Το ταραγμένο πολιτικό τοπίο στην Ευρώπη έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση της ΕΚΤ για τη νέα μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης στη σημερινή συνεδρίαση, όπως διαμήνυσε η Κριστίν Λαγκάρντ. Παρότι δεν έκανε αναφορά σε κάποια χώρα συγκεκριμένα, η πρόεδρος της ΕΚΤ υπογράμμισε το σκιώδες περιβάλλον με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι οι διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης, επικαλούμενη τη δύσκολη πολιτική και δημοσιονομική κατάσταση.
Ενώ επίσης δεν αναφέρθηκε άμεσα στην κατάρρευση των κυβερνήσεων σε Γερμανία και Γαλλία, παρατήρησε ότι τα δημοσιονομικά σχέδια που είναι σε εκκρεμότητα και οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις δεν βοηθούν καθόλου τους αξιωματούχους της ΕΚΤ, οι οποίοι αναμένουν και τις πολιτικές που θα ακολουθήσει ο Ντόναλντ Τραμπ όταν θα αναλάβει και επισήμως τα καθήκοντά του.
«Θα ξεκαθαρίσουν πολλά τους επόμενους μήνες. Εάν υπάρχει κάτι που συζητήσαμε, αυτό είναι ο βαθμός αβεβαιότητας που αντιμετωπίζουμε και εάν είναι αβεβαιότητα που προκύπτει από πολιτικές καταστάσεις σε ορισμένες χώρες μέλη ή εάν είναι αβεβαιότητα που προκύπτει από το αποτέλεσμα των πολιτικών στις ΗΠΑ», υπογράμμισε η πρόεδρος της ΕΚΤ. «Τουλάχιστον τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν υποβάλει σχέδια προϋπολογισμού στην Κομισιόν - συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας - και στη συνέχεια υπάρχουν άλλες πολιτικές καταστάσεις που παραμένουν ανεπίλυτες», προσέθεσε η Λαγκάρντ. Αυτό έκανε, όπως είπε, τις δημοσιονομικές προβλέψεις της ΕΚΤ «λίγο περίπλοκες».
Οι νέες οικονομικές προβλέψεις της ΕΚΤ κατέδειξαν επίσης τη δυσκολία αξιολόγησης των προοπτικών για τα δημοσιονομικά. «Τα δημοσιονομικά σχέδια σε ορισμένες από τις μεγάλες χώρες της ζώνης του ευρώ είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί είτε είναι ξεπερασμένα, δεδομένων των σημερινών πολιτικών κινδύνων. Σε πολλές χώρες, οι κίνδυνοι προέρχονται επίσης από πιθανά πρόσθετα μέτρα, τα οποία θα διευκρινιστούν περαιτέρω, προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του αναθεωρημένου δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ», σημείωσε.
«Πρόκειται για αυτοπροκαλούμενη αβεβαιότητα με την οποία δεν έχουμε καμία σχέση, αλλά προκαλείται από τις τρέχουσες πολιτικές καταστάσεις», είπε χαρακτηριστικά.
Περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων
Η σημερινή απόφαση της ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια για τέταρτη φορά φέτος κατά 25 μονάδες βάσης, είναι η πρώτη από τότε που οι κυβερνήσεις σε Παρίσι και Βερολίνο κατέρρευσαν με σημείο αιχμής τις συζητήσεις για τα δημοσιονομικά. Καθώς οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό έχουν ως επί το πλείστον απομακρυνθεί, το κέντρο βάρους γέρνει στο εάν η κεντρική τράπεζα θα μειώσει τα επιτόκια αρκετά γρήγορα για να στηρίξει την οικονομία της Ευρωζώνης που υπολείπεται έναντι των κορυφαίων ανταγωνιστών της.
Η ΕΚΤ κράτησε σαφώς ανοικτή την πόρτα για περισσότερες επιτοκιακές μειώσεις, αλλάζοντας την καθοδήγησή της καθώς άφησε νύξεις για περαιτέρω κινήσεις, καθώς η ανάπτυξη επηρεάζεται από την πολιτική κρίση στον «πυρήνα» και την απειλή νέου εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ. Υπήρξε ακόμη μία αλλαγή στο ανακοινωθέν, καθώς απουσίασε η προηγούμενη δέσμευση ότι η νομισματική πολιτική θα παραμείνει «επαρκώς περιοριστική», σε μία ένδειξη επιστροφής στο λεγόμενο ουδέτερο επιτόκιο, το οποίο ούτε τονώνει αλλά ούτε και συρρικνώνει την ανάπτυξη.
Ωστόσο, οι ενδείξεις αυτές δεν ήταν και τόσο ισχυρές όσο περίμεναν πολλοί οικονομολόγοι, οι οποίοι εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αντιδράσει άμεσα και να επιταχύνει τις επιτοκιακές μειώσεις. Παρότι είναι δύσκολο να οριστεί το ουδέτερο επιτόκιο, οι περισσότεροι αξιωματούχοι της ΕΚΤ το τοποθετούν κοντά στο 2%, που σημαίνει ότι θα μεσολαβήσουν πολύ περισσότερες επιτοκιακές μειώσεις προτού η ΕΚΤ φθάσει εκεί.
Η συζήτηση για μείωση 50 μ.β.
Επιπλέον, η Λαγκάρντ παραδέχθηκε ότι έγιναν κάποιες συζητήσεις για μείωση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, όμως υπήρξε τελικά κοινή απόφαση για κίνηση των 25 μονάδων βάσης.
Είναι γεγονός ότι ορισμένοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ ζήτησαν αρχικά μεγαλύτερη μείωση των επιτοκίων, κατά 50 μονάδες βάσης, εκδηλώνοντας μεταξύ άλλων ανησυχίες για τον αντίκτυπο στην οικονομία από την επιβολή δασμών Τραμπ, όπως αποκάλυψαν τρεις πηγές από την ΕΚΤ στο Reuters.
Περίπου πέντε από τα 26 μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ επέμεναν αρχικά για μείωση των 50 μονάδων βάσης, καθώς αναθεώρησαν προς τα κάτω οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη.
Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί λιγότερο από το ήδη αναθεωρημένο προς τα κάτω ποσοστό του 1,1% το επόμενο έτος, εάν η νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ προχωρήσει στην επιβολή νέων δασμών. Ωστόσο, δεν υπήρξε ανταπόκριση από τους υπόλοιπους συναδέλφους τους για πιο γρήγορες κινήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.
Η απόφαση μείωσης των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης υποστηρίχθηκε από όλους τους αξιωματούχους της ΕΚΤ και οι νέες προβλέψεις δεν λαμβάνουν υπόψη την πιθανότητα επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ.
Αναφορικά με τον αντίκτυπο πιθανών δασμών στον πληθωρισμό, η Λαγκάρντ απάντησε ότι πρόκειται για μία πολύ περίπλοκη κατάσταση που μπορεί να αλλάζει.
Όσο για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, που θα μπορούσαν να επηρεαστούν από έναν εμπορικό πόλεμο, η Λαγκάρντ επανέλαβε ότι η ΕΚΤ δεν στοχεύει σε συγκεκριμένη συναλλαγματική ισοτιμία για το ευρώ. Όμως, επειδή οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών έχουν αντίκτυπο στον πληθωρισμό, θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε την κατάσταση τις επόμενες εβδομάδες και μήνες.
Οι κίνδυνοι για ανάπτυξη και πληθωρισμό
Αναφορικά με την οικονομία, παρότι η ΕΚΤ αναθεώρησε επί τα χείρω τις προβλέψεις της, η Λαγκάρντ ανέφερε ότι θα πρέπει να ενισχυθεί με την πάροδο του χρόνου, αν και πιο αργά από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Η αύξηση των πραγματικών μισθών θα πρέπει να ενισχύσει τις δαπάνες των νοικοκυριών, ενώ η πιο προσιτές πιστώσεις θα τονώσουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Εφόσον οι εμπορικές εντάσεις δεν κλιμακωθούν, οι εξαγωγές αναμένεται να υποστηρίξουν την ανάκαμψη καθώς η παγκόσμια ζήτηση αυξάνεται.
Την ίδια στιγμή, η πρόεδρος της ΕΚΤ σημείωσε ότι οι δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές θα κάνουν την οικονομία πιο παραγωγική, ανταγωνιστική και ανθεκτική. Είναι ζωτικής σημασίας να ληφθούν άμεσα μέτρα, με συγκεκριμένες και φιλόδοξες διαρθρωτικές πολιτικές, με βάση τις προτάσεις του Μάριο Ντράγκι για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας και του Ενρίκο Λέτα για την ενδυνάμωση της ενιαίας αγοράς.
Η Λαγκάρντ χαιρέτισε επίσης την αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα μεσοπρόθεσμα σχέδια των κυβερνήσεων για δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές, ως μέρος του αναθεωρημένου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει τώρα να επικεντρωθούν στην πλήρη και χωρίς καθυστέρηση εφαρμογή των δεσμεύσεών τους εντός αυτού του πλαισίου. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των δεικτών χρέους σε σταθερή βάση, δίνοντας παράλληλα προτεραιότητα σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη παραμένουν αυξημένοι, σύμφωνα με την Λαγκάρντ. Ο κίνδυνος περισσότερων τριβών στο παγκόσμιο εμπόριο θα μπορούσε να επιβαρύνει την ανάπτυξη της Ευρωζώνης περιορίζοντας τις εξαγωγές και αποδυναμώνοντας την παγκόσμια οικονομία.
Η χαμηλότερη εμπιστοσύνη θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει την ανάκαμψη της κατανάλωσης και των επενδύσεων όσο γρήγορα αναμενόταν. Αυτό θα μπορούσε να ενισχυθεί από γεωπολιτικούς κινδύνους, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, διαταράσσοντας τον ενεργειακό εφοδιασμό και το παγκόσμιο εμπόριο. Η ανάπτυξη θα μπορούσε επίσης να είναι χαμηλότερη, σύμφωνα με την Λαγκάρντ, εάν οι καθυστερημένες επιπτώσεις της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής διαρκέσουν περισσότερο από το αναμενόμενο. Θα μπορούσε να είναι υψηλότερη, εάν οι ευκολότερες συνθήκες χρηματοδότησης και η πτώση του πληθωρισμού επιτρέψουν την ταχύτερη ανάκαμψη της εγχώριας κατανάλωσης και επενδύσεων.
Ο πληθωρισμός θα μπορούσε να είναι υψηλότερος, εάν οι μισθοί ή τα κέρδη αυξηθούν περισσότερο από το αναμενόμενο. Οι ανοδικοί κίνδυνοι για τον πληθωρισμό προέρχονται επίσης από τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να ωθήσουν σε άνοδο τις τιμές της ενέργειας και το κόστος μεταφορών βραχυπρόθεσμα και να διαταράξουν το παγκόσμιο εμπόριο.
Επιπλέον, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η εξελισσόμενη κλιματική κρίση γενικότερα θα μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές των τροφίμων περισσότερο από το αναμενόμενο. Αντίθετα, ο πληθωρισμός μπορεί να εκπλήξει καθοδικά εάν η χαμηλή εμπιστοσύνη και οι ανησυχίες για τα γεωπολιτικά γεγονότα εμποδίσουν την ανάκαμψη της κατανάλωσης και των επενδύσεων με τον αναμενόμενο ρυθμό, εάν η νομισματική πολιτική περιορίσει τη ζήτηση περισσότερο από το αναμενόμενο ή εάν το οικονομικό περιβάλλον στον υπόλοιπο κόσμο επιδεινωθεί απροσδόκητα . Οι μεγαλύτερες τριβές στο παγκόσμιο εμπόριο θα έκαναν τις προοπτικές για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη πιο αβέβαιες.