Ο υψηλός και επίμονος πληθωρισμός είναι ιστορικά «δολοφόνος» των πολιτικών κομμάτων που βρίσκονται στην εξουσία και προκάλεσε περισσότερα... θύματα στο στρατόπεδο του Δημοκρατικού Κόμματος και στην υποψήφιά τους (και τρέχουσα αντιπρόεδρο των ΗΠΑ) Κάμαλα Χάρις, την νύχτα της 5ης Νοεμβρίου.
Ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών, Ντόναλντ Τραμπ απέκτησε εκ νέου τα «κλειδιά» του Λευκού Οίκου για διάφορους λόγους, αλλά ο χειρότερος πληθωρισμός των τελευταίων 40 και πλέον ετών ήταν ο καταλύτης. Ο ρυθμός των πιέσεων στις τιμές εκτινάχθηκε έως και 9,1% στα μέσα του 2022 όταν στο τέλος της πρώτης θητείας του Τραμπ, κινούνταν στο 1,5%. Το σχεδόν 10% της ανόδου αποτέλεσε υψηλό από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
- Μαρία Δεμερτζή (Conference Board) στο Insider: Ποια η επόμενη μέρα στις Βρυξέλλες μετά τη νίκη Τραμπ
Ωστόσο, παρόλο που ο πληθωρισμός έχει επιστρέψει κοντά στα προπανδημικά επίπεδα, οι τιμές πολλών βασικών αγαθών εξακολουθούν να παραμένουν δυσθεώρητες, όπως για παράδειγμα τα τρόφιμα, που ακρίβυναν 26% περισσότερο τον Σεπτέμβριο του 2024 από ό,τι τον Ιανουάριο του 2020. Η ασφάλιση αυτοκινήτων είναι άλλη μια σημαντική επιβάρυνση που πλέον ώρα κοστίζει 51% παραπάνω από ό,τι πριν από 4 χρόνια.
Και το «αντίδοτο» στον πληθωρισμό - τα υψηλά επιτόκια - έχουν καταστήσει απρόσιτη την απόκτηση ενός σπιτιού για εκατομμύρια Αμερικανούς. Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων έχουν εκτοξευθεί στο 7% από 2,5% πριν από μερικά χρόνια. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σε επίπεδο καθημερινότητας η κοινωνία των ΗΠΑ έγιναν αισθητά και «μίλησαν» στην κάλπη, επιφέροντας την επιβλητική νίκη του Τραμπ.
Η ραγδαία αύξηση των τιμών προκάλεσε σοβαρή φθορά στην κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Η Χάρις, ως αντιπρόεδρός του, δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από τη σκιά του. Ο Τραμπ έστρεψε τα πυρά του επανειλημμένα τη Χάρις για την ακρίβεια που ροκάνισε τα λαϊκά εισοδήματα και εκ του αποτελέσματος φάνηκε πως η αντίπαλός του στην προεδρική κούρσα δεν είχε μία πειστική απάντηση.
Οι επιδόσεις της οικονομίας ήταν ένα από τα δύο κορυφαία ζητήματα που καθόρισαν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2024 — και ο Τραμπ είχε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Σχεδόν το 70% των ψηφοφόρων που ερωτήθηκαν στα exit polls αξιολόγησαν την κατάσταση της οικονομίας είτε ως «όχι και τόσο καλή» ή ακόμη και «αδύναμη».
Ένα ακόμη μεγαλύτερο 75% δήλωσε ότι ο πληθωρισμός έχει προκαλέσει στις οικογένειές του είτε «μέτριες» ή «σοβαρές» δυσκολίες. Ο Τραμπ είχε προβάδισμα 4 μονάδων για το ποιος θα χειριζόταν καλύτερα την οικονομία, 51% έναντι 47% επί της Χάρις, αποτυπώνοντας με γλαφυρό τρόπο τη διάσπαση του εκλογικού σώματος.
Η απόγνωση του αμερικανικού λαού απέναντι στον πληθωρισμό είναι εμφανής εδώ και αρκετά χρόνια, όπως σκιαγραφήθηκε και από την καταναλωτική εμπιστοσύνη που έχει διολισθήσει σε καταθλιπτικά επίπεδα τα τελευταία δύο χρόνια. Ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος μάλιστα, το 2022 κατρακύλησε σε χαμηλό 46 ετών (από το 1978).
Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ το έθεσε εύστοχα πέρυσι όταν ρωτήθηκε γιατί οι Αμερικανοί ήταν τόσο δυστυχισμένοι παρά τη χαμηλή ανεργία και την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. «Οι άνθρωποι μισούν τον πληθωρισμό. Τον σιχαίνονται», υπογράμμισε, εξηγώντας επανειλημμένα ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί και ειδικά οι νεότεροι, δεν είχαν βιώσει ποτέ υψηλό πληθωρισμό στη ζωή τους.
«Ο πληθωρισμός έφερε σημαντικές δυσκολίες, ειδικά για εκείνους που είναι λιγότερο ικανοί να ανταποκριθούν στο υψηλότερο κόστος των βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, η στέγαση και οι μεταφορές», είχε επισημάνει χαρακτηριστικά τον Σεπτέμβριο. Η μάστιγα του πληθωρισμού στα κόμματα στην εξουσία δεν περιορίζεται μόνο στις ΗΠΑ, ούτε είναι αποκλειστικά αμερικανικό φαινόμενο.
Οι υψηλές τιμές έχουν ανατρέψει πρόσφατα δεξιές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις, ενώ ένα παρόμοιο φαινόμενο έλαβε χώρα από το 1979 έως το 1982, την τελευταία περίοδο ακραίου πληθωρισμού στις μεγάλες οικονομίες του κόσμου, όπου οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις αντικαταστάθηκαν από συντηρητικές και το αντίστροφο.
Η εποχή έφερε στην εξουσία ένθερμους συντηρητικούς όπως τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία και τον Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ, καθώς και αριστερούς ηγέτες όπως ο Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία. Ο Λευκός Οίκος του Μπάιντεν -και αργότερα η εκστρατεία της Χάρις- ήλπιζαν ότι η επιβράδυνση του πληθωρισμού, μαζί με τη χαμηλή ανεργία και την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, θα τους βοηθούσαν να κατευνάσουν την οργή των ψηφοφόρων.
Οι οικονομολόγοι του Οβάλ Γραφείου ισχυρίστηκαν ότι η αύξηση των εισοδημάτων ισοφάρισε ή και υπερέβη την άνοδο του πληθωρισμού τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αυτό όμως δεν ίσχυε για όλες τις οικογένειες. Οι πιο πλούσιοι Αμερικανοί, οι ψηφοφόροι με πανεπιστημιακή εκπαίδευση και όσοι είχαν ήδη σπίτια με χαμηλά επιτόκια στεγαστικών δανείων ωφελήθηκαν περισσότερο από άλλους.
Το μεγαλύτερο κύμα υποστήριξης προς τον Τραμπ προήλθε από ψηφοφόρους χωρίς υψηλό εκπαιδευτικό υπόβαθρο. Κέρδισε επίσης σημαντικά ποσοστά μεταξύ των μαύρων ανδρών της εργατικής τάξης και των Λατίνων, όπως δείχνουν τα exit poll. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι όταν ο Τραμπ επιστρέψει στην εξουσία θα επιδεινώσει τις πληθωριστικές πιέσεις εάν εφαρμόσει πλήρως αρκετές από τις πολιτικές εξαγγελίες του.
Οι υψηλοί δασμοί σε ξένα προϊόντα, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να αυξήσουν την τιμή πολλών εισαγόμενων αγαθών στα οποία βασίζονται οι Αμερικανοί. Η απέλαση εκατομμυρίων μεταναστών δυνητικά μπορεί να προκαλέσει τριγμούς στην αγορά εργασίας, οδηγώντας σε έλλειψη εργατικού δυναμικού και απουσία «φθηνών» χεριών.
«Τα σχέδιά του για τους δασμούς και τη μετανάστευση θα μπορούσαν να ανεβάσουν τις τιμές και η Fed θα παρακολουθεί στενά για τυχόν αναζωπύρωση του πληθωρισμού», διαβεβαίωσε ο Ράσελ Σορ, ανώτερος ειδικός της αγοράς στην Jefferies. Aνεξαρτήτως, η άγρυπνη Fed σκοπεύει να διατηρήσει τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα και δεν θα πάρει τα μάτια της πάνω από τον Τραμπ.