Την πρόοδο της οικονομίας της χώρας μετά την κρίση, σημειώνοντας την αύξηση των εισοδημάτων κατά 9-10%, τη μείωση του ελλείμματος και της ανεργίας αναγνώρισε ο Ντέκλαν Κοστέλο, Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής για Οικονομικές και Χρηματοοικονομικές Υποθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο προειδοποίησε για τον κίνδυνο υπερβολικής αυτοπεποίθησης, τονίζοντας ότι «υπάρχουν ακόμα πολλά να γίνουν», τα οποία και ανέλυσε.
Όπως είπε ο κ. Κοστέλο έχουν γίνει πολλά καλά από το 2019 αλλά μένουν ακόμη πολλά να γίνουν: τα πραγματικά εισοδήματα ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένουν ακόμη χαμηλότερα από την περίοδο πριν την κρίση, η απασχόληση παραμένει χαμηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου, η παραγωγικότητα είναι χαμηλή.
Μιλώντας το πλαίσιο πάνελ του 3ου Φόρουμ των Δελφών στις Βρυξέλλες που συντόνισε η δημοσιογράφος της ΕΡΤ Ραλλού Αλεξοπούλου σημείωσε επίσης πως η Ελλάδα διαθέτει σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους και ότι η μεγάλη πρόκληση είναι η αποτελεσματική απορρόφησή τους. Δήλωσε αισιόδοξος για την πορεία της χώρας μας. Ανέφερε πως η χώρα μας τα πάει καλά αν και είναι αναμενόμενο ότι θα υπάρχουν δυσκολίες στη διαχείριση τόσο μεγάλων και σημαντικών επενδύσεων. Κάνοντας και πάλι αντιπαράθεση με την κατάσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είπε πως σε αντίθεση με την Ευρώπη που το μεγάλο ερώτημα είναι που θα βρεθούν οι πόροι για τη χρηματοδότηση των πρωτοβουλιών που πρέπει να προχωρήσουν, στην περίπτωση της Ελλάδα τα κεφάλαια είναι…άπλετα.
Σημείωσε ότι η εξυπηρέτηση του χρέους κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, χωρίς να διαφαίνονται σοβαρά προβλήματα. Ωστόσο, έθεσε το ερώτημα γιατί, παρά τη γενικότερη πρόοδο, οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Σε ερώτηση για τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της Ευρώπης, χαρακτήρισε την ΕΕ ως «εύθραυστη» σε αυτή τη φάση, εξηγώντας ότι οι παράγοντες που τροφοδοτούσαν την ανάπτυξη έχουν μειωθεί, δημιουργώντας ένα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις. Παρά τα προβλήματα, εξέφρασε την πεποίθηση ότι υπάρχουν λύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν.
Ανέλυσε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς και τις προοπτικές της Ελλάδας. Τόνισε ότι η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων, όπως το κενό στην παραγωγικότητα, η θέση της στην παγκοσμιοποίηση, το ενεργειακό κόστος, η κλιματική αλλαγή και το δημογραφικό. Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι έχει αποδείξει τη δυνατότητά της να ξεπερνά δυσκολίες όταν αντιδρά συλλογικά, φέρνοντας ως παράδειγμα την αντιμετώπιση της πανδημίας, το Brexit και τον πόλεμο στην Ουκρανία. «Κρατήσαμε όρθια την ΕΕ γιατί δράσαμε μαζί, γρήγορα και με καινοτόμο τρόπο», ανέφερε.

Ο Γιώργος Παγουλάτος, Πρέσβης - Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ, αναφέρθηκε στον καθοριστικό ρόλο της ΕΕ στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, επισημαίνοντας ότι η ενεργειακή διασύνδεση και οι επενδύσεις υποδομών είναι κρίσιμες για την περιοχή. Έκανε ιδιαίτερη μνεία στη στρατηγική σημασία της Ελλάδας ως διαμετακομιστικού κόμβου ενέργειας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αλεξανδρούπολη. Τόνισε, επίσης, ότι η ΕΕ λειτουργεί σε ένα πλαίσιο συναίνεσης, γεγονός που την καθιστά πιο αργή στη λήψη αποφάσεων σε σχέση με άλλες δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ.
Ο Ivailo Izvorski, Επικεφαλής Οικονομολόγος για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία στην Παγκόσμια Τράπεζα, επεσήμανε την ανάγκη ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα στην Ευρώπη, προκειμένου να αυξηθεί η δυναμική καινοτομίας και επενδύσεων. Υπογράμμισε ότι παρά τη χρηματοδοτική διαθεσιμότητα, ο ιδιωτικός τομέας δεν αναλαμβάνει επαρκώς επενδυτικά ρίσκα, ενώ έθιξε το ζήτημα της απώλειας ταλέντων στην περιοχή.
Ο Federico N. Fernández, Διευθύνων Σύμβουλος του “We Are Innovation”, μίλησε για την ανάγκη αναζωογόνησης της καινοτομίας στην Ευρώπη, σημειώνοντας ότι η ήπειρος υπολείπεται σε ανταγωνιστικότητα έναντι των ΗΠΑ. Χαρακτήρισε τη σχέση της Ευρώπης με την καινοτομία ως «περίπλοκη» και παρομοίασε την κατάσταση με μια σχέση γεμάτη δράμα, αλλά χωρίς ουσία. Τόνισε ότι οι τεχνολογικές επενδύσεις και η προώθηση της καινοτομίας μπορούν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ.
Ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σχολίασε τις γεωπολιτικές και οικονομικές προκλήσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την επενδυτική δραστηριότητα. Αναφέρθηκε στη νέα αμερικανική διοίκηση και την αβεβαιότητα που προκαλεί, ιδίως ως προς την πράσινη ατζέντα και τις παγκόσμιες εμπορικές σχέσεις. Επισήμανε ότι η ΕΕ πρέπει να αναλογιστεί σε βάθος τα αίτια της υστέρησής της σε ανταγωνιστικότητα και να αναπτύξει πιο αποτελεσματικές στρατηγικές προσαρμογής.