Μικρό χαρακτηρίζει το «καλάθι» της ΔΕΘ ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας, σε μια πρώτη αποτίμηση των νέων μέτρων που εξήγγειλε το Σάββατο το βράδυ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κι ενώ αναμένει την εξειδίκευσή τους τις αμέσως επόμενες ώρες. Οι φορείς της αγοράς κρίνουν μεν πως ορισμένες παρεμβάσεις κινούνται προς τη θετική κατεύθυνση, καταλογίζουν δε στην κυβέρνηση πως το νέο «πακέτο» μέτρων είναι σφικτό και χωρίς ουσιαστικές πρωτοβουλίες για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
«Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού αφορούν σε μικροποσά. Εγώ δεν άκουσα κανένα μέτρο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», σχολιάζει στο insider.gr o πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς. «Δεν άκουσα καμία παρέμβαση για τα βασικά προβλήματα που ταλανίζουν την εγχώρια επιχειρηματικότητα, όπως η ενέργεια, η ακρίβεια και η χρηματοδότηση του χρέους», σημειώνει χαρακτηριστικά.
«Οι αυξήσεις των συντάξεων και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι χωρίς καμία αμφιβολία μέτρα με θετικό πρόσημο. Αντιλαμβάνομαι πως πρόκειται για μια προσπάθεια γενικότερης στήριξης σε όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα», δηλώνει ο πρόεδρος της Ένωσης Εστιατορίων και Συναφών Αττικής και γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατόρων και Συναφών Επαγγελμάτων (ΠΟΕΣΕ), Γιάννης Δαβερώνης, κάνοντας λόγο για μια καθαρά επιδοματική πολιτική. Ωστόσο, όπως σπεύδει να προσθέσει, τα μέτρα που ανακοινώθηκαν από το βήμα της 88ης ΔΕΘ δεν κάνουν «ούτε κρύο, ούτε ζέστη» για τις επιχειρήσεις της εστίασης, έναν κλάδο με πάγιο αίτημα τη μείωση του ΦΠΑ. «Δεν ακούσαμε τίποτα για θέματα φορολόγησης», σημειώνει, προσθέτοντας πως η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα θα συνεχίσει να «παλεύει». Μάλιστα, αναφερόμενος στον οδικό χάρτη ως το 2027 που παρουσίασε από τη συμπρωτεύουσα ο πρωθυπουργός, χαρακτηρίζει επιτακτική την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι τωρινές προκλήσεις και τα προβλήματα του σήμερα. «Τώρα τι κάνουμε;», διερωτάται.
«Δεν υπάρχει η πολυτέλεια της αναμονής για μία σταδιακή αναπτυξιακή πορεία, καθώς προηγείται το βασικότερο θέμα της επιβίωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επαγγελματιών», σημειώνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου. Σχολιάζοντας τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού αναφέρει ότι «στην πλειοψηφία τους, πρόκειται για παρεμβάσεις που μπορούν να τονώσουν την οικονομία και σε κάποιον βαθμό το επιχειρείν, αλλά σε βάθος χρόνου. Αυτό όμως που σίγουρα δεν ακούσαμε, είναι τι θα κάνει, άμεσα, η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, για το υψηλό ενεργειακό κόστος, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, σήμερα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις». «Σαράντα πέντε μέτρα ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ. Πολλά από αυτά πραγματικά θα ανακουφίσουν μέρος της κοινωνίας, όπως οι αυξήσεις στις συντάξεις. Κάποια άλλα θα δώσουν κάποια ‘ανάσα’ στις επιχειρήσεις, όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1% ή η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Για το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών είναι κομβικής σημασίας η εφαρμογή παρεμβάσεων που θα τιθασεύσουν την ακρίβεια ώστε να σταματήσουν επιτέλους οι ασφυκτικές πιέσεις που δέχονται νοικοκυριά και ΜμΕ καθώς και οι κατάλληλες δράσεις που θα οδηγήσουν σε αποκλιμάκωση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Είναι πολύ σημαντικό να σχεδιάζουμε την επόμενη μέρα για την οικονομία και τη χώρα και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Όμως όσο δεν λαμβάνονται μέτρα άμεσης απόδοσης και ουσιαστικής στήριξης των μικρομεσαίων, τόσο θα μειώνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων που πραγματικά θα μπορούν να έχουν μέλλον», αναφέρει.
«Θεωρώ πως ο πρωθυπουργός προσπάθησε να δώσει όσα δημοσιονομικά διέθετε, επιλέγοντας να μοιράσει λιγότερα σε περισσότερους, τονίζει από την πλευρά του ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς Βασίλης Κορκίδης. «Ο πρωθυπουργός παρουσίασε αυξήσεις, μειώσεις και διορθώσεις, δίνοντας αρκετές απαντήσεις στα παράπονα που διατυπώνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, εξαιτίας του υψηλού κόστους ζωής σε μια παρατεταμένη περίοδο ακρίβειας. Αντιλαμβανόμενος τις ανάγκες, έχοντας κατά νου την κυκλικότητα της οικονομίας, έστρεψε το ενδιαφέρον του σε παρεμβάσεις που έχουν αντανάκλαση στην καθημερινότητα των πολιτών», συμπληρώνει, μεταξύ άλλων και προσθέτει πως «η μείωση 1% των ασφαλιστικών εισφορών είναι καλοδεχούμενη, αφού δίνει μία βαθιά ανάσα στις επιχειρήσεις, αλλά και στους εργαζόμενους, που θα δουν τους μισθούς τους να αυξάνονται κατά αναλογία, γεγονός που θα συμβάλει στην κινητικότητα της αγοράς. Παράλληλα, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η εξομοίωση των τρίτεκνων με τους πολύτεκνους, τα μπόνους σε εργαζόμενους στο ΕΣΥ και τα Σώματα Ασφαλείας, είναι μια σύζευξη οικονομίας και εισοδήματος».
Την ικανοποίησή της για τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στο μέτωπο του στεγαστικού και των ακινήτων εκφράζει, με ανακοίνωσή της η ΠΟΜΙΔΑ, χαιρετίζοντας «την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να σταθεί στο πλευρό της κοινωνίας και με μια ιστορικής σημασίας εξαγγελία, που ήταν πρόταση και επιτυχία της οργάνωσής μας, να πριμοδοτήσει φορολογικά την επανένταξη στην αγορά ενοικιαζόμενης κύριας κατοικίας της χώρας μας τόσο του μεγάλου δυναμικού ανενεργών αστικών κατοικιών, όσο και ανακαινισμένων κατοικιών που έγινε προσπάθεια να διατεθούν για βραχυχρόνια μίσθωση χωρίς επιτυχία».
«Η ΠΟΜΙΔΑ είχε από έτους περίπου, υποβάλλει επισήμως την πρόταση αυτή προς την κυβέρνηση, διατυπωμένη και σε νομοθετική τροπολογία, επισημαίνοντας ότι το εν λόγω μέτρο είναι το μόνο που μπορεί να ‘ξεκλειδώσει» τα κλειστά ακίνητα και να προσφέρει προσιτή και ποιοτική στέγη στους ενοικιαστές. Η αποδοχή της πρότασής μας αποτελεί απόδειξη του ότι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται πραγματικά για το στεγαστικό πρόβλημα, προτάσσοντας το κοινωνικό συμφέρον, παραμερίζοντας αβάσιμους δημοσιονομικούς ενδοιασμούς και υιοθετώντας μια θαρραλέα λύση που θα φέρει αποτέλεσμα προς όφελος όλων των ενδιαφερομένων: ιδιοκτητών, ενοικιαστών αλλά και του Δημοσίου», αναφέρει, μεταξύ άλλων. «Ευθύνη των συναρμόδιων υπουργών είναι τώρα να προχωρήσουν άμεσα στην ορθή υλοποίηση του μέτρου, χωρίς αχρείαστα ‘κριτήρια’, εξαιρέσεις, αποκλεισμούς και ‘αστερίσκους’ που θα ακυρώσουν στην πράξη τα αποτελέσματα που όλοι αναμένουμε, ώστε κάθε διαθέσιμη κατοικία, σε όποιον και αν ανήκει, να μπορεί να βγει στην αγορά, αξιοποιώντας το κίνητρο αυτό. Και ευθύνη φυσικά των ιδιοκτητών είναι να ανταποκριθούν θετικά, σπεύδοντας να προσφέρουν στην αγορά κάθε διαθέσιμο ακίνητο, σε καλή κατάσταση και με όρους λογικής, ώστε και αυτοί να επωφεληθούν από το σημαντικό αυτό κίνητρο, αλλά και να καλυφθούν οι ανάγκες της κοινωνίας σε διαθέσιμες και προσιτές κατοικίες», τονίζεται επίσης.