Η έρευνα για τη νόσο Αλτσχάιμερ είναι αρκετά περιορισμένη, διαπιστώνουν οι συντάκτες των Financial Times που συμμετέχουν στην καμπάνια για την υποστήριξη της έρευνας σε θεραπείες που θα αλλάξουν την Ιστορία αντιμετώπισης της άνοιας.
Υπάρχουν μόνο τέσσερα φάρμακα στην αγορά για την άνοια, τα οποία απλώς λειαίνουν τα συμπτώματα, δεν καθυστερούν την πρόοδο της νόσου. Πρόσφατα, η Axovant, μία εταιρεία βιοτεχνολογίας με έδρα τη Νέα Υόρκη ανακοίνωσε ότι το πειραματικό της φάρμακο Intepirdine απέτυχε στις κλινικές δοκιμές και δεν πρόκειται να κυκλοφορήσει. Πρόκειται για μία ακόμη ελπίδα που πεθαίνει τα τελευταία 14 χρόνια για τους ανθρώπους που πάσχουν από τη νόσο και δεν έχουν δει καμία νέα θεραπεία να εγκρίνεται.
Φάρμακα έχουν δοκιμαστεί και έχουν απορριφθεί από μεγάλους φαρμακευτικούς κολοσούς όπως είναι η Merck, η Eli Lilly και η Lundbeck. Μπορεί βέβαια να υπάρχει στατιστικά μεγάλη αποτυχίας, όμως οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν σταματούν τις έρευνες, καθώς η αγορά αφορά 44 εκατ. ανθρώπους που πάσχουν από τη νόσο σε όλο τον κόσμο.
Η εταιρεία που θα καταφέρει να ανακαλύψει το σωτήριο φάρμακο, θα ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα, αφού αναμένεται να μειώσει το υψηλό κόστος φροντίδας των ατόμων που πάσχουν από νόσο Αλτσχάιμερ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στις ΗΠΑ μόνο το ετήσιο κόστος φροντίδας φτάνει στα 259 δισ. δολάρια, κόστος που θα αυξηθεί με την άνοδο του μέσου όρου ζωής και τη γήρανση του πληθυσμού.
«Όποιος καταφέρει να ανακαλύψει τη θεραπεία για τη νόσο Αλτσχάιμερ, θα πλουτίσει πολύ γρήγορα, καθώς θα έχει ανακαλύψει φάρμακο για τη μεγαλύτερη θεραπευτική κατηγορία που είναι ακάλυπτη», προβλέπει ο Ράιαν Βατς, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Denali που δραστηριοποιείται στην έρευνα και ανάπτυξη νέων θεραπειών.
Η επόμενη μεγάλη ελπίδα ονομάζεται Αντουκανουμάμπη και αναπτύσσεται από την εταιρεία Biogen, μία μεγάλη βιοφαρμακευτική εταιρεία με έδρα τη Βοστόνη. Τα πρώτα αποτελέσματα από τις δύο κλινικές μελέτες τελικού σταδίου αναμένονται το αργότερο μέχρι το 2020.
Η ουσία Αντουκανουμάμπη θα δρα καθαρίζοντας τον εγκέφαλο από την κολλώδη πρωτεΐνη βήτα αμυλοειδές, η οποία σχηματίζει πλάκες στον εγκάφαλο και εμποδίζει τις συνάψεις μεταξύ των νευρικών κυττάρων, δηλαδή το σχηματισμό και την ανάκληση μνήμης.
Προς το παρόν, το μόνο που μπορεί να βοηθήσει, είναι η έγκαιρη διάγνωση της νόσου. «Πλέον διαγιγνώσκουμε τη νόσο 20 χρόνια πριν εκδηλωθούν τα πρώτα συμπτώματα», λέει η Σαμάνθα Μπαντ-Χάμπερλέιν. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να παρέμβουμε καλύτερα, διότι οι πλάκες του βήτα αμυλοειδούς που προκαλούν την πτώση στις γνωσιακές λειτουργίες και την απώλεια μνήμης, δεν έχουν ακόμη σχηματιστεί στον εγκέφαλο.
Βέβαια, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ανακαλυφθούν νέα διαγνωστικά εργαλεία, διότι οι ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις που χρειάζονται για να διαγνωστούν οι πλάκες, είναι ιδιαίτερα ακριβές και δεν μπορούν να γίνουν ως εξετάσεις ρουτίνας.