Μπορεί οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας να δείχνουν σημάδια έστω και οριακής βελτίωσης, δεν ισχύει το ίδιο και για τους πολίτες της χώρας. Ζουν στα όρια της φτώχειας, φοβούνται ότι θα χάσουν τα σπίτια τους, κάνουν περικοπές ακόμα και σε βασικές δαπάνες, όπως η διατροφή και η υγεία, ενώ χρωστούν σχεδόν παντού.
Αυτά είναι τα συμπεράσματα της ετήσιας έρευνας της ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ- Δεκέμβριος 2017 που παρουσιάστηκε σήμερα Πέμπτη, καθώς διαβλέπει σταθεροποίηση της οικονομίας και της κατανάλωσης με χαμηλές προσδοκίες όμως για το μέλλον. Όπως προκύπτει από τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC, πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά (34,2%) δηλώνει ότι διαβιώνει με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που δεν ξεπερνά τις 10.000 ευρώ ενώ το 62,4% των νοικοκυριών είχε μείωση των εισοδημάτων το 2017 σε σχέση με το 2016. Παράλληλα τη χρονιά που πέρασε διευρύνθηκε η ανισότητα υπέρ των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων. Είναι χαρακτηριστικό το 3,1% των νοικοκυριών μπορεί πλέον να αποταμιεύσει, ενώ σχεδόν 2 στα 10 (14,6%) δηλώνουν ότι τα εισοδήματά τους δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, εύρημα που σχετίζεται με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα μας και το οποίο υπολογίζεται στο 40% του ενδιάμεσου εισοδήματος. Όσο για το φαινόμενο της εισοδηματικής επισφάλειας και αυτό εμφανίζεται σταθερά υψηλό, καθώς στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500 ευρώ για την κάλυψη κάποιας ανάγκης φαντάζει έως και αδύνατο, αφού το 16,3% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την καλύψει και το 52,2% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.
Οι σημαντικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπιζουν τα ελληνικά νοικοκυριά οδηγεί πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά να κάνουν περικοπές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για την επιβίωση τους, με τα πολυμελή νοικοκυριά να αντιμετωπιζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι περικοπές αφορούν ακόμα και την κάλυψη αναγκών που σχετίζονται με την υγεία. Για περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά η σύνταξη παραμένει η κυριότερη πηγή εισοδήματος και συνεχίζει να λαμβάνει χαρακτηριστικά στοιχεία υποκατάστατου κοινωνικής προστασίας.
Όσο για τις υποχρεώσεις το 19,6% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, ενώ το 55,6% αυτών των οφειλετών έχει υπαχθεί σε κάποιου είδους ρύθμιση, ένδειξη ότι το μεγαλύτερο μέρος των οφειλετών βρίσκεται σε μια πάγια αδυναμία εξυπηρέτησης οφειλών και αναζητά λύσεις παρατείνοντας τους χρόνους αποπληρωμής. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια, πάνω από 185,000 νοικοκυριά έχουν υποστεί δέσμευση/ ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, ενώ σύμφωνα με την ΑΑΔΕ αναμένεται να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής είσπραξης για πάνω από 1 εκ. οφειλέτες. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της ΓΣΕΒΕΕ, ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί, καθώς το επόμενο διάστημα θα αυστηροποιηθεί το πλαίσιο εφαρμογής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Επιπλέον το 31,1% (από 27,3% το Δεκέμβριο 2016) των νοικοκυριών με δανειακές υποχρεώσεις έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες (αφορά περίπου 450,000 νοικοκυριά). Το 25% των νοικοκυριών εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις το επόμενο έτος και επιπρόσθετα το 14,8% των νοικοκυριών με ιδιόκτητο ακίνητο δηλώνει ότι αδυνατεί να πληρώσει τους φόρους για τα ακίνητα που διαθέτει (ΕΝΦΙΑ). Οι οφειλές προς τράπεζες είναι επίσης έντονο πρόβλημα, με το 32,2% να εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις το επόμενο έτος και το 1 στα 5 (18,6%) νοικοκυριά να εκφράζει φόβο για απώλεια της κατοικίας τους εξ αιτίας των συσσωρευμένων υποχρεώσεων που ήδη έχουν.
Τέλος αναφορικά με την κατανάλωση παρά τη σχετική βελτίωση ορισμένων δεικτών κατανάλωσης, σε ευρείες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών συνεχίζεται η πτωτική πορεία της εγχώριας ζήτησης. Σχετικά με τις τάσεις κατανάλωσης όπως σημειώνεται στην έρευνας μεγάλο τμήμα του πληθυσμού έχει κάνει περικοπές στις δαπάνες ένδυσης- υπόδησης (61,3%), στις εξόδους (48,3%) στα είδη διατροφής (40,2%) και τα οικιακά είδη (40,1%),που συνδέεται με μεταβολή καταναλωτικών προτύπων στην κατανάλωση χαμηλότερης ποιότητας αγαθών.
Η ετήσια έρευνα διεξάγεται από το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με την εταιρία MARC AE από το Δεκέμβριο του 2012. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.006 αντιπροσωπευτικά επιλεγμένων νοικοκυριών από όλη την Ελλάδα στο διάστημα 15 με 21 Νοεμβρίου 2017.