατηρώντας παράλληλα τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Η πιθανότητα το χρέος να μην μπορέσει να σταθεροποιηθεί σε ορίζοντα 5ετίας έχει αυξηθεί στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης και στις αναδυόμενες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως λόγω των υψηλότερων πρωτογενών ελλειμμάτων, προειδοποιεί ο διεθνής Οργανισμός.
Μεσοπρόθεσμα, εκτιμά το ΔΝΤ, οι κύριοι κίνδυνοι είναι η ανεπαρκής προσαρμογή του πρωτογενούς ισοζυγίου προς σταθεροποίηση του χρέους και η χαμηλότερη, της αναμενόμενης, ανάπτυξη. Η διατηρήσιμη ανάπτυξη αναμένεται να γίνει ο βασικός μοχλός μείωσης του χρέους στις περισσότερες χώρες, ενώ οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη τείνουν να έχουν καθοδική απόκλιση. Επιπλέον, οι ανάγκες χρηματοδότησης αναμένεται να παραμείνουν πάνω από τους προπανδημικούς μέσους όρους, εξαιτίας των αυξημένων επιπέδων δημόσιου χρέους στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Στη ζώνη του ευρώ, η θετική επίδραση από τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ στα spreads των κρατικών ομολόγων, επέτρεψαν στις κυβερνήσεις να διατηρήσουν μια στρατηγική εκδόσεων μακράς διάρκειας, μετριάζοντας τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις χρηματοδότησης, σημειώνει το ΔΝΤ. Ωστόσο, καθώς οι συνθήκες της αγοράς ομαλοποιούνται, οι κάτοχοι κρατικών ομολόγων θα στρέφονται μακριά από τις κεντρικές τράπεζες και οι παράγοντες που επηρεάζουν την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά θα αντικατοπτρίζονται πλέον περισσότερο στα risk premia, πιθανώς αυξάνοντας το κόστος των τόκων για τις πιο ευάλωτες χώρες.
Τι πρέπει να κάνουν οι χώρες - Οι μεγαλύτερες πιέσεις
Η προσεκτική σχεδίαση της μεσοπρόθεσμης εξυγίανσης είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση των κινδύνων βιωσιμότητας του χρέους με παράλληλη στήριξη της ανάπτυξης. Ορισμένες χώρες πρέπει να καταργήσουν ταχύτερα τη μη στοχευμένη δημοσιονομική στήριξη, να τοποθετήσουν στο επίκεντρο τις δαπάνες και να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητά τους, ενώ σε άλλες μπορεί να χρειαστούν επιπρόσθετα μέτρα ενίσχυσης των εσόδων, επισημαίνει το ΔΝΤ.
Οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη είναι ιδιαίτερα κρίσιμες στις χώρες με υψηλό χρέος. Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εφαρμογή του αναθεωρημένου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ ενδέχεται να συμβάλλει στην πρόοδο προς αξιόπιστες μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές προσαρμογές που βελτιώνουν μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα του χρέους.
Επιπλέον, ορισμένοι έχουν επισημάνει ότι ένα ευρωπαϊκό όργανο για το χρέος θα μπορούσε να αποτελέσει μια επιλογή για τη στήριξη της δημοσιονομικής προσαρμογής, ιδίως σε χώρες με υψηλό «κληρονομικό χρέος». Από την άλλη, στις χώρες εκτός της Ένωσης, για την επίτευξη του ίδιου στόχου, απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την ενδυνάμωση των ολοκληρωμένων εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων.
Η ανάγκη για δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις σε όλο το μήκος της Ευρώπης καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική, καθώς οι πιέσεις στις δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά. Ορισμένες από αυτές, όπως εκείνες που σχετίζονται με την άμυνα και το κλίμα, είναι πιο άμεσες, ενώ άλλες, όπως οι συντάξεις και η υγεία, αναμένεται να αυξηθούν με την πάροδο του χρόνου.
Υπό αυτό το πρίσμα, για να εξισορροπήσουν την ανάπτυξη με την επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους, το ΔΝΤ προτείνει οι κυβερνήσεις να στοχεύσουν θέσουν έναν ελαφρώς μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα (π.χ. 10 έτη) για την σταθεροποίησή του, αλλά με μεγαλύτερη πιθανότητα (π.χ. 75%), ώστε να καθησυχάσουν τις αγορές ότι τα χρέη πρόκειται να διευθετηθούν.
Μία τέτοια διαχείριση, άλλωστε, είναι συμβατή με τους αναθεωρημένους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ (πιθανή επέκταση σε 7 έτη με δεσμεύσεις για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις) και το πλαίσιο κρατικού κινδύνου και βιωσιμότητας του χρέους (SRDSF) του ΔΝΤ και θα επιτρέψει τα οφέλη που ενισχύουν την ανάπτυξη από τις δημόσιες επενδύσεις και άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να είναι περισσότερο εμφανή στις μετρήσεις του χρέους και του ΑΕΠ.