Τάσεις συγκέντρωσης στον κλάδο των ΑΠΕ βλέπουν παράγοντες της αγοράς να επικρατούν ήδη από το αμέσως επόμενο διάστημα, καθώς το επενδυτικό ρίσκο ανάπτυξης νέων έργων -που έχει κάνει την εμφάνισή του- θα βαίνει διαρκώς αυξανόμενο. Την ίδια στιγμή, η απόφαση της πολιτείας να προχωρήσει σε απόσυρση των επιδοτήσεων ανατρέπει τους υφιστάμενους όρους δανειοδότησης των «πράσινων» επενδύσεων, καθιστώντας ολοένα πιο αναγκαία την ενισχυμένη ρευστότητα των παραγωγών.
Το «τοπίο» που διαμορφώνεται με αυτό τον τρόπο ευνοεί τις μεγάλες ενεργειακές εταιρείες, γιατί μπορούν να προχωρήσουν σε επενδυτικές κινήσεις οι οποίες θα τις θωρακίσουν από το επενδυτικό ρίσκο. Κινήσεις που μπορούν να υποστηρίξουν και χρηματοδοτικά, διαθέτοντας τα απαιτούμενα κεφάλαια και τις χρηματοδοτικές γραμμές για να τις υλοποιήσουν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η αλλαγή στον επενδυτικό «χάρτη» αρχίζει να αναδύεται σε μία εποχή όπου παράλληλα είναι περιορισμένος ο διαθέσιμος ηλεκτρικός «χώρος», για τη δρομολόγηση νέων έργων. Έτσι, όπως επισημαίνουν οι ίδιοι παράγοντες, η τάση συγκέντρωσης διαφαίνεται και από το «σκανάρισμα» που πραγματοποιούν στη δεδομένη συγκυρία αρκετοί μεγάλοι «παίκτες» για την εξαγορά ώριμων έργων ΑΠΕ (δηλαδή με όρους σύνδεσης), αλλά και από τη διάθεση που δείχνουν μικρομεσαίοι επενδυτές να εμπλακούν σε ανάλογες διαπραγματεύσεις.
Αβεβαιότητα στα έσοδα
Ο ριζικός μετασχηματισμός του κλάδου συμπυκνώνεται στη σημαντική αβεβαιότητα που θα χαρακτηρίζει εφεξής τα έσοδα των έργων ΑΠΕ. Κάτι που είναι ριζικά αντίθετο από ό,τι ίσχυε τις προηγούμενες 10ετίες, όπου οι αμοιβές φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων ήταν εγγυημένες από το κράτος.
Πρώτη αιτία αβεβαιότητας είναι ότι πλέον η «πράσινη» παραγωγή συχνά καλύπτει τη ζήτηση και τις όποιες εξαγωγές – και μάλιστα κατά κανόνα τις μεσημβρινές ώρες, λόγω της κυριαρχίας των φωτοβολταϊκών. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μία σειρά από αρρυθμίες που εισάγουν μία ολοένα μεγαλύτερη μη προβλεψιμότητα στις αποζημιώσεις των έργων, όπως περικοπές «πράσινης» παραγωγής ή χρονικά διαστήματα που οι χονδρεμπορικές τιμές γίνονται μηδενικές ή παίρνουν ακόμη και αρνητικό πρόσημο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αρρυθμίες αυτές έχουν ήδη επηρεάσει τη δανειοδότηση από τις τράπεζες υπό ανάπτυξη έργων με κρατικά εγγυημένη «ταρίφα», οι οποίες ζητούν πρόσθετες εγγυήσεις και αυξημένη συμμετοχή στα πρότζεκτ με ίδια κεφάλαια των παραγωγών. Επίσης, καθιστούν για τις τράπεζες περίπου απαγορευτική τη δανειοδότηση πάρκων που ωριμάζουν χωρίς να έχουν εξασφαλίσει «ταρίφα» -και χωρίς να πρόκειται να εξασφαλίσουν, με δεδομένο ότι το ΥΠΕΝ αποσύρει τις επιδοτήσεις- αν οι παραγωγοί τα προορίζουν για να συμμετάσχουν απευθείας στις χονδρεμπορικές αγορές.
Κύριο εμπορικό μοντέλο τα PPAs
Τα στελέχη του κλάδου επισημαίνουν πως η απόσυρση των επιδοτήσεων θα αναδείξει ως κυρίαρχο εμπορικό τα «πράσινα» PPAs – δηλαδή τις μακροχρόνιες συμβάσεις αγοραπωλησίας παραγωγής από ΑΠΕ, ανάμεσα σε παραγωγούς και off-takers (επιχειρήσεις ή προμηθευτές). Κι αυτό γιατί μία διμερής σύμβαση εξασφαλίζει σταθερό έσοδο σε ένα υπό ανάπτυξη χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ, ανοίγοντας τον δρόμο για τη δανειοδότησή του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη δεδομένη συγκυρία η υπερπροσφορά έργων ΑΠΕ με όρους σύνδεσης, και από την άλλη πλευρά η περιορισμένη «δεξαμενή» υποψήφιων καταναλωτών, δίνει το «πάνω χέρι» στους off-takers στις διαπραγματεύσεις. Σε κάθε περίπτωση, η σύναψη «πράσινων» PPAs θέτει προϋποθέσεις «κομμένες και ραμμένες» στις δυνατότητες των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών.
Ο πρώτος λόγος είναι πως οι συμφωνίες αυτές περιλαμβάνουν σημαντικά ποσά ηλεκτρικής ενέργειας και επομένως αφορούν παραγωγούς ΑΠΕ με υποψήφια έργα σημαντικής ισχύος. Ακόμη όμως πιο σημαντικό είναι πως η «πράσινη» παραγωγή θα πρέπει να προέρχεται από ένα διαφοροποιημένο «πράσινο» χαρτοφυλάκιο, αφού η επιστράτευση μόνο φωτοβολταϊκών θα κάλυπτε τις ανάγκες για ρεύμα μόνο τις ώρες ηλιοφάνειας.
Επενδύσεις για διαφοροποιημένο «πράσινο» χαρτοφυλάκιο
Η μεγαλύτερη διασπορά της «πράσινης» παραγωγής στο 24ωρο μπορεί να επιτευχθεί κατ΄ αρχάς με τον συνδυασμό του portfolio ΑΠΕ με μπαταρίες. Ωστόσο, η ανάπτυξη μπαταριών προϋποθέτει σημαντικά κεφάλαια από τον παραγωγό, με δεδομένο ότι οι τράπεζες είναι επιφυλακτικές στη δανειοδότηση μονάδων αποθήκευσης που δεν έχουν «κλειδώσει» εγγυημένα έσοδα.
Ακόμη πιο βελτιωμένη λύση είναι η προσθήκη στο «πράσινο» χαρτοφυλάκιο αιολικών πάρκων, με τις αιολικές επενδύσεις να κινούνται ωστόσο και πάλι σε υψηλότερα επίπεδα από την κατασκευή φωτοβολταϊκών πάρκων. Μάλιστα, καθώς οι περιοχές με αξιόλογο αιολικό δυναμικό περιορίζονται ολοένα περισσότερο στη χώρα μας, δεν είναι τυχαίο ότι εγχώριοι ενεργειακοί Όμιλοι προχωρούν σε ανάλογες επενδύσεις στο εξωτερικό. Με αυτό τον τρόπο, θωρακίζουν ακόμη περισσότερο το portfolio τους, καθώς αυτό είναι διαφοροποιημένο και γεωγραφικά.
Αξίζει να σημειωθεί πως αν τα παραπάνω νέα δεδομένα γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών, ως προς τον πρωταγωνιστικό ρόλο που θα παίξουν εφεξής στην «πράσινη» μετάβαση, οι καθετοποιημένοι Όμιλοι έχουν ένα ακόμη πλεονέκτημα. Αυτό είναι ότι διαθέτουν εξασφαλισμένη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια -και επομένως εξασφαλισμένο off-taker- ώστε να δρομολογήσουν νέα έργα ΑΠΕ συνάπτοντας ενδο-ομιλικά «πράσινα» PPAs.