Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την ίδρυσή της το 1962, έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της γεωργίας και της αγροτικής ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Με την τρέχουσα περίοδο της ΚΑΠ να εκτείνεται από το 2023 έως το 2027, είναι σημαντικό να εξετάσουμε τις προοπτικές και τις προκλήσεις που θα διαμορφώσουν την επόμενη φάση αυτής της πολιτικής.
Είναι γεγονός ότι οι διαθέσιμοι πόροι για την Κοινή Αγροτικής Πολιτική (ΚΑΠ) από το 2027 και μετά δεν θα είναι τόσοι όσοι φαίνεται να ήταν μέχρι και σήμερα. Αν οι πόροι περιοριστούν, τότε τα χρήματα που θα δίνονται από την ΚΑΠ μετά το 2027, θα πρέπει να πηγαίνουν σε αυτούς που πραγματικά θα τα έχουν ανάγκη.
Προτάσεις έχουν γίνει για τη στόχευση των κονδυλίων της ΚΑΠ στους επαγγελματίες γεωργούς, ωστόσο η πρόταση αυτή έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που απαιτούν προσεκτική αξιολόγηση. Ας δούμε μερικά από αυτά:
Πλεονεκτήματα:
Στοχευμένη στήριξη: Η εστίαση στους επαγγελματίες γεωργούς μπορεί να διασφαλίσει ότι οι πόροι κατευθύνονται σε εκείνους που εξαρτώνται αποκλειστικά από τη γεωργία για το εισόδημά τους, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα αυτών των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Αποτελεσματική χρήση πόρων: Περιορίζοντας τις ενισχύσεις σε αυτούς που ασκούν τη γεωργία ως κύρια δραστηριότητα, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερη κατανομή των διαθέσιμων πόρων, αποφεύγοντας τη διάχυσή τους σε δευτερεύουσες ή ερασιτεχνικές δραστηριότητες με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής και τελικά την διάθεση φθηνότερων προϊόντων στους καταναλωτές.
Μειονεκτήματα:
Αποκλεισμός μικροκαλλιεργητών: Πολλοί μικροκαλλιεργητές ή αγρότες με δευτερεύουσα απασχόληση τη γεωργία συμβάλλουν σημαντικά στην τοπική παραγωγή και οικονομία. Ο αποκλεισμός τους από τις ενισχύσεις μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της αγροτικής δραστηριότητας και εγκατάλειψη της υπαίθρου. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στη χώρα μας η εγκατάλειψη της γεωργική δραστηριότητας από ετεροεπαγγελματίες και τη μεταβίβαση των εκμεταλλεύσεων τους, στους κατά κύριο επάγγελμα γεωργούς.
Δυσκολία ορισμού: Ο καθορισμός του «κατά κύριο επάγγελμα γεωργού» μπορεί να είναι περίπλοκος, καθώς πολλοί αγρότες έχουν πολλαπλές πηγές εισοδήματος για να διασφαλίσουν την οικονομική τους επιβίωση. Μεταξύ άλλων είναι και πολλά νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν επιδοτήσεις, τα οποία μπορεί να μην έχουν ως κύρια δραστηριότητα τους τη γεωργική, ωστόσο η γεωργική παραγωγική δραστηριότητα τους φθάνει σε μεγάλους τζίρος και συμβάλουν σημαντικά στη γεωργική οικονομία της χώρας.
Συνεπώς, ενώ η στόχευση των ενισχύσεων στους επαγγελματίες γεωργούς μπορεί να οδηγήσει σε εξοικονόμηση πόρων και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι πιθανές επιπτώσεις στους μικροκαλλιεργητές και την αγροτική κοινότητα συνολικά.
Ενδεχομένως μια ισορροπημένη προσέγγιση που θα συνδυάζει τη στήριξη των επαγγελματιών γεωργών με την ενθάρρυνση της συμμετοχής μικρότερων παραγωγών μπορεί να είναι η βέλτιστη λύση.
Τελευταία γράφεται ότι η επόμενη ΚΑΠ θα είναι λιγότερο φιλοπεριβαλλοντική… Η έντονη φιλοπεριβαλλοντική στόχευση έχει ανεβάσει σημαντικά το κόστος παραγωγής και υπήρξαν αλλά και συνεχίζουν να υπάρχουν διαμαρτυρίες για αυτή την στρατηγική της ΚΑΠ. Φαίνεται πως τόσο οι διαμαρτυρίες, όσο και η αλλαγή στάση των ΗΠΑ προς αυτό το θέμα, μάλλον έχει αλλάξει τα δεδομένα και η επόμενη ΚΑΠ μάλλον θα είναι λιγότερο φιλοπεριβαλλοντική και ίσως και πιο ευέλικτη.
Μελανό σημείο είναι το ποσοστό συμμετοχής των εθνικών προϋπολογισμών στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, αν και εφόσον υπάρξει η δυνατότητα αυτή, για να καλυφθούν ανάγκες που θεωρητικά υπάρχουν σε κάθε χώρα. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν ιδιαίτερα αρνητική για τη χώρα μας, καθώς η ενίσχυση των κοινοτικών προϋπολογισμών είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα, ο οποίος δεν αποτελεί προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια.
Οι αλλαγές είναι προ των πυλών και η διαρκής ενημέρωση είναι απαραίτητη σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.