Yπαρξιακή πρόκληση, όπως το είχε πει ο Μάριο Ντράγκι, ρωγμές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όπως το ορίζουν κάποιοι άλλοι… Ο λόγος για τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της Ευρώπης, η οποία συνθλίβεται από το υψηλό ενεργειακό κόστος, τη μείωση των εξαγωγών της, την αποβιομηχάνιση του πυρήνα της, την αναιμική ανάπτυξη, τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι πιθανές προστατευτικές εμπορικές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ που θα επιστρέψει στο Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου.
Η οικονομία της Ευρώπης έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτική τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της επέκτασης της ΕΕ προς τα ανατολικά και της ισχυρής ζήτησης για τα προϊόντα της από την Ασία και τις ΗΠΑ. Αλλά καθώς η μακροχρόνια άνθηση της Κίνας επιβραδύνεται και οι εμπορικές εντάσεις με την Ουάσιγκτον θολώνουν την εικόνα του διατλαντικού εμπορίου, η γηραιά ήπειρος χάνει ολοένα και περισσότερο έδαφος, υπό την απειλή μίας «τέλειας καταιγίδας» το επόμενο έτος, στην περίπτωση που ο Τραμπ στρέψει το βλέμμα του στην Ευρώπη.
Εκτός από επιβολή νέων δασμών, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ενισχύσει την απαίτησή του οι χώρες του ΝΑΤΟ να επενδύσουν περισσότερα στη δική τους άμυνα διαφορετικά θα χάνουν την αμερικανική προστασία.
Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που ήδη αγωνίζονται να συγκρατήσουν τα αυξανόμενα ελλείμματα εν μέσω της μείωσης των φορολογικών εσόδων, θα αντιμετωπίσουν ακόμη μεγαλύτερες οικονομικές πιέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν περαιτέρω πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Politico.
Πέρα όμως από τις υφέσεις και τους εμπορικούς πολέμους που έρχονται και παρέρχονται, αυτό που κάνει τη σημερινή συγκυρία τόσο επικίνδυνη για την ευημερία της ηπείρου είναι η απώλεια καινοτομίας. Όπως σημείωσε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι στην πρόσφατη έκθεσή του σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, μόνο τέσσερις από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο είναι ευρωπαϊκές.
Ενώ ζούμε σε μία περίοδο ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών, που καθοδηγούνται ιδιαίτερα από την πρόοδο στην ψηφιακή καινοτομία, η Ευρώπη δεν βρίσκεται πλέον στην πρώτη γραμμή της προόδου, παραδέχθηκε πρόσφατα και η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την επιβίωση του κοινωνικού μοντέλου της Ευρώπης.
Πενιχρές υποδομές
Με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και τους Ρεπουμπλικάνους του να ελέγχουν και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, η Ευρώπη δεν ήταν ποτέ πιο εκτεθειμένη στις ιδιομορφίες της αμερικανικής εμπορικής πολιτικής.
Εάν ο Τραμπ υλοποιήσει την απειλή του να επιβάλει δασμούς έως και 20% στις εισαγωγές από τη γηραιά ήπειρο, η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα υποστεί πλήγμα. Με ετήσιες εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αξίας άνω των 500 δισ. ευρώ, η Αμερική είναι μακράν ο σημαντικότερος προορισμός για τα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Πολύ περισσότερο, η Ευρώπη δεν φαίνεται να έχει προετοιμαστεί για την επιστροφή του Τραμπ. Η πρώτη απάντηση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στην επανεκλογή του ήταν να προτείνει στην Ευρώπη να αγοράσει περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ, κάτι που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τον Τραμπ για κάποιο χρονικό διάστημα, χωρίς ωστόσο να αποτελεί στρατηγική.
Ο πρόεδρος του Ifo Κλέμενς Φουστ προειδοποιεί ωστόσο ότι ο Τραμπ μπορεί να μην είναι μόνο αρνητικά νέα για την ΕΕ. Εάν, για παράδειγμα, ακολουθήσει τα σχέδιά του να ανανεώσει τις φορολογικές μειώσεις για τους πλούσιους και να επιβάλει νέους δασμούς, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα μπορούσε να εκτιναχθεί στα ύψη, αναγκάζοντας την Fed να διατηρήσει τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αυτό θα ενίσχυε το δολάριο, κάτι που θα ωφελούσε τους Ευρωπαίους εξαγωγείς μετατρέποντας σε ευρώ τα έσοδά τους σε δολάρια.
Ο Τραμπ μπορεί επίσης να είναι ανοιχτός σε μια ευρύτερη εμπορική διαπραγμάτευση με την Ευρώπη για να αποφευχθεί ένας νέος γύρος δασμών.
Το 2018, ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στον ευρωπαϊκό χάλυβα και το αλουμίνιο που παραμένουν σε ισχύ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν συμφώνησε να αναστείλει αυτούς τους δασμούς μέχρι τον Μάρτιο του 2025, θέτοντας το υπόβαθρο για άλλη μια αναμέτρηση με τον Τραμπ τις πρώτες εβδομάδες της νέας του διακυβέρνησης. Οι Ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες ήδη προειδοποιούν ότι ένας νέος γύρος δασμών θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό και να υπονομεύσει θεμελιωδώς το παγκόσμιο εμπόριο.
Διαρθρωτικά προβλήματα
Το θέμα είναι ότι ο Τραμπ είναι μόνο ένα σύμπτωμα πολύ βαθύτερων προβλημάτων, όπως αναφέρει το Politico. Διότι δεν είναι αυτός το πραγματικό ζήτημα, αφού το μόνο που κάνει με τις επίμονες δασμολογικές απειλές είναι απλώς να υπονομεύσει ακόμη περισσότερο το αδύναμο μοντέλο της Ευρώπης.
Εάν η Ευρώπη είχε μια πιο σταθερή οικονομική βάση και ήταν πιο ανταγωνιστική με τις ΗΠΑ, ο Τραμπ δεν θα μπορούσε να την επηρεάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ενώ οι εταιρείες των ΗΠΑ έχουν σημειώσει άνοδο της παραγωγικότητάς τους κατά 40% από το 2005, η παραγωγικότητα στην ευρωπαϊκή τεχνολογία έχει παραμείνει στάσιμη. Επίσης, ενώ οι αποτιμήσεις των αμερικανικών χρηματιστηρίων έχουν υπερτριπλασιαστεί από το 2005, οι αποτιμήσεις στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί μόλις κατά 60%.
Εξάλλου, η Ευρώπη δεν πέτυχε ποτέ το στόχο της να δαπανήσει το 3% του ΑΕΠ της ΕΕ στην Έρευνα και την Ανάπτυξης, τον κύριο μοχλό της οικονομικής καινοτομίας. Αντιθέτως, οι δαπάνες για τέτοιες έρευνες από τις ευρωπαϊκές εταιρείες και το δημόσιο τομέα παραμένουν στο 2% περίπου, περίπου στο σημείο που ήταν το 2000.
Η «κορυφή του παγόβουνου»
Στον πυρήνα της οικονομικής δυσφορίας βρίσκεται η Γερμανία με τη βαριά βιομηχανία και δη την αυτοκινητοβιομηχανία. Η VW ανακοίνωσε πρόσφατα ότι σχεδιάζει να κλείσει ορισμένα γερμανικά εργοστάσια στην χώρα για πρώτη φορά στην ιστορία της. Ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας της Γερμανίας, ο οποίος απασχολεί περίπου 800.000 εργαζομένους στην εγχώρια αγορά, είναι η «ψυχή» της οικονομίας της για δεκαετίες, συμβάλλοντας περισσότερο από κάθε άλλο τομέα στην ανάπτυξη της χώρας.
Εκτός από τα προβλήματα στη βαριά βιομηχανία, η Γερμανία βρίσκεται επίσης αντιμέτωπη με μία κοινωνία που γερνά ταχύτατα εν μέσω έλλειψης εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης. Οι επιχειρήσεις της περικόπτουν ολοένα και περισσότερες θέσεις εργασίας, σε μία προσπάθεια να μειώσουν το κόστος και να αντεπεξέλθουν στις υψηλές τιμές ενέργειας και στην έντονη γραφειοκρατία. Για να ξεφύγουν από αυτά τα προβλήματα, πολλές βιομηχανίες και επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει τις δραστηριότητές τους σε ξένες αγορές, με την τάση αυτή να είναι σε εξέλιξη.
Δεν είναι μόνο η Γερμανία
Από κοντά ακολουθεί η Γαλλία εν μέσω πολιτικής αναταραχής με τον οίκο Moody’s να επικαλείται τον έντονο πολιτικό κατακερματισμό ως τροχοπέδη για μία βαθύτερη και ουσιαστική δημοσιονομική εξυγίανση, όταν υποβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας. Η εθνική στατιστική υπηρεσία της χώρας, η Insee, βλέπει τώρα ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,2% σε κάθε τρίμηνο στο πρώτο εξάμηνο του 2025, εν μέσω χαμηλής ατομικής κατανάλωσης και μείωσης των εξαγωγών.
Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα της νέας κυβέρνησης Μπαϊρού με ένα κατακερματισμό κοινοβούλιο, που καθιστά δύσκολη έως ανέφικτη τη λήψη σημαντικών δημοσιονομικών μέτρων.
Τα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν στον πυρήνα. Το καμπανάκι κινδύνου χτυπά και για την Ιταλία, σε μία εξέλιξη που αυξάνει κι άλλο τους κινδύνους για την Ευρωζώνη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ανάλυση του Reuters.
H εθνική στατιστική υπηρεσία της Ιταλίας, η Istat, υποβάθμισε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη του τρέχοντος έτους στο 0,5% από 1%, καθώς η οικονομία πάτησε φρένο στο τρίτο τρίμηνο. Την ίδια στιγμή, βλέπει το ιταλικό χρέος ως προς το ΑΕΠ από το 135% πέρυσι στο 138% το 2026, τη στιγμή που η Ιταλία στερείται μία επαρκούς αξιοποίησης των τεράστιων κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, ούτως ώστε να απορροφηθούν από την οικονομία της.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης θα ωθήσει το χρέος σε ταχύτερη αύξηση με αποτέλεσμα να εγκυμονεί ο κίνδυνος οι επενδυτές να σταματήσουν να αγοράζουν ιταλικά κρατικά ομόλογα, αυξάνοντας το βάρος της κυβέρνησης να εξυπηρετήσει το χρέος της, τη στιγμή που η απόδοση των ιταλικών 10ετών κρατικών ομολόγων κυμαίνεται μία ανάσα από το 3,5%.