Η επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης του πληθυσμού μας τα επόμενα χρόνια στη περίπτωση ενός ουδέτερου μεταναστευτικού ισοζυγίου, είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Ωστόσο ορισμένες περιοχές της χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της ΠΕ Μακεδονίας- Θράκης, βρίσκονται δημογραφικά «στο κόκκινο», καθώς για κάθε μία γέννηση αντιστοιχούν τρεις ή και περισσότεροι θάνατοι.
Τα στοιχεία-σοκ που αναφέρονται σε Δελτίο του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) αποκαλύπτουν πως στις μισές σχεδόν Δημοτικές Ενότητες (459 από τις 1.036) που βρίσκονται σχεδόν όλες στο ορεινό και ημιορεινό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, αντιστοιχούν ήδη περισσότεροι από 3 θάνατοι ανά γέννηση.
Η υπερ-υπεροχή σε αυτές των θανάτων, αποτέλεσμα κυρίως των ηλικιακών τους δομών που συνδυάζουν πολλούς ηλικιωμένους και περιορισμένο αριθμό ατόμων σε αναπαραγωγική ηλικία θέτει βάσιμες αμφιβολίες ως προς την κοινωνική και οικονομική τους δυναμική.
«Το μέλλον δεν προδιαγράφεται με τον ίδιο τρόπο ανάμεσα σε μια διοικητική ενότητα με σχετικά ισορροπημένο ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων και σε κάποια άλλη όπου αντιστοιχούν 3, 4 ή και ακόμη περισσότεροι θάνατοι ανά γέννηση» επισημαίνουν σε άρθρο τους ο καθηγητής Βύρων Κοτζαμάνης και ο Βασίλης Παππάς, ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΜ.
Ο πληθυσμός στη Δυτική Μακεδονία συρρικνώνεται κατά 11,34%, ενώ ακολουθούν η Κεντρική Ελλάδα και η Πελοπόννησος που έχουν συρρικνωθεί κοντά στο 10%. Ειδικά στη Δυτική Μακεδονία παρατηρείται σημαντική μείωση του ποσοστού των ατόμων παραγωγικής ηλικίας που ξεκίνησε την δεκαετία του 2010 και συνέχισε κατά την διάρκεια της κρίσης χρέους. Σε αυτές τις περιφέρειες η γηραιότερη ηλικιακή ομάδα συνιστά τη δεύτερη πολυπληθέστερη ομάδα σε όλες τις περιφέρειες της χώρας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας παρουσιάζει διαχρονικά το υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των 13 Περιφερειών της χώρας.
Κυκλάδες, Δωδεκάνησα και Κρήτη με θετικό ισοζύγιο γεννήσεων
Η μεγάλη πλειοψηφία των δήμων του νησιωτικού χώρου (με εξαίρεση αυτές του Βόρειου Αιγαίου και τμήματος της Κρήτης), των δήμων των μεγάλων αστικών κέντρων ως και αυτών των μητροπολιτικών περιοχών Αθηνών και Θεσσαλονίκης έχουν θετικότατα (<0,58 θάνατοι ανά γέννηση) ή ακόμη σχετικά ισορροπημένα (τιμές του δείκτη από 0,85 έως 1,14) φυσικά ισοζύγια.
Οι περισσότερες δε από τις 47 Δημοτικές Ενότητες με αρκετά περισσότερες γεννήσεις από θανάτους βρίσκονται στις Κυκλάδες, στα Δωδεκάνησα και στο βόρειο άξονα της Κρήτης. Αντιθέτως, η ανισορροπία ανάμεσα στις γεννήσεις και τους θανάτους είναι εντονότατη στην μεγάλη πλειοψηφία των Δ.Ε που βρίσκονται στο κεντρικό και δυτικό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, καθώς και στη Κεντρική και Αν. Μακεδονία και Θράκη όπου αντιστοιχούν συνήθως
τρεις ή και περισσότεροι θάνατοι ανά γέννηση.
Στο τμήμα δε αυτό της ηπειρωτικής Ελλάδας εντοπίζονται και όλες σχεδόν οι ΔΕ που δεν είχαν γεννήσεις το 2020-22, αλλά μόνον θανάτους.
Σε επίπεδο Περιφερειών, το Νότιο Αιγαίο με λίγο περισσότερες γεννήσεις από θανάτους διαφοροποιείται σημαντικά της Δυτ. Μακεδονίας όπου αντιστοιχούν 2,4 θάνατοι/γέννηση. Οι διαφορές διευρύνονται σε επίπεδο Π.Ε., καθώς σε 5 μόνον από αυτές οι γεννήσεις είναι αρκετά περισσότερες από τους θανάτους (αναλογία 0,5-0,89 θάνατοι /γέννηση), σε 4 Π.Ε θάνατοι και γεννήσεις δεν διαφέρουν σημαντικά, σε 14 οι θάνατοι υπερτερούν ελαφρώς, ενώ σε 51 αντιστοιχούν 1,5 ή και περισσότεροι θάνατοι ανά μια γέννηση.
Στους 325 Δήμους της χώρας οι διαφορές ανάμεσα στον Δ. Θήρας με 2 γεννήσεις ανά ένα θάνατο (δείκτης<0,5) και, στο άλλο άκρο, σε 49 Δήμους που αποτελούν το 15% του συνόλου όπου καταγράφονται περισσότεροι από 4 θάνατοι/γέννηση (σε 20 δε από αυτούς 6 ή περισσότεροι), είναι συνταρακτικές.
Σε επίπεδο Δημοτικών Ενοτήτων οι αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό όρο είναι ακόμη μεγαλύτερες: αν σε 19 Δ.Ε (το 2,1% του συνόλου) οι γεννήσεις υπερτερούν αρκετά των θανάτων ενώ σε 27 έχουμε μόνον θανάτους, σε 348 (μια στις τρείς Δ.Ε) 4 ή περισσοτέρους θανάτους ανά γέννηση και σε 196 Δ.Ε.(19% του συνόλου) 6 θανάτους και άνω.