Το μέλλον του μοντέλου του Ταμείου Ανάκαμψης στις Βρυξέλλες, όχι μόνο είναι ευοίωνο αλλά πιθανότατα και επικρατών σε ό,τι αφορά τον τρόπο διαχείρισης του κοινοτικού προϋπολογισμού. Όχι απαραίτητα και του ίδιου του Ταμείου.
Γενικότερα, η επέκταση της δυνατότητας κοινού δανεισμού παραμένει ακανθώδες ζήτημα εντός ΕΕ με τους «φειδωλούς» να αποκλείουν την προοπτική αλλά την εκλογή Τραμπ να επαναφέρει στο τραπέζι τη συζήτηση για άμεση ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας της ΕΕ. Σε πρώτο χρόνο αυτό συνδέεται με τη στήριξη της Ουκρανίας και ως εκ τούτου η αναζήτηση κονδυλίων αποκτά χαρακτήρα επείγοντα. Για την ώρα ούτε τα υφιστάμενα κονδύλια του προϋπολογισμού επαρκούν -για την ακρίβεια εξαντλούνται- ούτε τα εθνικά των κρατών-μελών.
Σε ό,τι αφορά το τρέχον Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αυτό εισέρχεται σε δύσκολη περίοδο. Ειδικά εθνικά πλάνα όπως το ελληνικό -εμπροσθοβαρές ως προς τις μεταρρυθμίσεις- έχουν περάσει στη φάση της υλοποίησης των έργων. Και τα περιθώρια καθυστερήσεων είναι ελάχιστα.
Τον Αύγουστο του 2026, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει τη σειρά των αιτημάτων εκταμίευσης. Και αντίστοιχα, να έχουν διαθέσει τα κονδύλια για τον σκοπό που προορίζονται. Μέσα σε ένα μήνα, η Επιτροπή θα κληθεί να προχωρήσει σε αξιολόγηση-παρατηρήσεις για τη συνολική υλοποίηση του πλάνου. Κατ’ αρχάς τα κράτη-μέλη θα κληθούν να απαντήσουν στις παρατηρήσεις και να δώσουν συγκεκριμένο βραχυπρόθεσμο πλάνο ολοκλήρωσης των εκκρεμοτήτων. Το πλάνο αυτό θα αφορά την ολοκλήρωση άμεσων τεχνικών ζητημάτων τα οποία θα έχουν ολοκληρωθεί άμεσα (σε λιγότερο από ένα χρόνο). Αυτό προσφέρει εκ των πραγμάτων μία χρονική παράταση 1-2 μηνών πριν ο λόγος περάσει και πάλι στις Βρυξέλλες.
Στη συνέχεια, η ίδια η Επιτροπή, και μόνο για τέτοια θέματα, θα μπορεί να γνωμοδοτήσει θετικά για την ολοκλήρωση των έργων. Αυτό πρακτικά δίνει μία έμμεση παράταση ζωής του Ταμείου έως το φθινόπωρο του 2027. Σε περίπτωση αποτυχίας ολοκλήρωσης των στόχων των εθνικών πλάνων ή μη αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου για το σκοπό της εκταμίευσής τους, τα κράτη-μέλη δε θα εκταμιεύσουν το σύνολο των προβλεπόμενων πόρων. Και η διαφορά κονδυλίων που προκύπτει θα υπολογιστεί και αξιολογηθεί από την Επιτροπή.